Κάποτε και για πολλά χρόνια ήμουν μέλος σε κάποιο σύλλογο καρκινοπαθών. Με αυτή μου την ιδιότητα βρισκόμουν κοντά στους συνανθρώπους μου που είχαν ανάγκη από στήριξη, στον δύσκολο αγώνα τους για επιβίωση.
Επισκεπτόμουν καθημερινά κάποιο συγκεκριμένο νοσοκομείο και περνούσα απεριόριστο χρόνο με άτομα που νοσηλεύονταν και έκαναν θεραπεία. Είχαν γίνει μέρος της ζωής μου και είχα γίνει και γι΄αυτούς απαραίτητη. Με κάποιο ανεξήγητο τρόπο δενόμασταν αμέσως τόσο πολύ σαν να γνωριζόμασταν για χρόνια κι αποκτούσαμε απίστευτη οικειότητα σαν να είμαστε περισσότερο κι από συγγενείς. Ίσως ο λόγος να ήταν η δική τους ανάγκη για συμπαράσταση κι η δική μου ανάγκη για προσφορά προς το συνάνθρωπό μου και προς τον εαυτό μου. Πάνω από όλα, όμως, ο λόγος ήταν η αλήθεια αυτής της σχέσης.
Η εμπειρία μου με έμαθε πως οι ασθενείς με δύσκολες ασθένειες τις περισσότερες φορές χρειάζονται σ΄εκείνη τη φάση και ένα καινούριο πρόσωπο στη ζωή τους που δεν θα τους μεταφέρει τον πόνο και τον οίκτο του περιβάλλοντός τους. Μαζί με όλους όσους αγαπούν χρειάζονται κι ένα άλλο άνθρωπο που η συνομιλία τους δεν θα περιορίζεται στα ίδια.
Δεν είναι τυχαίο που εκείνες τις δύσκολες ώρες επέλεγαν εμένα –μια άγνωστη- για να εξομολογηθούν όσα τους βάραιναν και να κάνουν άλλου είδους συζητήσεις, απ΄ αυτές που δεν ήθελαν να κάνουν με τους δικούς τους από φόβο πως εκφράζοντας τα συναισθήματά τους θα τους πληγώσουν.
Τους μιλούσα συχνά για το Θεό προσπαθώντας να φυτέψω στη ψυχή τους την ελπίδα. Την ελπίδα για το θαύμα που θα φέρει την ίαση. Ταυτόχρονα με πολύ διακριτικό τρόπο διευρύνοντας το φάσμα των συζητήσεών μας σε στιγμές που έκρινα ότι ήταν κατάλληλη η ψυχολογία του ατόμου περνούσαμε και στη συζήτητηση για το θέμα της αιώνιας ζωής. Εκεί διαπίστωνα ότι ο ασθενής διψούσε να μάθει αυτά που του προκαλούσαν φόβο και που δεν τολμούσε να ζητήσει να τα μάθει από κανένα δικό του, στην προσπάθειά του να τους προστατεύσει από μεγαλύτερο πόνο. Δεν έπαυε όμως ενδόμυχα να ήταν η δική του διαρκής αγωνία «αν δεν πετύχει η θεραπεία, εγώ τι θα απογίνω;»
Κάποια στιγμή θέλησα να το συζητήσω με τον Πνευματικό μου, να ρωτήσω αν είχα το δικαίωμα να μιλώ εγώ η αμαρτωλή τόσο πολύ για τον Θεό. Με έκαιγε αυτό το θέμα γιατί δεν ήταν λίγες οι μέρες που όλοι οι ασθενείς που έβλεπα είχαν ανάγκη αποκλειστικά και μόνο από τέτοιες συζητήσεις και φεύγοντας από το νοσοκομείο συνειδητοποιούσα πως όλη την ημέρα δεν είχα μιλήσει για τίποτε άλλο εκτός από το Θεό. Και δεν το κρύβω, επειδή μιλάω ανώνυμα και προς δόξαν Θεού, πως δεν είναι λίγες οι φορές που έπιανα τον εαυτό μου να μιλάει για πράγματα για τα οποία δεν είχα βαθιά γνώση και να συνειδητοποιώ ότι όλα αυτά που έλεγα ήταν σωστά, σαν κάποιος να μου έβαζε στο στόμα εκείνα που έπρεπε να πω.
Το συζήτησα, λοιπόν, με τον Πνευματικό μου κι εκείνος μου είπε κατά λέξη «Ο Θεός, παιδί μου, δεν μπορεί να είναι παντού από μόνος τους. Για το λόγο αυτό στέλνει αντιπροσώπους».
«Και ποια είμαι εγώ που είμαι άξια να είμαι αντιπρόσωπός Tου; Μια αμαρτωλή είμαι! » του είπα δακρύζοντας.
«Κι εγώ τι νομίζεις πως είμαι κόρη μου; Μια πατσαβούρα!» μου απάντησε ταπεινά εκείνος, ο καλός Πνευματικός μου που στηρίζει τόσους πολλούς ανθρώπους.
Λόγω της ιδιαίτερης σχέσης μου με τους ασθενείς, όταν κάποιος δεν γινόταν καλά κι ένιωθε ότι πλησιάζει ο θάνατος, ζητούσε από τους δικούς τους, αν δεν ήμουν ήδη εκεί, να με καλέσουν. Παλιότερα δεν είχε τύχει να βρεθώ ποτέ μπροστά στο θάνατο. Φοβόμουν ακόμα και την ιδέα να βρεθώ στον ίδιο χώρο με ένα άψυχο σώμα. Συνειδητοποίησα τότε πόσο μεγάλο λάθος είχα. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν δικοί μου άνθρωποι κι ήθελα να είμαι μαζί τους εκείνη την τόσο σημαντική στιγμή.
Με κάποιο παράξενο τρόπο, με μια άλλη αίσθηση –αν μπορώ να το ονομάσω έτσι- τη στιγμή του θανάτου «έβλεπα» τον φύλακα άγγελο να περιμένει να παραλάβει τη ψυχή, ένιωθα μια γλυκειά άυλη παρουσία να βρίσκεται δίπλα από τον ασθενή κι ένιωθα τη ψυχή να φτερουγίζει σαν πουλάκι στο στόμα του, έτοιμη να πετάξει. Δεν τόλμησα να το συζητήσω ποτέ με κανένα συγγενή γιατί έβλεπα πως εκείνοι δεν ένιωθαν το ίδιο πράγμα ίσως γιατί ο πόνος τους δεν τους άφηνε να δουν αυτό που έβλεπα εγώ.
Ήταν, όμως, μια πραγματικότητα. Ήταν πολλές οι φορές που βρέθηκα δίπλα σε ασθενή που οι γιατροί είχαν πει ότι δεν είχε ελπίδες επιβίωσης και δεν ένιωσα αγγελική παρουσία. Την πρώτη φορά αναστατώθηκα πάρα πολύ. Πού ήταν ο φύλακας άγγελος αυτή την τόσο σημαντική στιγμή; Πήγα στο σπίτι και το είπα στον σύζυγό μου. Η συνέχεια με έκανε πολύ χαρούμενη. Ο ασθενής έγινε καλά. Από τότε, κάθε φορά που δεν ένιωθα την άυλη παρουσία, ήξερα γιατί δεν την ένιωθα και η συνέχεια με επιβεβαίωνε... Επομένως όλα όσα ένιωθα στις άλλες περιπτώσεις δεν ήταν γέννημα της φαντασίας μου.
Ο τρόπος που έζησα τον θάνατο με έκανε να έρθω ακόμα πιο κοντά στο Θεό και να Τον εμπιστευτώ περισσότερο. Δεν χρειαζόμουν αποδείξεις για να πιστεύω αυτά που μας διδάσκει η θρησκεία μας. Ο Θεός, όμως, μου έκανε τη μεγάλη τιμή να το ζήσω και να το δω πριν ακόμα κι απ΄ την ώρα του δικού μου θανάτου, να είμαι έτοιμη να αντιμετωπίσω με καλύτερο τρόπο τον θάνατο δικών μου ανθρώπων, να «αγαπήσω» τον θάνατο και να δω το μεγαλείο του.
συνεχίζεται..
Επισκεπτόμουν καθημερινά κάποιο συγκεκριμένο νοσοκομείο και περνούσα απεριόριστο χρόνο με άτομα που νοσηλεύονταν και έκαναν θεραπεία. Είχαν γίνει μέρος της ζωής μου και είχα γίνει και γι΄αυτούς απαραίτητη. Με κάποιο ανεξήγητο τρόπο δενόμασταν αμέσως τόσο πολύ σαν να γνωριζόμασταν για χρόνια κι αποκτούσαμε απίστευτη οικειότητα σαν να είμαστε περισσότερο κι από συγγενείς. Ίσως ο λόγος να ήταν η δική τους ανάγκη για συμπαράσταση κι η δική μου ανάγκη για προσφορά προς το συνάνθρωπό μου και προς τον εαυτό μου. Πάνω από όλα, όμως, ο λόγος ήταν η αλήθεια αυτής της σχέσης.
Η εμπειρία μου με έμαθε πως οι ασθενείς με δύσκολες ασθένειες τις περισσότερες φορές χρειάζονται σ΄εκείνη τη φάση και ένα καινούριο πρόσωπο στη ζωή τους που δεν θα τους μεταφέρει τον πόνο και τον οίκτο του περιβάλλοντός τους. Μαζί με όλους όσους αγαπούν χρειάζονται κι ένα άλλο άνθρωπο που η συνομιλία τους δεν θα περιορίζεται στα ίδια.
Δεν είναι τυχαίο που εκείνες τις δύσκολες ώρες επέλεγαν εμένα –μια άγνωστη- για να εξομολογηθούν όσα τους βάραιναν και να κάνουν άλλου είδους συζητήσεις, απ΄ αυτές που δεν ήθελαν να κάνουν με τους δικούς τους από φόβο πως εκφράζοντας τα συναισθήματά τους θα τους πληγώσουν.
Τους μιλούσα συχνά για το Θεό προσπαθώντας να φυτέψω στη ψυχή τους την ελπίδα. Την ελπίδα για το θαύμα που θα φέρει την ίαση. Ταυτόχρονα με πολύ διακριτικό τρόπο διευρύνοντας το φάσμα των συζητήσεών μας σε στιγμές που έκρινα ότι ήταν κατάλληλη η ψυχολογία του ατόμου περνούσαμε και στη συζήτητηση για το θέμα της αιώνιας ζωής. Εκεί διαπίστωνα ότι ο ασθενής διψούσε να μάθει αυτά που του προκαλούσαν φόβο και που δεν τολμούσε να ζητήσει να τα μάθει από κανένα δικό του, στην προσπάθειά του να τους προστατεύσει από μεγαλύτερο πόνο. Δεν έπαυε όμως ενδόμυχα να ήταν η δική του διαρκής αγωνία «αν δεν πετύχει η θεραπεία, εγώ τι θα απογίνω;»
Κάποια στιγμή θέλησα να το συζητήσω με τον Πνευματικό μου, να ρωτήσω αν είχα το δικαίωμα να μιλώ εγώ η αμαρτωλή τόσο πολύ για τον Θεό. Με έκαιγε αυτό το θέμα γιατί δεν ήταν λίγες οι μέρες που όλοι οι ασθενείς που έβλεπα είχαν ανάγκη αποκλειστικά και μόνο από τέτοιες συζητήσεις και φεύγοντας από το νοσοκομείο συνειδητοποιούσα πως όλη την ημέρα δεν είχα μιλήσει για τίποτε άλλο εκτός από το Θεό. Και δεν το κρύβω, επειδή μιλάω ανώνυμα και προς δόξαν Θεού, πως δεν είναι λίγες οι φορές που έπιανα τον εαυτό μου να μιλάει για πράγματα για τα οποία δεν είχα βαθιά γνώση και να συνειδητοποιώ ότι όλα αυτά που έλεγα ήταν σωστά, σαν κάποιος να μου έβαζε στο στόμα εκείνα που έπρεπε να πω.
Το συζήτησα, λοιπόν, με τον Πνευματικό μου κι εκείνος μου είπε κατά λέξη «Ο Θεός, παιδί μου, δεν μπορεί να είναι παντού από μόνος τους. Για το λόγο αυτό στέλνει αντιπροσώπους».
«Και ποια είμαι εγώ που είμαι άξια να είμαι αντιπρόσωπός Tου; Μια αμαρτωλή είμαι! » του είπα δακρύζοντας.
«Κι εγώ τι νομίζεις πως είμαι κόρη μου; Μια πατσαβούρα!» μου απάντησε ταπεινά εκείνος, ο καλός Πνευματικός μου που στηρίζει τόσους πολλούς ανθρώπους.
Λόγω της ιδιαίτερης σχέσης μου με τους ασθενείς, όταν κάποιος δεν γινόταν καλά κι ένιωθε ότι πλησιάζει ο θάνατος, ζητούσε από τους δικούς τους, αν δεν ήμουν ήδη εκεί, να με καλέσουν. Παλιότερα δεν είχε τύχει να βρεθώ ποτέ μπροστά στο θάνατο. Φοβόμουν ακόμα και την ιδέα να βρεθώ στον ίδιο χώρο με ένα άψυχο σώμα. Συνειδητοποίησα τότε πόσο μεγάλο λάθος είχα. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν δικοί μου άνθρωποι κι ήθελα να είμαι μαζί τους εκείνη την τόσο σημαντική στιγμή.
Με κάποιο παράξενο τρόπο, με μια άλλη αίσθηση –αν μπορώ να το ονομάσω έτσι- τη στιγμή του θανάτου «έβλεπα» τον φύλακα άγγελο να περιμένει να παραλάβει τη ψυχή, ένιωθα μια γλυκειά άυλη παρουσία να βρίσκεται δίπλα από τον ασθενή κι ένιωθα τη ψυχή να φτερουγίζει σαν πουλάκι στο στόμα του, έτοιμη να πετάξει. Δεν τόλμησα να το συζητήσω ποτέ με κανένα συγγενή γιατί έβλεπα πως εκείνοι δεν ένιωθαν το ίδιο πράγμα ίσως γιατί ο πόνος τους δεν τους άφηνε να δουν αυτό που έβλεπα εγώ.
Ήταν, όμως, μια πραγματικότητα. Ήταν πολλές οι φορές που βρέθηκα δίπλα σε ασθενή που οι γιατροί είχαν πει ότι δεν είχε ελπίδες επιβίωσης και δεν ένιωσα αγγελική παρουσία. Την πρώτη φορά αναστατώθηκα πάρα πολύ. Πού ήταν ο φύλακας άγγελος αυτή την τόσο σημαντική στιγμή; Πήγα στο σπίτι και το είπα στον σύζυγό μου. Η συνέχεια με έκανε πολύ χαρούμενη. Ο ασθενής έγινε καλά. Από τότε, κάθε φορά που δεν ένιωθα την άυλη παρουσία, ήξερα γιατί δεν την ένιωθα και η συνέχεια με επιβεβαίωνε... Επομένως όλα όσα ένιωθα στις άλλες περιπτώσεις δεν ήταν γέννημα της φαντασίας μου.
Ο τρόπος που έζησα τον θάνατο με έκανε να έρθω ακόμα πιο κοντά στο Θεό και να Τον εμπιστευτώ περισσότερο. Δεν χρειαζόμουν αποδείξεις για να πιστεύω αυτά που μας διδάσκει η θρησκεία μας. Ο Θεός, όμως, μου έκανε τη μεγάλη τιμή να το ζήσω και να το δω πριν ακόμα κι απ΄ την ώρα του δικού μου θανάτου, να είμαι έτοιμη να αντιμετωπίσω με καλύτερο τρόπο τον θάνατο δικών μου ανθρώπων, να «αγαπήσω» τον θάνατο και να δω το μεγαλείο του.
συνεχίζεται..