analyst.gr
Έχουμε την άποψη πως αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα, εκείνο που χρειαζόταν ανέκαθεν καλύτερα, είναι οι καθαρές λύσεις – ενώ έχουμε δύο και μόνο σοβαρές επιλογές στη διάθεση μας, για να σταματήσει η διαδικασία της κυλιόμενης χρεοκοπίας και του αργού θανάτου, την οποία βιώνουμε:
(α) είτε την πιστή εφαρμογή όλων όσων απαιτούν οι δανειστές μας, χωρίς καθυστερήσεις και περιττές διαπραγματεύσεις που δεν οδηγούν πουθενά – με την ελπίδα πως θα προβούν κάποια στιγμή στην ονομαστική διαγραφή μέρους των χρεών μας, χωρίς την οποία δεν υπάρχει καμία περίπτωση να ξεφύγουμε από την κρίση,
(β) είτε τη ρήξη μαζί τους, με την ταυτόχρονη καταγγελία των δανειακών συμβάσεων στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, τη στάση πληρωμών και το ξεκίνημα των διαπραγματεύσεων για την εγκατάλειψη της Ευρωζώνης κατά το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας – ταυτόχρονα με την υιοθέτηση ενός παράλληλου νομίσματος με ισοτιμία 1:1, εγγυημένου από το κράτος για την πληρωμή των φόρων, για την περίπτωση που η ΕΚΤ θα διέκοπτε την παροχή ρευστότητας στις τράπεζες μας.
Όλα τα υπόλοιπα είναι εξαιρετικά προβληματικά εάν όχι ανόητα, ιδίως δε οι ατελείωτες διαπραγματεύσεις που μας οδηγούν νομοτελειακά και πάντοτε σε πολύ μεγαλύτερες παραχωρήσεις – λόγω της επιδείνωσης της οικονομίας μας, εξαιτίας των καθυστερήσεων στις αξιολογήσεις.
Για παράδειγμα, εάν είχαμε κλείσει έγκαιρα τη σημερινή αξιολόγηση, θα συμμετείχαμε ήδη από το 2016 στο πακέτο της ΕΚΤ (QE) – οπότε δεν θα κινδύνευαν οι τράπεζες, ενώ θα είχε αυξηθεί κάπως η ρευστότητα στην οικονομία μας. Επειδή όμως δεν το κάναμε, μας ζητούνται ακόμη μεγαλύτερες παραχωρήσεις λόγω των προβλημάτων που έχουν προκληθεί στις τράπεζες και στην οικονομία, ακριβώς λόγω των καθυστερήσεων – με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί ένα καινούργιο χρηματοδοτικό κενό με δική μας ευθύνη, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στους δανειστές να απαιτούν νέα μέτρα.
Ουσιαστικά λοιπόν, ακολουθώντας το δρόμο του Σίσυφου, ζημιώνουμε διπλά την πατρίδα μας – οπότε σωστά γινόμαστε αντικείμενο εξευτελισμού εκ μέρους των δανειστών μας, οι οποίοι προφανώς μας χαρακτηρίζουν ανόητους. Εκτός αυτού, έχουμε επί πλέον χάσει εντελώς τη στήριξη των υπολοίπων Πολιτών της Ευρώπης – οι οποίοι έχουν πάψει πια να ενδιαφέρονται για τα μαρτύρια, στα οποία μας υποβάλλουν οι δανειστές, θεωρώντας πως οι ευθύνες είναι σε μεγάλο βαθμό δικές μας.
Την ίδια στιγμή το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού βιώνει για 8η συνεχή χρονιά το μαρτύριο της σταγόνας, χωρίς να διαμαρτύρεται πλέον καθόλου – πιθανότατα επειδή το έχει πια συνηθίσει, θεωρώντας πως δεν είναι σε θέση να αντιδράσει με επιτυχία.
Στα πλαίσια αυτά έχουμε την άποψη ότι, το αργότερο το 2018 δεν θα αποφύγουμε την εμπειρία της Αργεντινής, εάν δεν αλλάξουμε αμέσως στάση – εάν δεν καταλάβουμε δηλαδή πως οι «μεσοβέζικες» λύσεις δεν μας ωφελούν καθόλου αλλά, αντίθετα, επιδεινώνουν το μέλλον μας, ζημιώνοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό την οικονομία μας. Εμείς πάντως θα προτείναμε ανεπιφύλακτα τη δεύτερη λύση, εάν είμαστε σίγουροι πως οι Έλληνες είναι πρόθυμοι να υποστούν τις συνέπειες και να εργασθούν σκληρά για να πετύχουν – αλλάζοντας εντελώς τις σαθρές δομές και τους ελλειμματικούς θεσμούς του κράτους τους, καθώς επίσης τις κακές πλευρές του εαυτού τους.
Ολοκληρώνοντας, ασφαλώς υπάρχει ελπίδα για τη χώρα μας, είτε επιλέξουμε την πρώτη λύση, είτε τη δεύτερη – αφού πρόκειται για ένα κράτος προικισμένο από τη φύση, με έναν μοναδικό στην ιστορία πολιτισμό, καθώς επίσης με μία εξαιρετικά εκπαιδευμένη νέα γενιά, ικανή να επιτύχει θαύματα (με μειονέκτημα το ότι δεν έχει μάθει να αγωνίζεται, εργαζόμενη σκληρά για ένα καλύτερο μέλλον).
Δεν υπάρχει όμως καμία ελπίδα, εάν δεν κάνουμε έγκαιρα μία συνειδητή επιλογή, όποια και αν είναι αυτή, από όσο ή όποιο ρίσκο και αν συνοδεύεται. Ο χρόνος δε που έχουμε πλέον στη διάθεση μας είναι απειροελάχιστος – οπότε είναι εγκληματικό να τον ξοδεύουμε αλόγιστα και ανεύθυνα.
Έχουμε την άποψη πως αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα, εκείνο που χρειαζόταν ανέκαθεν καλύτερα, είναι οι καθαρές λύσεις – ενώ έχουμε δύο και μόνο σοβαρές επιλογές στη διάθεση μας, για να σταματήσει η διαδικασία της κυλιόμενης χρεοκοπίας και του αργού θανάτου, την οποία βιώνουμε:
(α) είτε την πιστή εφαρμογή όλων όσων απαιτούν οι δανειστές μας, χωρίς καθυστερήσεις και περιττές διαπραγματεύσεις που δεν οδηγούν πουθενά – με την ελπίδα πως θα προβούν κάποια στιγμή στην ονομαστική διαγραφή μέρους των χρεών μας, χωρίς την οποία δεν υπάρχει καμία περίπτωση να ξεφύγουμε από την κρίση,
(β) είτε τη ρήξη μαζί τους, με την ταυτόχρονη καταγγελία των δανειακών συμβάσεων στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, τη στάση πληρωμών και το ξεκίνημα των διαπραγματεύσεων για την εγκατάλειψη της Ευρωζώνης κατά το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας – ταυτόχρονα με την υιοθέτηση ενός παράλληλου νομίσματος με ισοτιμία 1:1, εγγυημένου από το κράτος για την πληρωμή των φόρων, για την περίπτωση που η ΕΚΤ θα διέκοπτε την παροχή ρευστότητας στις τράπεζες μας.
Όλα τα υπόλοιπα είναι εξαιρετικά προβληματικά εάν όχι ανόητα, ιδίως δε οι ατελείωτες διαπραγματεύσεις που μας οδηγούν νομοτελειακά και πάντοτε σε πολύ μεγαλύτερες παραχωρήσεις – λόγω της επιδείνωσης της οικονομίας μας, εξαιτίας των καθυστερήσεων στις αξιολογήσεις.
Για παράδειγμα, εάν είχαμε κλείσει έγκαιρα τη σημερινή αξιολόγηση, θα συμμετείχαμε ήδη από το 2016 στο πακέτο της ΕΚΤ (QE) – οπότε δεν θα κινδύνευαν οι τράπεζες, ενώ θα είχε αυξηθεί κάπως η ρευστότητα στην οικονομία μας. Επειδή όμως δεν το κάναμε, μας ζητούνται ακόμη μεγαλύτερες παραχωρήσεις λόγω των προβλημάτων που έχουν προκληθεί στις τράπεζες και στην οικονομία, ακριβώς λόγω των καθυστερήσεων – με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί ένα καινούργιο χρηματοδοτικό κενό με δική μας ευθύνη, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στους δανειστές να απαιτούν νέα μέτρα.
Ουσιαστικά λοιπόν, ακολουθώντας το δρόμο του Σίσυφου, ζημιώνουμε διπλά την πατρίδα μας – οπότε σωστά γινόμαστε αντικείμενο εξευτελισμού εκ μέρους των δανειστών μας, οι οποίοι προφανώς μας χαρακτηρίζουν ανόητους. Εκτός αυτού, έχουμε επί πλέον χάσει εντελώς τη στήριξη των υπολοίπων Πολιτών της Ευρώπης – οι οποίοι έχουν πάψει πια να ενδιαφέρονται για τα μαρτύρια, στα οποία μας υποβάλλουν οι δανειστές, θεωρώντας πως οι ευθύνες είναι σε μεγάλο βαθμό δικές μας.
Την ίδια στιγμή το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού βιώνει για 8η συνεχή χρονιά το μαρτύριο της σταγόνας, χωρίς να διαμαρτύρεται πλέον καθόλου – πιθανότατα επειδή το έχει πια συνηθίσει, θεωρώντας πως δεν είναι σε θέση να αντιδράσει με επιτυχία.
Στα πλαίσια αυτά έχουμε την άποψη ότι, το αργότερο το 2018 δεν θα αποφύγουμε την εμπειρία της Αργεντινής, εάν δεν αλλάξουμε αμέσως στάση – εάν δεν καταλάβουμε δηλαδή πως οι «μεσοβέζικες» λύσεις δεν μας ωφελούν καθόλου αλλά, αντίθετα, επιδεινώνουν το μέλλον μας, ζημιώνοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό την οικονομία μας. Εμείς πάντως θα προτείναμε ανεπιφύλακτα τη δεύτερη λύση, εάν είμαστε σίγουροι πως οι Έλληνες είναι πρόθυμοι να υποστούν τις συνέπειες και να εργασθούν σκληρά για να πετύχουν – αλλάζοντας εντελώς τις σαθρές δομές και τους ελλειμματικούς θεσμούς του κράτους τους, καθώς επίσης τις κακές πλευρές του εαυτού τους.
Ολοκληρώνοντας, ασφαλώς υπάρχει ελπίδα για τη χώρα μας, είτε επιλέξουμε την πρώτη λύση, είτε τη δεύτερη – αφού πρόκειται για ένα κράτος προικισμένο από τη φύση, με έναν μοναδικό στην ιστορία πολιτισμό, καθώς επίσης με μία εξαιρετικά εκπαιδευμένη νέα γενιά, ικανή να επιτύχει θαύματα (με μειονέκτημα το ότι δεν έχει μάθει να αγωνίζεται, εργαζόμενη σκληρά για ένα καλύτερο μέλλον).
Δεν υπάρχει όμως καμία ελπίδα, εάν δεν κάνουμε έγκαιρα μία συνειδητή επιλογή, όποια και αν είναι αυτή, από όσο ή όποιο ρίσκο και αν συνοδεύεται. Ο χρόνος δε που έχουμε πλέον στη διάθεση μας είναι απειροελάχιστος – οπότε είναι εγκληματικό να τον ξοδεύουμε αλόγιστα και ανεύθυνα.