Τον καιρό εκείνο κυκλοφορούσε στην Αλεξάνδρεια κάποιος μοναχός έχοντας μαζί του μια όμορφη κοπέλα. Μερικοί άνθρωποι της Εκκλησίας, όταν τον είδαν, τον κατήγγειλαν στον μακάριο Ιωάννη, ότι τάχα με το να την περιφέρει μαζί του σκανδαλίζει πολλούς. Αυτός παρασύρθηκε από τα λόγια τους, νομίζοντας ότι έκαναν την καταγγελία από ιερό ζήλο, και διέταξε να ραβδίσουν σφοδρά και τον μοναχό και την κοπέλα και στη συνέχεια να τους κλείσουν σε χωριστές φυλακές.
Η διαταγή του πράγματι εκτελέστηκε και οι δύο κλείστηκαν στις φυλακές· στη διάρκεια όμως της νύχτας ο μοναχός παρουσιάστηκε στον πατριάρχη σε όνειρο, του έδειξε την καταπληγωμένη ράχη του και του είπε με απλότητα και αφέλεια: «Τι λοιπόν, δέσποτα, σου αρέσουν αυτά; Πίστεψέ με, αυτή τουλάχιστο τη φορά γελάστηκες και εσύ σαν άνθρωπος».
Ο πατριάρχης ξύπνησε και αμέσως έστειλε να βγάλουν από τη φυλακή και να του φέρουν τον μοναχό, ο οποίος μόλις που μπορούσε να βαδίζει από τις πληγές. Έπειτα τον κοίταξε με προσοχή και βεβαιώθηκε ότι ήταν αυτός που είχε δει.
Θέλοντας τότε να διαπιστώσει αν πράγματι είχε τόσες πληγές, όσες του έδειξε στο όνειρο, τον πρόσταξε να ζωστεί με ένα κομμάτι ύφασμα και να γυμνώσει τη ράχη του. Το ύφασμα όμως –μάλλον από θεία πρόνοια– λύθηκε και φάνηκαν τα απόκρυφα μέλη του μοναχού, ο οποίος αποδείχθηκε ευνούχος και ακρωτηριασμένος, αν και λόγω της νεαρής του ηλικίας δεν μπορούσε προηγουμένως να μη δημιουργεί υποψίες.
Αμέσως λοιπόν ο πατριάρχης τιμώρησε τους κατηγόρους του με στέρηση των βαθμών τους και τριετή αποβολή από την εκκλησία, ενώ έδωσε τις απαραίτητες εξηγήσεις στον ευλαβή μοναχό και τον παρακαλούσε να τον συγχωρήσει για το κακό που του έκανε από άγνοια.
«Μόνο για ένα δεν μπορώ να σε επαινέσω», του είπε, «για το ότι γυρίζεις απρόσεκτα στις πόλεις, ενώ είσαι μοναχός, και μάλιστα τόσο νέος, και σέρνεις μαζί σου και γυναίκα, σκανδαλίζοντας πολλούς».
Εκείνος, με την πρέπουσα συστολή και ταπείνωση, απάντησε: «Στο άγιο όνομα του Κυρίου σε βεβαιώνω, δέσποτα, ότι δεν λέω ψέματα. Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα στη Γάζα και από εκεί ξεκίνησα για να προσκυνήσω τους αγίους Κύρο και Ιωάννη. (*) Το απόγευμα με συνάντησε αυτή η κοπέλα, έπεσε στα πόδια μου και με παρακάλεσε να έρθει μαζί μου, επειδή ήθελε να γίνει Χριστιανή – γιατί ήταν Εβραία.
» Εγώ τότε, επειδή φοβήθηκα μη με καταδικάσει ο Θεός, ο οποίος είπε να μην περιφρονούμε κανέναν από τους μικρούς (Ματθ. 18:10), υπάκουσα και τη δέχτηκα να έρθει μαζί μου. Άλλωστε είχα θάρρος στο ότι, καθώς είμαι έτσι ακρωτηριασμένος, δεν θα ήταν εύκολο στον εχθρό να μου προξενήσει πειρασμό.
» Όταν λοιπόν έφτασα εκεί, δηλαδή στους Αγίους, και προσκύνησα, φρόντισα για την κατήχηση και τη βάπτισή της. Από τότε, με καθαρή καρδιά, την έχω μαζί μου και την τρέφω ζητώντας ελεημοσύνη. Και επιδιώκω, αν μπορέσω, να την εντάξω σε γυναικείο μοναστήρι».
Όταν τα άκουσε αυτά ο μακάριος Ιωάννης, αναφώνησε: «Πω πω! Πόσους κρυφούς δούλους έχει ο Θεός, έστω και αν εμείς δεν τους γνωρίζουμε!» Έπειτα δώρησε στον μοναχό εκατό νομίσματα, εκείνος όμως δεν τα δέχτηκε λέγοντας: «Ο μοναχός, αν έχει πίστη, δεν χρειάζεται χρήματα. Αν όμως αγαπά τα χρήματα έστω και λίγο, σίγουρα δεν έχει καθόλου πίστη». Με τα λόγια αυτά προσκύνησε τον πατριάρχη και έφυγε.
Ο άγιος συμβούλεψε τότε τους παρόντες να αποφεύγουν εντελώς τις κατηγορίες κατά των μοναχών, προσθέτοντας τον αξιοζήλευτο εκείνο λόγο του αοιδίμου βασιλέως Κωνσταντίνου, ο οποίος, στη διάρκεια της Συνόδου της Νίκαιας, δεν δέχτηκε να παραλάβει τις γραπτές κατηγορίες κατά επισκόπων που του έδιναν, λέγοντας: «Ακόμη και αν συναντούσα επίσκοπο ή μοναχό να πορνεύει, θα έβγαζα τη χλαμύδα μου και θα τον σκέπαζα, ώστε να μην τον δει κανείς».
Εκείνος δηλαδή ήξερε καλά ότι τα σφάλματα τέτοιων ανθρώπων, όταν γίνονται γνωστά στους πολλούς, όχι μόνο τους κάνουν να καταφρονούν αυτά που είναι άξια σεβασμού και τιμής, αλλά γίνονται και ισχυρή παρακίνηση και αφορμή για την αμαρτία.
Από τον βίο του αγίου Ιωάννου του ελεήμονος Από τον Ευεργετινό
(*) Εννοεί τον ναό των αγίων αναργύρων Κύρου και Ιωάννου (31 Ιαν.) στη Μένουθη, το σημερινό Αμπουκίρ (= αββάς Κύρος), ανατολικά της Αλεξάνδρειας.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Γ’, Υπόθεση Α’, σελ. 13. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2006.