Η πολιτική της ελεύθερης αγοράς χωρίς κρατικές παρεμβάσεις οδήγησε στο κραχ του 1929, ενώ η ελεγχόμενη οικονομία με κοινωνικό πρόσωπο έχασε το παιχνίδι από τις πετρελαϊκές κρίσεις και την παγκοσμιοποίηση – οπότε γιγαντώθηκε ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος όμως φτάνει επίσης στο τέλος του.
(Το άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)
«Η τεράστια αύξηση της ανεργίας στη δημοκρατία της Βαϊμάρη συνετέλεσε στο να πεισθεί η πλειοψηφία των Γερμανών ότι, υπήρχε ανάγκη ριζικής πολιτικής αλλαγής – οπότε δρομολογήθηκε η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία. Αμέσως μετά, στα πλαίσια του εθνικοσοσιαλισμού, αυξήθηκαν οι δημόσιες επενδύσεις, οπότε ανέκαμψε η οικονομία – με αποτέλεσμα μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να μειωθεί η ανεργία από το 25% στο 2%. Ως εκ τούτου ισχύει το εξής:
«Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από έναν δικτάτορα με μία εκ των πραγμάτων κακή ατζέντα, από το να έχει μία σωστή οικονομική πολιτική«.
Ο Χίτλερ είχε μία σωστή οικονομική πολιτική, αφού ήταν πλαισιωμένος από ικανότατους οικονομολόγους – ενώ κάτι αντίστοιχο δεν μπορεί να αποκλεισθεί σήμερα, είτε σε μικρές χώρες όπως η Ελλάδα, είτε σε μεγάλες, όπως για παράδειγμα οι Η.Π.Α.»
Ανάλυση
Η πραγματικά «ουμανιστική σοσιαλδημοκρατία», από καθαρά οικονομικής πλευράς η ελεύθερη οικονομία με κοινωνικό πρόσωπο ή μεικτή οικονομία, στην οποία το κράτος επεμβαίνει ενεργητικά ελέγχοντας (ρυθμίζοντας) σωστά τον ιδιωτικό τομέα, ενώ έχει στην ιδιοκτησία του μόνο τις κοινωφελείς, τις μονοπωλιακές κερδοφόρες, καθώς επίσης τις στρατηγικές επιχειρήσεις, θεωρείται ως το πλέον αποτελεσματικό σύστημα – το οποίο όμως έπαψε ουσιαστικά να υπάρχει μετά τη δεκαετία του 1980, όπου με τις πετρελαϊκές κρίσεις και με το τέλος του συστήματος Bretton Woods ολοκληρώθηκαν τρεις περίπου δεκαετίες, κατά τη διάρκεια των οποίων είχε πιστέψει κανείς πως δαμάσθηκε και εξημερώθηκε ο καπιταλισμός.
Εκείνη την εποχή, λίγο μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο η Πολιτική, όσο και η Οικονομία είχαν επηρεασθεί από τις κακές εμπειρίες της «Laissez–Faire» της δεκαετίας του 1920 – εκείνης της οικονομικής θεωρίας δηλαδή που έγινε δημοφιλής το 18ο αιώνα, με βασικό της αξίωμα το ότι, όσο λιγότερο επεμβαίνει το κράτος, τόσο καλύτερα, ενώ οι αγορές έχουν το ιδίωμα να αυτορυθμίζονται σωστά, εάν δεν υπάρχουν κρατικές παρεμβάσεις! (οι υποστηρικτές της είναι αντίθετοι σε κάθε είδους νομοθεσία ή εποπτεία, στους κατώτατους μισθούς, στις συλλογικές συμβάσεις, στους δασμούς, στους εμπορικούς περιορισμούς, στους φόρους κοκ.).
Η κακές εμπειρίες προέρχονταν από το ότι, η «Laissez–Faire» οδήγησε στο μεγαλύτερο μέχρι τότε παγκόσμιο κραχ στην ιστορία, το οποίο ξέσπασε στις 24 Οκτωβρίου του 1929 – προκαλώντας μαζική ανεργία, την οποία προσπάθησαν να καταπολεμήσουν οι περισσότερες χώρες με μία αποπληθωριστική πολιτική που τις βύθισε σε μία τρομακτική ύφεση. Απλουστευμένα, μέσω των υποτιμήσεων των νομισμάτων τους επιδίωξαν την πτώση των τιμών των προϊόντων τους στο εξωτερικό, με στόχο την αύξηση των εξαγωγών τους – έτσι ώστε τα πλεονάσματα του εμπορικού ισοζυγίου τους να καλύψουν το κενό της εγχώριας ζήτησης που είχε δημιουργηθεί από την ανεργία.
Η αναλογία με την πολιτική που έχει υιοθετήσει η Γερμανία ήδη από το 2000, ενώ προσπαθεί να την επιβάλλει σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, είναι ολοφάνερη – με τη διαφορά ότι, οι τότε υποτιμήσεις των νομισμάτων έχουν αντικατασταθεί από τις μειώσεις των πραγματικών μισθών σήμερα, κάτω από τον πληθωρισμό ή/και την άνοδο της παραγωγικότητας των εργαζομένων. Στις αγορές του εξωτερικού πάντως είναι αδιάφορη για τους καταναλωτές η αιτία, λόγω της οποίας πληρώνουν λιγότερα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που εισάγουν από την Ευρωζώνη – εάν δηλαδή οφείλεται στη μείωση της ισοτιμίας του νομίσματος ή στην πτώση των μισθών των εργαζομένων (= εσωτερική υποτίμηση).
Επιστρέφοντας στη δεκαετία του 1930, είναι λογικό το ότι δεν μπορούσε να λειτουργήσει μία τέτοια πολιτική – αφού όταν όλες οι χώρες υποτιμούν τα νομίσματα τους, δεν είναι δυνατόν να γίνει καμία φθηνότερη. Ως εκ τούτου, το τελικό αποτέλεσμα της αποπληθωριστικής πολιτικής ήταν η επιμήκυνση της κρίσης – ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο εφαρμόσθηκε επί πλέον μία πολιτική λιτότητας που είχε καταστροφικά αποτελέσματα, ειδικά για τη Γερμανία τότε (σήμερα κυρίως για την Ελλάδα).
Αναλυτικότερα, η τεράστια αύξηση της ανεργίας στη δημοκρατία της Βαϊμάρη συνετέλεσε στο να πεισθεί η πλειοψηφία των Γερμανών ότι, υπήρχε ανάγκη ριζικής πολιτικής αλλαγής – οπότε δρομολογήθηκε η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία. Αμέσως μετά, στα πλαίσια του εθνικοσοσιαλισμού, αυξήθηκαν οι δημόσιες επενδύσεις, οπότε ανέκαμψε η οικονομία – με αποτέλεσμα μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να μειωθεί η ανεργία από το 25% στο 2% (άρθρο μας: Μαθήματα από το Χίτλερ). Εν προκειμένω ο R. Koo, ο οποίος έχει μελετήσει όσο κανένας την 20ετή ιαπωνική ύφεση ισολογισμών που διαρκεί ακόμη, ανέφερε τα εξής:
«Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από έναν δικτάτορα με μία εκ των πραγμάτων κακή ατζέντα, από το να έχει μία σωστή οικονομική πολιτική«.
Ο Χίτλερ είχε μία σωστή οικονομική πολιτική, αφού ήταν πλαισιωμένος από ικανότατους οικονομολόγους – ενώ κάτι αντίστοιχο δεν μπορεί να αποκλεισθεί σήμερα, είτε σε μικρές χώρες όπως η Ελλάδα, είτε σε μεγάλες, όπως για παράδειγμα οι Η.Π.Α.
Η ήττα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού
Περαιτέρω, από την εποχή μετά το κραχ του 1929 ξεκίνησε η αποχώρηση από την πολιτική της «Laissez-Faire» (του ακραίου νεοφιλελευθερισμού όπως αποκαλείται σήμερα), με τις προσπάθειες «εξημέρωσης» του καπιταλισμού – όπου ήδη με τις μεταρρυθμίσεις που δρομολόγησε ο πρόεδρος Roosevelt το 1933 δόθηκε προτεραιότητα στην πλήρη απασχόληση των εργαζομένων, ενώ ο Keynes με τη Γενική Θεωρία του το 1936 τοποθέτησε τα θεμέλια αυτής της πολιτικής.
Επρόκειτο για μία ελεύθερη αγορά, στην οποία όμως επενέβαινε ενεργητικά το κράτος, ρυθμίζοντας την – έτσι ώστε να είναι σε θέση να εξισορροπεί τις κυκλικές διακυμάνσεις των ιδιωτικών επενδύσεων ή της ζήτησης από το εξωτερικό, με στόχο πάντοτε την ισορροπημένη αγορά εργασίας.
Το ονομαζόμενο «New Deal» του Roosevelt εμπεριείχε μεταξύ άλλων την υιοθέτηση ενός κατώτερου μισθού, την ενίσχυση των εργατικών συνδικάτων, προγράμματα απασχόλησης στο δημόσιο (ένα μεγάλο μέρος των αμερικανικών υποδομών προέρχεται από εκείνη την εποχή), καθώς επίσης τη ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών – ενώ σε πολλά άλλα κράτη δρομολογήθηκαν ανάλογα μέτρα.
Το αποτέλεσμα τους ήταν ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης, με μηδενική σχεδόν ανεργία, αφού δεν γινόταν ανεκτή – ενώ όταν σε μία οικονομία χρησιμοποιούνται όλοι οι διαθέσιμοι πόροι της, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται το ανθρώπινο δυναμικό της, οι γεωργικές της εκτάσεις, οι υφιστάμενες παραγωγικές της εγκαταστάσεις κοκ., το ΑΕΠ της αυξάνεται γρηγορότερα. Στην Ελλάδα σήμερα, για παράδειγμα, διαπιστώνεται μία εγκληματική σπατάλη πόρων, λόγω της τρομακτικής ανεργίας, του υπερβάλλοντος παραγωγικού δυναμικού της κοκ. – οπότε είναι αδύνατον να ξεφύγει ποτέ από την παγίδα, στην οποία έχει οδηγηθεί, εάν δεν αλλάξει αμέσως οικονομική πολιτική.
Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ σε ορισμένες χώρες – μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Μετά την επαναπελευθέρωση του καπιταλιστικού θηρίου από το κλουβί του και την κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας, ο ρυθμός ανάπτυξης άρχισε να μειώνεται σταδιακά σε όλες σχεδόν τις χώρες – με αποκορύφωμα την εποχή μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Συνεχίζοντας, η ανεργία ακολούθησε την ίδια πορεία με το ρυθμό ανάπτυξης (γράφημα) – αφού άρχισε να αυξάνεται μετά τη δεκαετία του 1980. Φυσικά υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως για παράδειγμα η Γερμανία, αλλά αυτό οφείλεται στη ληστεία των εταίρων της, στους οποίους εξάγει ύφεση, φτώχεια και ανεργία, εισάγοντας ή δημεύοντας τον πλούτο τους με αθέμιτο τρόπο.
Βέβαια η Γερμανία ισχυρίζεται πως η ανάπτυξη της μετά το 1950 οφείλεται στην πολιτική του τότε καγκελαρίου της (L. Erhard) – ξεχνώντας προφανώς πως της διαγράφηκαν δημόσια χρέη, ότι υπήρξε μυστική επιστροφή των κλεμμένων χρημάτων των ναζί με τη βοήθεια των Η.Π.Α. (ανάλυση), πως «επιδοτήθηκε» η βιομηχανία της από τον πόλεμο της Κορέας, ότι το νόμισμα της (μάρκο) διατηρήθηκε υποτιμημένο στο σύστημα του Bretton Woods ξανά με τη στήριξη των αμερικανών κοκ.
Όσον αφορά δε την εποχή μετά το 2000, όπου άρχισαν να αυξάνονται τα πλεονάσματα της αφού υιοθέτησε το ευρώ, η αιτία ήταν η πολιτική του μισθολογικού dumping που εγκαινίασε – οπότε και στις δύο εποχές δεν τη βοήθησε η απορρυθμισμένη αγορά, αλλά οι κρατικές επεμβάσεις. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως το πολιτικό της σύστημα ήταν από τα καλύτερα σοσιαλδημοκρατικά στον πλανήτη πριν από την ένωση της – οπότε σε αυτό οφείλεται επί πλέον η πρόοδος της.
Το τέλος της μεικτής οικονομίας
Συνεχίζοντας, οι πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979 προκάλεσαν παγκοσμίως το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού – ενός συνδυασμού του πληθωρισμού με τη στασιμότητα της οικονομικής ισχύος. Έως εκείνη την εποχή πίστευε κανείς πως υπήρχε μία σταθερά αρνητική σχέση μεταξύ της ανεργίας και των μισθολογικών αυξήσεων – όπου, όταν η οικονομία αναπτύσσεται, τότε οι εργαζόμενοι μπορούν να επιβάλλουν υψηλότερους μισθούς, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι τιμές των προϊόντων (ανοδικό σπιράλ μισθών-τιμών).
Ο στασιμοπληθωρισμός όμως είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο του πληθωρισμού, χωρίς την αντίστοιχη της οικονομίας – οπότε οι οπαδοί του μονεταρισμού και των ανεξέλεγκτων αγορών, της «Laissez-Faire» γενικότερα, όπως ο M. Friedman και η Σχολή του Σικάγο, χρησιμοποίησαν το φαινόμενο για να προωθήσουν ξανά την ιδεολογία τους – ισχυριζόμενοι πως η πολιτική του Keynes απέτυχε επειδή προκαλούσε πληθωρισμό, χωρίς αύξηση των θέσεων απασχόλησης.
Εν τούτοις, η αιτία του φαινομένου δεν ήταν η πολιτική της αύξησης των δημοσίων δαπανών του Keynes – αλλά η διαφωνία μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, σχετικά με το ποιός θα επιβαρυνόταν με το επί πλέον κόστος της αύξησης των τιμών του πετρελαίου.
Οι εργαζόμενοι υπερίσχυσαν απαιτώντας υψηλότερους μισθούς – οπότε άρχισαν να αυξάνονται οι τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών σε όλες τις χώρες, προκαλώντας μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις. Το σπιράλ μισθών-τιμών σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας ανάγκασε τελικά πολλές κυβερνήσεις να μειώσουν τις δαπάνες τους για να μην πνιγούν από τα χρέη, ενώ οι κεντρικές τράπεζες αύξησαν τα επιτόκια – με εύλογο αποτέλεσμα έναν υψηλό ρυθμό πληθωρισμού (άνω του 20%) σε μία στάσιμη οικονομία.
Χωρίς περιττές λεπτομέρειες, διερράγη τότε το «κοινωνικό συμβόλαιο» μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, σύμφωνα με το οποίο οι μισθοί ήταν συνδεδεμένοι με την παραγωγικότητα – ενώ ταυτόχρονα ξεκίνησε η απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (=απελευθέρωση των τραπεζών), καθώς επίσης η παγκοσμιοποίηση, όπου οι εργαζόμενοι εκτέθηκαν σε έναν διεθνή ανταγωνισμό χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Έτσι επανήλθε το ανελέητο καπιταλιστικό σύστημα της προπολεμικής εποχής – ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός, όπου οι θέσεις απασχόλησης δεν αποτελούσαν πια προτεραιότητα, ενώ οι εργαζόμενοι ηττήθηκαν κατά κράτος.
Σύμφωνα δε με ορισμένους οικονομολόγους (Mitchell), υπήρξε μία μετάβαση από την πολιτική της πλήρους απασχόλησης, σε μία πολιτική της ικανότητας απασχόλησης – με την έννοια πως για την ανεργία και τη μερική απασχόληση ή για τους χαμηλούς μισθούς δεν ήταν πλέον «ένοχος» ο καπιταλισμός, αλλά τα ελλιπή ή ανεπαρκή προσόντα των εργαζομένων.
Κάτι ανάλογο ισχύει έκτοτε για τα διάφορα κράτη, όπου ένοχος των δεινών τους θεωρείται η μειωμένη ανταγωνιστικότητα τους – ενώ δεν δίνεται καμία σημασία στις διαφορετικές οικονομικές κουλτούρες μεταξύ των χωρών, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου η Γερμανία θέλει να της επιβάλλει τη δική της οικονομική κουλτούρα.
Ειδικότερα, η Ελλάδα έχει γνώσεις και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στη γεωργία, στον τουρισμό και στις μεταφορές – κυρίως στη ναυτιλία. Ενδεχομένως επίσης στον τομέα της ενέργειας, εάν κανείς συμπεριλάβει τις ανανεώσιμες πηγές, όπως είναι η αιολική και η ηλιακή ενέργεια. Ως εκ τούτου η ανάπτυξη της θα έπρεπε να στηριχθεί σε αυτά ακριβώς – καθώς επίσης στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπου έχει μεγάλη παράδοση.
Για παράδειγμα, δεν θα έπρεπε να προωθηθεί η βιομηχανοποιημένη γεωργία, αλλά η μικρής κλίμακας ποιοτική – ούτε ο μαζικός τουρισμός, αλλά ο ποιοτικός όπως αυτός της Ελβετίας. Εν τούτοις, η Τρόικα ποτέ δεν προσπάθησε να κατανοήσει την ελληνική οικονομική κουλτούρα, ενώ ο κ. Σόιμπλε θέλει μεταξύ άλλων (ανάλυση) να μετατρέψει την Ελλάδα σε μία μικρή Γερμανία – κάτι που φυσικά είναι αδύνατον να επιτευχθεί.
Επίλογος
Δυστυχώς το σύστημα της μεικτής οικονομίας και η σοσιαλδημοκρατία έχουν υποχωρήσει πλέον σε ολόκληρη τη Δύση – πολύ περισσότερο στην Ελλάδα, στην οποία ουσιαστικά ο σοσιαλισμός κατέρρευσε μετά την «προδοσία» του 2010, ενώ ο χώρος έχει κατακερματισθεί και λεηλατηθεί από τη σημερινή κυβέρνηση.
Τα κόμματα δε που τον συναποτελούν έχουν χάσει εντελώς τον προσανατολισμό τους – οπότε εύλογα αναφέρεται κανείς σε μία «κεντροαριστερή τραγωδία», χωρίς καμία κατεύθυνση και χωρίς πυξίδα.
Εν τούτοις, φαίνεται επίσης πως ο ακραίος φιλελευθερισμός διανύει τα τελευταία του στάδια, έχοντας φτάσει τα παγκόσμια χρέη στα ύψη, ενώ έχουν δημιουργηθεί δεκάδες φούσκες στον πλανήτη – οπότε δεν θα καθυστερήσει πολύ ακόμη η παταγώδης κατάρρευση του.
Το θέμα λοιπόν είναι από ποιό σύστημα θα αντικατασταθούν τα δύο προηγούμενα, καθώς επίσης τι θα μεσολαβήσει, αφού δεν προβλέπεται ένα νέο New Deal – ενώ οι κοινωνικές αναταραχές και οι μαζικές εξεγέρσεις είναι προ των πυλών σε πολλά κράτη, πριν από όλα στις Η.Π.Α.