Μια μέρα βρέθηκα στο δωμάτιο μιας νεαρής κοπέλας που οι γιατροί της είχαν ανακοινώσει λίγη ώρα νωρίτερα πως της έμενε μόνο ένας μήνας ζωής. Βρήκα την κοπέλα απελπισμένη και τους γονείς της αμίλητους να μην μπορούν να ελέγξουν τον δικό τους πόνο, να είναι ανίκανοι να στηρίξουν και το παιδί τους.
Βρέθηκα σε αμηχανία. Η συμπεριφορά της κοπέλας ήταν αλλοπρόσαλλη. Μια έκλαιγε και μια γελούσε. Δεν ήξερε τι έπρεπε να νιώσει και πώς να το διαχειριστεί. Κάθησα κι εγώ αμίλητη χωρίς να τολμώ να πω έστω και μια κουβέντα συμπαράστασης. Τι θα μπορούσα να πω άλλωστε; Εγώ ήμουν καλά. Τι μπορεί να πει κάποιος υγιής σ΄ ένα μελλοθάνατο που έχει πλήρη γνώση της κατάστασής του;
Κάποια στιγμή κι ενώ καθόμουν εκεί ψυχικά διαλυμένη από το θέαμα κι από το ίδιο το γεγονός άκουσα την κοπέλα να απευθύνεται σε μένα. Μου ζητούσε την άδεια να μου κάνει μια ερώτηση. Όταν της απάντησα καταφατικά με ρώτησε αν έχω δει ποτέ άνθρωπο να πεθαίνει. Της είπα πως είχα δει πολλές φορές και με ρώτησε πώς είναι.
Εγώ μέχρι τότε δεν είχε χρειαστεί να περιγράψω πώς είναι και δεν το είχα ποτέ «φτιάξει» στο μυαλό μου με λόγια γιατί δεν είχα φανταστεί πως ήταν δυνατό κάποιος άνθρωπος να μου κάνει ποτέ αυτή την ερώτηση. Εκείνη την ώρα άκουσα τον εαυτό μου να λέει με θαυμασμό:
«Είναι ένα θαύμα Σ. μου. Είναι ένα θαύμα που έχει πολύ μεγαλύτερη αξία κι από αυτό το θαύμα της γέννησης. Η στιγμή που το άρρωστο σώμα παραδίδεται εκεί που ανήκει κι η ψυχή ελευθερώνεται και την παραλαμβάνει ο φύλακας άγγελος να τη συνοδεύσει στον ουρανό είναι μεγαλείο γι΄ αυτόν που το ζει. Σε μας μένει ο πόνος του αποχωρισμού για το αγαπημένο πρόσωπο που δεν θα ξαναδούμε. Η σκέψη της νοσταλγίας πριν ακόμα τη νιώσουμε μας κάνει να πονάμε. Εκείνος που φεύγει, όμως, είναι ευτυχισμένος...»
Μου ψιθύρισε ένα ευτυχισμένο, γλυκό «ευχαριστώ» και αποκοιμήθηκε μ΄ ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Ούτε που γύρισα να κοιτάξω τους γονείς της να δω τι εντύπωση είχαν κάνει σ΄ αυτούς τα «λόγια μου». Αναρωτιώμουν αν οι ίδιοι είχαν θυμώσει μ΄ αυτά που είχα πει στο παιδί τους. Αν εκείνοι θα ήθελαν να πουν κάτι άλλο. Χωρίς να πω λέξη βγήκα από το δωμάτιο.
Με ακολούθησε ο πατέρας της στο διάδρομο. Μου φιλούσε τα χέρια και με ευχαριστούσε γιατί είχα προετοιμάσει την κόρη του για το μεγάλο ταξίδι με τον καλύτερο τρόπο. Ντράπηκα, όμως, γιατί ήξερα πως το «ευχαριστώ» δεν ήταν για μένα. Δεν ήμουν εγώ που είχα πει αυτά τα λόγια. Ήταν μόνο η δική μου φωνή και ίσως κι η δική μου ψυχή. Ο συντάκτης όμως του λόγου μου ήταν άλλος. Εγώ δεν ήμουν παρά μόνο το μέσο...
Βρέθηκα σε αμηχανία. Η συμπεριφορά της κοπέλας ήταν αλλοπρόσαλλη. Μια έκλαιγε και μια γελούσε. Δεν ήξερε τι έπρεπε να νιώσει και πώς να το διαχειριστεί. Κάθησα κι εγώ αμίλητη χωρίς να τολμώ να πω έστω και μια κουβέντα συμπαράστασης. Τι θα μπορούσα να πω άλλωστε; Εγώ ήμουν καλά. Τι μπορεί να πει κάποιος υγιής σ΄ ένα μελλοθάνατο που έχει πλήρη γνώση της κατάστασής του;
Κάποια στιγμή κι ενώ καθόμουν εκεί ψυχικά διαλυμένη από το θέαμα κι από το ίδιο το γεγονός άκουσα την κοπέλα να απευθύνεται σε μένα. Μου ζητούσε την άδεια να μου κάνει μια ερώτηση. Όταν της απάντησα καταφατικά με ρώτησε αν έχω δει ποτέ άνθρωπο να πεθαίνει. Της είπα πως είχα δει πολλές φορές και με ρώτησε πώς είναι.
Εγώ μέχρι τότε δεν είχε χρειαστεί να περιγράψω πώς είναι και δεν το είχα ποτέ «φτιάξει» στο μυαλό μου με λόγια γιατί δεν είχα φανταστεί πως ήταν δυνατό κάποιος άνθρωπος να μου κάνει ποτέ αυτή την ερώτηση. Εκείνη την ώρα άκουσα τον εαυτό μου να λέει με θαυμασμό:
«Είναι ένα θαύμα Σ. μου. Είναι ένα θαύμα που έχει πολύ μεγαλύτερη αξία κι από αυτό το θαύμα της γέννησης. Η στιγμή που το άρρωστο σώμα παραδίδεται εκεί που ανήκει κι η ψυχή ελευθερώνεται και την παραλαμβάνει ο φύλακας άγγελος να τη συνοδεύσει στον ουρανό είναι μεγαλείο γι΄ αυτόν που το ζει. Σε μας μένει ο πόνος του αποχωρισμού για το αγαπημένο πρόσωπο που δεν θα ξαναδούμε. Η σκέψη της νοσταλγίας πριν ακόμα τη νιώσουμε μας κάνει να πονάμε. Εκείνος που φεύγει, όμως, είναι ευτυχισμένος...»
Μου ψιθύρισε ένα ευτυχισμένο, γλυκό «ευχαριστώ» και αποκοιμήθηκε μ΄ ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Ούτε που γύρισα να κοιτάξω τους γονείς της να δω τι εντύπωση είχαν κάνει σ΄ αυτούς τα «λόγια μου». Αναρωτιώμουν αν οι ίδιοι είχαν θυμώσει μ΄ αυτά που είχα πει στο παιδί τους. Αν εκείνοι θα ήθελαν να πουν κάτι άλλο. Χωρίς να πω λέξη βγήκα από το δωμάτιο.
Με ακολούθησε ο πατέρας της στο διάδρομο. Μου φιλούσε τα χέρια και με ευχαριστούσε γιατί είχα προετοιμάσει την κόρη του για το μεγάλο ταξίδι με τον καλύτερο τρόπο. Ντράπηκα, όμως, γιατί ήξερα πως το «ευχαριστώ» δεν ήταν για μένα. Δεν ήμουν εγώ που είχα πει αυτά τα λόγια. Ήταν μόνο η δική μου φωνή και ίσως κι η δική μου ψυχή. Ο συντάκτης όμως του λόγου μου ήταν άλλος. Εγώ δεν ήμουν παρά μόνο το μέσο...