του Γιώργου Θαλάσση
Την ώρα που το ρολόι του πύργου έδειχνε δέκα το βράδυ του
Μεγάλου Σαββάτου, η καμπάνα από το κοιμητήριο της Αγίας Φωτεινής χτύπησε σκορπώντας
σε κάθε σπίτι του χωριού το γλυκό μελωδικό της ήχο.
Φορώντας τα καλά τους παιδιά, νέοι και νέες μαζί με γονείς
και ηλικιωμένους ξεκίνησαν προς τα μνήματα κρατώντας τις λαμπάδες και τα
φαναράκια τους σε αυτή την τόσο όμορφη και πολυαναμενόμενη βραδιά του πιο
Μεγάλου Σαββάτου του χρόνου.
Η Μεγάλη Σαρακοστή και αυτής της χρονιάς είχε ολοκληρωθεί
και οι Ρωμιοί του μικρού χωριού καθώς και οι καλεσμένοι τους από την πόλη
πρόσμεναν τώρα στο κοιμητήριο ο καθένας στο μνήμα των αγαπημένων του για την
μεγάλη λαμπρή στιγμή.
Με ύμνους και ωδές πνευματικές και κλίμα κατάνυξης ο ιερέας
και οι ψάλτες στόλιζαν την πλάση ολόκληρη στέλνοντας τις προσευχές ως την Αιωνιότητα
και το θρόνο του Θεού. «Δεύτε, λάβετε Φως…», είπε κάποτε ο ιερέας και το Άγιο
Φως, που είχε φτάσει νωρίτερα το απόγευμα από τα Ιεροσόλυμα στο μικρό χωρίο,
έλαμπε τώρα με το χρυσό του φως απ’ άκρη σ’ άκρη.
Σε κάθε μνήμα στα καντήλια με ευλάβεια άναψαν τώρα Άγιο Φως
και αργότερα, όταν ο ιερέας έψαλε το «Χριστός Ανέστη», πολλοί στράφηκαν στις
πλάκες των μνημάτων και είπαν με δάκρυα χαράς «Χριστός Ανέστη, αγαπημένη μου γιαγιά!»,
«Αγαπημένε μου παππού, Χριστός Ανέστη!». Άλλοι έλεγαν «Χριστός Ανέστη, μητέρα,
Χριστός Ανέστη, πατέρα!».
Μάνες εξηγούσαν στα μικρά παιδιά ότι οι παππούδες και οι
γιαγιάδες τούς άκουγαν, οι προπαππούδες, οι προπρογιαγιάδες, που ούτε καν
γνώριζαν πως μοιάζουν, άκουγαν το μήνυμα των μηνυμάτων και χαίρονταν, γιατί
προσδοκούσαν και τη δική τους ανάσταση.
«Χριστός Ανέστη, αδέρφια μου», ψιθύρισε και ο ιερέας
κοιτάζοντας απ’ άκρη σ’ άκρη όλα τα μνήματα.
«Θα αναστηθούμε πατέρα», είπε και κάποιος ηλικιωμένος, που
με το ένα χέρι κρατούσε τη λαμπάδα και με το άλλο το μπαστούνι. «Θα αναστηθούμε,
μάνα…» συμπλήρωσε και σκέφτηκε χωρίς φόβο, ότι η ώρα, που θα έμπαινε και ο
ίδιος στο ίδιο μνήμα, ήταν πολύ κοντά.
Εκείνη η μεγάλη αναστάσιμη βραδιά, που το Άγιο Φως, οι
αναστάσιμοι ύμνοι, οι καμπάνες και τα σήμαντρα σκορπούσαν στην πλάση το μήνυμα
των μηνυμάτων, οι Ρωμιοί του μικρού χωριού ένοιωσαν τους αγαπημένους
κεκοιμημένους τους δίπλα τους να χαίρονται και να αγαλλιάζουν. Και μπορεί οι
ίδιοι να μην τους έβλεπαν με τα μάτια τους, αλλά οι κεκοιμημένοι γονείς,
παππούδες και αδερφοί τούς έβλεπαν και πράγματι γεμάτοι χαρά αλλά και περηφάνια,
που έχουν τέτοιους ευλαβείς συγγενείς στο κόσμο.
Χριστός Ανέστη, αδέρφια!