Aγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστής, τ. Δ΄, εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη-Ἅγιον Ὅρος, σ. 90-92
Αὐτὸς ὁ Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ Μανουὴλ ἦταν ἀπὸ τὰ Σφακιὰ τῆς Κρήτης γεννημένος ἀπὸ γονεῖς Χριστιανούς. Καὶ ὅταν ἦταν νέος ἀκόμη στὴν ἡλικία, σκλαβώθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους οἱ ὁποῖοι πῆγαν καὶ ὑπέταξαν τὰ Σφακιά, ὅταν ἀποστάτησαν. Καὶ ὅταν τὸν εἶδαν οἱ Ἀγαρηνοί, ὅτι ἦταν ἐπιδέξιος στὴν ὑπηρεσία τους τὸν ἔκαναν Τοῦρκο μὲ τὴν βία καὶ τοῦ ἔκαναν καὶ περιτομή, σύμφωνα μὲ τὴν συνήθειά τους. Ἀλλὰ ὁ εὐλογημένος Μανουήλ, ἐπειδὴ ἦταν θεοσεβής, ἔβαλε τὰ δυνατά του καὶ ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πῆγε στὴν νῆσο Μύκονο καί, ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε τὴν ἁμαρτία του καὶ ἔκανε μὲ προθυμία τὸν πρέποντα κανόνα καὶ μυρώθηκε, ἦταν πάλι Χριστιανός.
Καὶ μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ χρόνο παντρεύτηκε καὶ νόμιμη γυναίκα ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἔκανε καὶ ἔξι παιδιὰ μαζί της. Ἐπειδὴ ὅμως κατάλαβε, ὅτι αὐτὴ προδιδε τὴν τιμή της καὶ ἔκανε μοιχεία μὲ ἄλλον, καθὼς φοβήθηκε τὸν Θεό, δὲν τὴν κακοποίησε, οὔτε τὴν ἔκανε θέαμα. Ἀλλά, ἀφοῦ ἐπῆρε τὰ παιδιά του, ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι της καί, ἀφοῦ ἐνοικίασε ἄλλο σπίτι, καθόταν μὲ τὰ παιδιὰ του ἡσυχάζοντας. Εἶχε ὅμως καὶ μπατζανάκη, ἄνθρωπο πάρα πολὺ κακὸ καὶ μιαρό. Ὁ ὁποῖος πάντοτε τὸν φοβέριζε, ὅτι θὰ τὸν κακοποιήσει γιὰ τὴν περιφρόνηση ποὺ ἔδειξε στὴν ἀδελφή τῆς γυναίκας του. Ἀλλὰ τί ἀκολούθησε; Κατέβαινε ὁ Μανουὴλ ἀπὸ τὴν Σάμο στὴν Μύκονο μὲ ἕνα πλοῖο, φορτωμένο ξύλα. Καὶ κατὰ τύχη συναντᾶ στὴν θάλασσα ἕνα...
καράβι τοῦ καπετὰν πασᾶ, τὸ ὁποῖο φύλαγε τὴν ἄσπρη θάλασσα.
Προστάζεται, σύμφωνα μὲ τὴν συνήθεια, νὰ πάει κοντὰ στὸ καράβι, μέσα ὅμως σ’ αὐτὸ ἦταν ὁ προαναφερθεῖς μπατζανάκης του, ὑπηρέτης τοῦ ἀγὰ τοῦ καραβιοῦ. Ὁ ὁποῖος μόλις εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν εὐλογημένο Μανουήλ, τρέχει μὲ προθυμία καὶ λέει στὸν ἀγά, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔρχεται μὲ τὸ καΐκι, ποὺ φωνάξαμε, ἦταν κάποτε Τοῦρκος καὶ τώρα συμπεριφέρεται ὡς Χριστιανός. Τότε, ἀφοῦ τὸν ἔστησε μπροστά του ὁ ἀγὰς τὸν ρωτοῦσε, τί ἄνθρωπος εἶναι. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε· «Χριστιανὸς εἶμαι ἀπὸ τὴν γέννησή μου». Ὁ ἀγὰς τοῦ εἶπε· «Μία φορὰ ἤσουν Χριστιανός, ὕστερα ὅμως τούρκεψες μὲ τὴν θέλησή σου, γι’ αὐτὸ πρέπει πάλι νὰ γυρίσεις στὴν πίστη μας, διότι ἐὰν δὲν δεχθεῖς, πρόκειται νὰ σὲ παιδεύσω ἄσπλαχνα, ὥσπου νὰ ξεψυχήσεις».
Ὁ Μάρτυρας ὅμως, ἀφοῦ πῆρε δύναμη ἀπὸ ψηλὰ καὶ χωρὶς νὰ βάλει καθόλου μὲ τὸν νοῦ του τὶς φοβέρες του, ἀποκρίθηκε, ὅτι Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς εἶμαι καὶ Χριστιανὸς θὰ πεθάνω. Μόλις τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἀγὰς ὀργίστηκε πολὺ καὶ τὸν παρέδωσε στοὺς βασανιστές, νὰ τὸν τιμωρήσουν. Οἱ ὁποῖοι τὸν παίδευαν μὲ μεγάλη ἀσπλαχνία γιὰ πολλὲς ἡμέρες, μέχρις ὅτου πῆγαν στὴν Χίο, ὅπου βρισκόταν ὁ καπετὰν πασὰς μὲ τὴν βασιλικὴ ἁρμάδα.
Τότε ὁ Μάρτυρας παρακαλεῖ ἕναν Χριστιανὸ ἀπὸ τὴν Ὕδρα, ποὺ ἦταν στὸ ἴδιο καράβι, νὰ βγεῖ ἔξω, γιὰ νὰ τοῦ φέρει κανέναν πνευματικὸ νὰ ἐξομολογηθεῖ, ὡστόσο δὲν τόλμησε κανένας πνευματικὸς νὰ πάει ἀπὸ τὸν φόβο τῶν Ἀγαρηνῶν. Ἕνας ὅμως ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς εἶπε στὸν προαναφερθέντα ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν Ὕδρα κρυφά, ὁρισμένες παραγγελίες καὶ συμβουλὲς γιὰ νὰ τὶς πεῖ στὸν Μάρτυρα, γιὰ νὰ τοῦ δώσει θάρρος καὶ παρηγοριά. Καὶ ὅταν τὶς ἄκουσε αὐτὲς ὁ Μάρτυρας, ἔλαβε περισσότερη ἐμψύχωση καὶ εἶπε· «Καὶ ἐγὼ τὸν ἴδιο σκοπὸ ἔχω. Τί σήμερα νὰ πεθάνω καὶ τί αὔριο; Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι προσωρινός. Παρὰ νὰ πεθάνω αὔριο κολασμένος, καλυτέρα νὰ πεθάνω σήμερα γιὰ τὴν πίστη μου καὶ νὰ σώσω τὴν ψυχή μου». Λοιπὸν τὴν ἴδια ἡμέρα παρέδωσε ὁ ἀγὰς τοῦ καραβιοῦ τὸν Μάρτυρα στὰ χέρια τοῦ καπετὰν πασᾶ, λέγοντας σ’ αὐτὸν ὅλη τὴν ὑπόθεση. Ὁ δὲ καπετὰν πασὰς ἀφοῦ παρέστησε τὸν Μάρτυρα μπροστά του, τὸν ρώτησε, τί εἶναι; Αὐτὸς τότε ἀποκρίθηκε, ὅτι εἶναι Χριστιανός.
Τότε ὁ ἡγεμόνας πρόσταξε νὰ γυμνώσουν τὰ ἀπόκρυφα μέλη του. Καὶ μόλις ἔγινε αὐτό, εἶδε ὁ καπετὰν πασὰς μὲ τὰ μάτια του τὴν περιτομὴ τῆς σάρκας του. Ἔτσι εἶπε σ’ αὐτόν· «Πῶς λοιπὸν λές, ὅτι εἶσαι Χριστιανός». Ὁ Μάρτυρας ἀποκρίθηκε· «Ἀπὸ τὴν γέννησή μου Χριστιανὸς εἶμαι, ὡστόσο σκλαβώθηκα πολὺ μικρὸς καὶ μὲ τὴν βία μὲ τούρκεψαν. Τώρα ὅμως πάλι Χριστιανὸς θέλω νὰ εἶμαι». Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ πασὰς ἔδωσε προσταγὴ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν χωρὶς καθυστέρηση. Τότε ὁ Μάρτυρας σήκωσε τὰ χέρια καὶ τὰ μάτια στοὺς οὐρανοὺς καὶ εἶπε μεγαλόφωνα· «Δόξα σοὶ ὁ Θεός». Καὶ ἀφοῦ τὸν παρέλαβαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ πασᾶ, τὸν πῆγαν λίγο πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὸ παλάτι, κοντὰ σὲ ἕνα σφαγεῖο, στὴν ἀποκαλούμενη παλαιὰ βρύση καὶ ἐκεῖ ὁ Μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ τὸν προστάξουν, μόνος του γονάτισε στὴν γῆ καὶ ἔκλινε τὴν κεφαλή, προσμένοντας μὲ χαρὰ μεγάλη τὸν θάνατο.
Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἐπιχείρησε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει κυριεύθηκε ἀπὸ μεγάλη δειλία καὶ ἀφοῦ ἔρριξε τὸ σπαθί, ἔφυγε. Μόλις ἔγινε αὐτό, ἀκολούθησε θόρυβος καὶ ταραχὴ μεταξὺ τῶν Τούρκων. Ὁ δὲ Μάρτυρας δὲν γύρισε καθόλου τὰ μάτια του, γιὰ νὰ δεῖ τί γινόταν, ἀλλὰ ἔστεκε γονατισμένος καὶ ἀτάραχος προσέχοντας μόνο τὸν ἑαυτό του. Τότε ἕνας τζαούσης τοῦ ἡγεμόνα, ἀφοῦ ἅρπαξε τὴν μάχαιρα, χτυποῦσε στὸν λαιμὸ τοῦ Μάρτυρα πολλὲς φορὲς καὶ σὲ πολλὰ μέρη, ὡστόσο δὲν μπόρεσε νὰ κόψει τὴν κεφαλή.
Βλέποντας ὅμως, ὅτι δὲν κατορθώνει τίποτε, καθὼς ὀργίστηκε πολύ, ρίχνει κάτω στὴν γῆ τὸν Μάρτυρα καί, ἀφοῦ ἔπεσε ἐπάνω του, ἁρπάζει τὴν κεφαλή του καὶ τὸν κατασφάζει, σὰν πρόβατο ἀληθινό του Χριστοῦ. Ἦταν δὲ ἡμέρα Δευτέρα, ἡ ὥρα τέσσερις. Τὴν ἑπομένη, ὅταν ἔμαθε ὁ ἡγεμόνας τὴν χαρά, ποὺ ἔλαβαν οἱ Χριστιανοὶ γιὰ τὴν τελείωση τοῦ Μάρτυρα καὶ τὴν συρροή, ποὺ κάνουν στὸ παντιμό του καὶ Ἅγιο λείψανο, πρόσταξε καὶ τὸ σήκωσαν ἀπὸ ἐκεῖ, μαζὶ καὶ τὴν ἱερή του κεφαλὴ καὶ ἀφοῦ ἔδεσαν σ’ αὐτὰ μεγάλες πέτρες, τὰ ἔρριξαν στὸν βυθὸ τῆς θάλασσας μὲ φωνὲς πολλὲς καὶ δυνατὲς κραυγές. Ἡ δὲ Ἁγία του ψυχὴ ἀνέβηκε στοὺς οὐρανοὺς καὶ συμπεριλήφθηκε στοὺς Ἁγίους Μάρτυρες καὶ τώρα στέκεται δίπλα στὸν Χριστό, ποὺ πόθησε καὶ λαμβάνει ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ Μαρτυρίου, βρισκόμενη στὸν χορὸ μαζὶ μὲ ὅλους τούς Ἁγίους καὶ δοξάζοντας τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν ἕνα μέσα στὴν Τριάδα Θεό.
Στὸν ὁποῖο ἁρμόζει κάθε δόξα τιμὴ καὶ προσκύνησις στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.