Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

ΟΙ ΒΕΝΕΤΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΔΥΤΙΚΟΙ ΩΣ ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ ΣΕ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΕΔΑΦΗ



BYZANTIO
Εἰρήνης Ἀρτέμη
Θεολόγου – Φιλολόγου
MA Θεολογίας -ὕπ. διδάκτορος Θεολογίας

1) Τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Κρατῶν τῆς Δύσεως γιὰ τὰ ἐδάφη τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας

Ἡ συγκρότηση τῆς εὐρωπαϊκῆς Δύσης εἶχε ὡς πρῶτο ἱστορικὸ ἀναβαθμὸ τὴν ὑποταγὴ καὶ τὴ λεηλασία τῆς εὐρωπαϊκῆς Ἀνατολῆς. Ἄλλωστε, ἡ Δύση διέθετε ἕνα ἐξαιρετικὸ πλεονέκτημα καθὼς δὲν ἀντιμετώπιζε κανέναν κίνδυνο ἀπὸ τὰ δυτικά της ἐνῶ, ἀπὸ τὰ ἀνατολικά, τὸ Βυζάντιο ἀποτελοῦσε γιὰ αἰῶνες τὸν κυματοθραύστη τῶν ἀπειλών[1].
Οἱ ἐχθροί του Βυζαντίου πολλοί, τόσο ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ Βορρᾶ. Ἄβαροι, Σκύθες, Ἄραβες, Πετσενέγκοι, Βούλγαροι, μετὰ τὸ 1071 οἱ Τοῦρκοι κ.α. ὀρέγονταν τὰ ἐδάφη τοῦ Βυζαντίου, καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ συχνὰ στρέφονταν ἐναντίον του. Στὴ μακραίωνη χιλιετὴς πορεία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ὑπάρχουν ἑκατοντάδες σελίδες στὴν ἱστορία της ποὺ νὰ ἀναφέρονται στοὺς πολέμους τῶν Βυζαντινῶν ἔναντι τῶν διαφόρων ἐχθρῶν – εἰσβολέων τῶν ἐδαφῶν τους.. Ὅσο οἱ Βυζαντινοὶ ἀναλώνονταν στὰ πεδία τῶν μαχῶν, στὶς στρατιωτικὲς διαπραγματεύσεις καὶ προετοιμασίες γιὰ τὶς ἐκστρατεῖες, ἡ Δύση εἶχε, τὴ δυνατότητα νὰ συσταθεῖ ἀπερίσπαστη, μετὰ τὴν ἥττα τῶν Ἀράβων στὸ Πουατιὲ (τὸ 732), καὶ νὰ στραφεῖ σταδιακῶς πρὸς Ἀνατολάς[1], κάτι ποὺ ἄλλωστε ὑπογραμμίζει ὁ μεγάλος βυζαντινολόγος Κλάους Ὄλερ: «Ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἀποτέλεσε τὸ ἀνάχωμα ποὺ προστάτευσε ἐπὶ 1200 χρόνια τὸν πολιτισμὸ τῆς Εὐρώπης ἀπέναντι στὶς εἰσβολὲς ἀπὸ Βορρᾶ, Ἀνατολὴ καὶ Νότο. Τὰ παλαιὰ τείχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὰ ὁποία ἀκόμα καὶ σήμερα [...] ἀκτινοβολοῦν ὑπερηφάνεια καὶ μεγαλεῖο, ἀντιστάθηκαν σὲ κάθε ἐχθρό του Βυζαντίου ὡς τὴν 29η Μαΐου 1453. Τότε ἡ αὐτοκρατορία, ἐξαντλημένη πιὰ ἀπὸ αἰῶνες σκληρῶν ἀγώνων καὶ ἐγκαταλελειμμένη ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς συμμάχους της, οἱ ὁποῖοι εὐθύνονται σὲ μεγάλο βαθμὸ γιὰ τὴν πτώση της, ὑπέκυψε τελικὰ στὴ δυσανάλογα μεγαλύτερη ὀθωμανικὴ δύναμη»[1].
Μετὰ τὸ 1204, τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία διασπάστηκε σὲ μικρότερα ἑλληνικὰ κράτη καὶ σὲ κράτη ποὺ ἵδρυσαν Φράγκοι, Βενετοὶ καὶ ἄλλοι κατακτητὲς[2]. Οἱ Βυζαντινοὶ λοιπὸν εἶχαν νὰ ἀντιμετωπίσουν ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ τοὺς Εὐρωπαίους «πολιτισμένους» κατακτητές, οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς διοικοῦσαν τυραννικότερα ἀπὸ τὸν Ὀθωμανὸ κατακτητὴ ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς.

2) Οἱ Βενετοὶ ὡς κατακτητὲς στὰ ἐδάφη τοῦ Βυζαντίου

Οἱ Βενετοὶ ἐπιδίωξαν νὰ κατακτήσουν τὶς περιοχὲς τοῦ Βυζαντίου μὲ ἐμπορικὴ σημασία. Κατέκτησαν, λοιπόν, πόλεις – λιμάνια, νησιὰ ἀλλὰ  καὶ μέρη τῆς Κρήτης. Ἀμέσως μετὰ τὴν ἅλωση τὸ 1204 φρόντισαν νὰ θέσουν ὑπὸ τὴν ἔλεγχό τους τὴν Κορώνη, τὴ Μεθώνη καὶ τὴ Χαλκίδα, γνωστὴ τότε ὡς Νεγρεπόντε. Τὸ 1207 κυριεύουν τὸ λιμάνι τοῦ Χάνδακα στὴν Κρήτη. Ἐκεῖ θὰ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς Γενοβέζους. Ἀπὸ τοὺς τελευταίους κατορθώνουν νὰ ἀπαλλαχθοῦν ὁριστικὰ τὸ 1211. Ἔτσι ἀνενόχλητοι φροντίζουν μὲ ταχὺ ρυθμὸ γιὰ τὸν ἐποικισμὸ τοῦ νησιοῦ, ὁ ὁποῖος ὁλοκληρώνεται σαράντα ἕνα χρόνια ἀργότερα τὸ 1252.
Ἡ σταδιακή, λοιπόν, κατάκτηση τῶν βυζαντινῶν ἐδαφῶν ἀπὸ τοὺς Βενετοὺς (13ος – 16ος αἵ., Κρήτη, Κυκλάδες, Εὔβοια, Κύπρος, Πελοπόννησος, Ἑπτάνησα) συνέβαλε, μεταξὺ ἄλλων, στὴ διαμόρφωση μίας νέας πολιτικῆς πραγματικότητας στὴ Μεσόγειο —ὁ ἔλεγχος τῆς Νοτιοανατολικῆς Μεσογείου εἶχε μεγάλη σημασία γιὰ τὸ ἐμπόριο, ὅπως προαναφέρθηκε, καὶ ὡς ἐκ τούτου καὶ γιὰ τὴ διεθνῆ εἰκόνα καὶ γιὰ τὸ κύρος τῆς Γαληνοτάτης[3].
            Οἱ Βενετοὶ φρόντιζαν νὰ ὀχυρώνουν καλὰ τὶς περιοχὲς ποὺ κατακτοῦσαν. Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς ὀχύρωσής τους ἀποτελοῦσε καὶ τὸ κτίσιμο Ἀκροπόλεως -Κάστρου στὸ πιὸ ψηλὸ μέρος τῆς περιοχῆς ποὺ εἶχαν κατακτήσει, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἔχουν καλύτερη ἄποψη τῆς περιοχῆς καὶ τοῦ τί συνέβαινε σὲ αὐτὴν Ἐπειδὴ ἦταν ὀλιγάριθμοι προσπαθοῦσαν μὰ διάφορες παροχὲς νὰ στρατολογήσουν τοὺς ντόπιους  κατοίκους. Ὅταν αὐτὴ ἡ μέθοδος δὲν ἐπέφερε τὰ ἐπιθυμητὰ ἀποτελέσματα, τότε χρησιμοποιοῦσαν τὴ βία γιὰ νὰ πετύχουν τὸ σκοπό τους.
 Μία ἀπὸ τὶς παροχὲς ποὺ παρεῖχαν ἦταν ὅτι προσπαθοῦσαν νὰ ἔχουν μὲ τὸ μέρος τοὺς τοὺς πλούσιους Ἕλληνες γαιοκτήμονες κάθε περιοχῆς. Σὲ αὐτοὺς παρεῖχαν τὸ δικαίωμα νὰ ἐνταχθοῦν στὸ ἀνώτερο, κυρίαρχο κοινωνικὸ στρῶμα. Τὰ κριτήρια γιὰ τὴν ἔνταξη αὐτὴ ἦταν ἡ γαιοκατοχή, ἡ κληρονομικότητα καὶ ἡ ἀποδεδειγμένη ἀστικὴ ἰδιότητα. Ἀντίθετα ὁ ἁπλὸς λαὸς ὑποχρεωνόταν νὰ συμμετέχει σὲ ἀγγαρεῖες, ὅπως τὸ χτίσιμο τῶν τεράστιων ὀχυρωματικῶν ἔργων καὶ νὰ ζεῖ σὲ ἄθλιες συνθῆκες. Ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦσαν συχνά τους Ἕλληνες σὲ μικρὲς ἐπαναστάσεις (ὅπως τὸ Ρεμπελιὸ τῶν Ποπολάρων τὸ 1628 στὴ Ζάκυνθο) ἀλλὰ καὶ σὲ συνεχῆ ἀγώνα γιὰ τὴ διαφύλαξη τῶν δικαιωμάτων τους, τὴν ὑπεράσπιση τῆς τιμῆς τῆς οἰκογένειάς τους, ἀλλὰ κυρίως γιὰ τὴν προστασία καὶ τὴ διαφύλαξη τῆς ὀρθόδοξης πίστεώς τους. Πολλὲς φορὲς ὁ ἀγώνας τοὺς κατέληγε ἄκαρπος. Ἄλλωστε πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πλούσιους Ἕλληνες ποὺ ἔχαιραν τῶν διαφόρων προνομίων ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς δὲν ἐπιθυμοῦσαν καμία ἀλλαγὴ τοῦ κατεστημένου καὶ δὲν συμπορεύονταν στοὺς ἀγῶνες μὲ τὸν ἁπλὸ λαό.
 Χαρακτηριστικὴ περίπτωση τῶν παραπάνω κοινωνικῶν ἀντιθέσεων καὶ τοῦ τρόπου διαβίωσης τῶν διαφόρων κοινωνικῶν στρωμάτων ἀποτελοῦσε ἡ Κρήτη. Κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες ἡ κυριαρχία τῶν Ἐνετῶν ὑπῆρξε σκληρὴ γιὰ τοὺς ὅλους τους ὀρθόδοξους Ἕλληνες ἢ Γραικούς, ὅπως συχνά τους ἀποκαλοῦσαν, ἀλλὰ κυρίως γιὰ τοὺς Κρῆτες. Οἱ ἀντιδράσεις τοὺς ἦταν ἔντονες στὴν Κρήτη καὶ οἱ Κρῆτες ὀργάνωναν. Συνεχεῖς ἐπαναστάσεις ἕως τὸν 14ο αἰώνα. Σταδιακὰ ὅμως οἱ διαφορὲς ἀμβλύνθηκαν καὶ ἀπὸ τὴν ὤσμωση προέκυψε ἕνα μεικτὸ σύστημα διοίκησης καὶ ἕνας σύνθετος ἑλληνοβενετικοὺ χαρακτήρα πολιτισμὸς ποὺ κινεῖται μεταξὺ ἑλληνορθόδοξης καὶ δυτικῆς παράδοσης.
Γύρω στὸ 1453, μετὰ τὶς ἔντονες συγκρούσεις τοῦ 13ου[4] καὶ τοῦ 14ου αἰώνα, εἶχε πιὰ ἐπέλθει στὴν Κρήτη ἕνας συμβιβασμὸς ἀνάμεσα στοὺς Βενετοὺς κατακτητὲς καὶ στὴ ντόπια κρητικὴ ἀριστοκρατία. Ἐνῶ μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἡ θέση τῶν κατώτερων κοινωνικῶν στρωμάτων γινόταν μᾶλλον δυσμενέστερη, τὸ ἀνώτερο, μεικτὸ (κρητοβενετικὸ) κοινωνικὸ στρῶμα ποὺ διαμορφώθηκε διατηροῦσε ἄμεσες σχέσεις μὲ τὴ Βενετία καὶ παρήγαγε πολιτισμικὰ προϊόντα ὑψηλῆς καλλιτεχνικῆς ἀξίας ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 15ου αἰώνα καὶ ἑξῆς. Κατὰ τὸν 16ο καὶ 17ο αἰώνα, ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς αἰῶνες βενετικῆς παρουσίας στὸ νησί, εἶχαν διαμορφωθεῖ δομὲς ποὺ ἀπὸ τὴ μία θύμιζαν τὴ δυτικοευρωπαϊκὴ φεουδαρχία ἢ καὶ τὴν ἄλλοτε βυζαντινὴ κοινωνία, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη προσομοίαζαν μὲ ἐκεῖνες τῶν σύγχρονων ἰταλικῶν πόλεων. Ἡ τέχνη τῆς βενετικῆς Κρήτης υἱοθέτησε μορφὲς βυζαντινὲς καὶ ὑστερογοτθικές, συχνὰ ἀναμεμειγμένες μὲ στοιχεῖα τῆς Ἀναγέννησης καὶ τοῦ Μπαρόκ. Ἀντικατοπτρίζεται ἔτσι καθαρὰ ἕνας πολιτισμὸς μὲ ποικιλία ἀναφορῶν, ὁ ὁποῖος ἰσορροπεῖ ἀνάμεσα στὸν Μεσαίωνα καὶ στὴ Νεότερη ἐποχὴ[5].

3) Οἱ Δυτικοὶ (Λατίνοι, Φράγκοι, Γάλλοι, Ἄγγλοι) Κατακτητὲς στὰ ἐδάφη τοῦ Βυζαντίου
 Σὲ πολλὲς περιοχὲς ντόπιοι ὀρθόδοξοι ἀριστοκράτες, συχνὰ μὲ βοήθεια ἀπὸ τοὺς ἀγρότες, συγκρούστηκαν μὲ τοὺς Λατίνους. Ὅπως μαθαίνουμε ἀπὸ τὶς πηγές, οἱ Λατίνοι χρειάστηκαν πολὺ χρόνο γιὰ νὰ κατακτήσουν τὴν Πελοπόννησο καὶ τὴν Κρήτη. Μάλιστα γιὰ νὰ τὸ πετύχουν αὐτό, συχνὰ ἔδιναν ἀνταλλάγματα στοὺς ντόπιους. Στὴν Πελοπόννησο ὁ Γοδεφρίδος Βιλαρδουίνος καὶ ὁ Γουλιέλμος Σαμπλίτης ἵδρυσαν τὴν Ἡγεμονία τῆς Ἀχαΐας. Ὁ Βιλαρδουίνος ὑποσχέθηκε στοὺς ντόπιους ὀρθόδοξους ἀριστοκράτες ὅτι θὰ σεβαστεῖ τὸ δόγμα τους καὶ τὸ κληρονομικὸ δίκαιο ποὺ ἴσχυε.
Ἡ πολιτικὴ αὐτὴ ἦταν ἀσυνήθιστη τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ προκάλεσε ἔκπληξη στὴ δυτικὴ Εὐρώπη. Ἦταν ὅμως ρεαλιστική, γιατί ὑπολόγιζε τὶς τοπικὲς συνθῆκες, καὶ ἔκανε πολλοὺς ντόπιους νὰ συνεργαστοῦν. Ἀρκετοὶ πάλι ντόπιοι ἀριστοκράτες ἦρθαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σὲ συμφωνία μὲ τοὺς Λατίνους καὶ πέτυχαν νὰ κρατήσουν τὰ κτήματά τους. Οἱ πιὸ πολλοὶ ὅμως ἀναγκάστηκαν νὰ τὰ ἐγκαταλείψουν. Κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς πῆγαν σὲ βυζαντινὲς περιοχὲς ποὺ δὲν ἔλεγχαν οἱ Λατίνοι κι ἐκεῖ ἵδρυσαν ὀρθόδοξα κράτη.
Οἱ ἡγεμόνες στὰ κράτη αὐτὰ εἶχαν στόχο νὰ καταλάβουν (ὁ καθένας γιὰ λογαριασμὸ τοῦ) τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ ἱδρύσουν πάλι τὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία[6].
Μὲ τὸ πέρασμα πολλῶν χρόνων πολλὰ ἐδάφη ἑλληνικὰ ἄλλαξαν χέρια καὶ πέρασαν ἀπὸ τοὺς Βενετοὺς στοὺς Ἄγγλους καὶ στοὺς Γάλλους. Κύριος λόγος αὐτῆς τῆς παρακμῆς τῆς ἄλλοτε παντοδυναμίας τῆς ἦταν ἡ ἀνακάλυψη τῶν νέων θαλάσσιων ὁδῶν μὲ συνέπεια τὴ μεταφορὰ τοῦ κύριου βάρους τοῦ θαλάσσιου ἐμπορίου ἐκτός της Μεσογείου, στὸν Ἀτλαντικό. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τῶν Ἰωνίων Νήσων. Μὲ τὴν συνθήκη τοῦ Κάμπο Φόρμιο (1797) τὰ Ἰόνια νησιὰ περιῆλθαν στὴν Γαλλία. Ὁ λαὸς τοῦ Ἰονίου τους ὑποδέχθηκε μὲ ἀνακούφιση καὶ χαρὰ ἀφοῦ ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὴν ἔλλειψη δημοκρατίας κατὰ τὴν περίοδο τῆς βενετοκρατίας. Οἱ Γάλλοι φρόντισαν, ὥστε νὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ ἐκπαίδευση καὶ γενικὰ διαμορφώθηκε καὶ ἐπικράτησε ἕνα καινούργιο ἰδεολογικὸ καὶ πολιτικὸ κλίμα ποὺ βασίστηκε στὶς ἀρχὲς τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης, ἡ ὁποία εἶχε γίνει λίγα χρόνια πρὶν τὸ 1789. Ἦταν, λοιπόν, ἔντονα οἱ διακηρύξεις τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης γιὰ Ἰσότητα, Παιδεία, Ἐλευθερία σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους. Ἑπομένως, τὰ δικαιώματα τῶν εὐγενῶν καταργήθηκαν καὶ δημιουργήθηκε μία νέα ἰσχυρὴ ἀστικὴ τάξη. Δυστυχῶς ἡ ἄσχημη κατάσταση τῆς οἰκονομίας τῶν νησιῶν, ἀπετέλεσε βασικὴ αἰτία γιὰ τὴ μὴ ἐφαρμογὴ σὲ ὅλους τῶν διακηρύξεων τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης καὶ οἱ Γάλλοι ἀποδείχθηκαν ἐξίσου σκληροὶ κατακτητὲς μὲ τοὺς Βενετούς. Ἡ κυριαρχία, ὅμως τῶν Γάλλων εἶχε διάρκεια μόλις δύο χρόνων (1797-1799).
Τὸ ἴδιο συνέβηκε καὶ σὲ ἄλλες ἑλληνικὲς περιοχὲς στὶς ὁποῖες ἐγκαταστάθηκαν δυτικοὶ εὐρωπαῖοι κατακτητές. Ἡ σκληρότητα ποὺ ἐπέδειξαν στοὺς Ἕλληνες, ἂν καὶ ἦταν καὶ οἱ ἴδιοι χριστιανοὶ (φυσικὰ ἀνῆκαν σὲ ἄλλα δόγματα) ἦταν πολλὲς φορὲς μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη τῶν ἀπολίτιστων Ὀθωμανῶν. Σκοπὸς τοὺς ἦταν νὰ κατοχυρώσουν τὴν κυριαρχία τους καὶ νὰ ἐπωφεληθοῦν ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερα ἀπὸ αὐτήν.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οἱ Βενετοί, οἱ Λατίνοι, οἱ Φράγκοι καὶ γενικότερα οἱ Δυτικοὶ κατακτητὲς τῶν περιοχῶν τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας φέρθηκαν μὲ τὴν ἴδια σκληρότητα στοὺς ὑπόδουλους Ἕλληνες, ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ χρόνια οἱ Ὀθωμανοί. Στὴν ἀρχὴ ἴσως οἱ Ἕλληνες νὰ θεωροῦσαν ὅτι λόγω τῆς κοινῆς χριστιανικῆς θρησκείας θὰ μποροῦσαν νὰ τοὺς θεωροῦν φίλους καὶ συμμάχους, αὐτό, ὅμως ἀπέβη φρούδα ἐλπίδα.
Ὅλοι οἱ κατακτητὲς λειτούργησαν ὡς ἀποικιοκράτες, οἱ ὁποῖοι πρῶτα ἔβαζαν τὸ συμφέρον τῆς πατρίδας τους καὶ μετὰ τῶν διαφόρων ἡγεμόνων τους. Τὶς περιοχὲς ποὺ εἶχαν κατακτήσει, τὶς ἔβλεπαν ὡς μέσο πλουτισμοῦ καὶ ἐκμετάλλευσης. Δυστυχῶς οἱ Ἕλληνες δὲν ἦταν πάντα ἑνωμένοι, κλῆρος, λαὸς καὶ ἄρχοντες γιὰ νὰ καταφέρουν νὰ ἀποτινάξουν τὸ ζυγὸ τῆς ἑκάστοτε σκλαβιᾶς τὸ συντομότερο δυνατόν. Ὅταν ἑνώνονταν κατάφερναν νὰ προβάλουν ἀντίσταση καὶ νὰ κερδίσουν τὴν πολύτιμη ἐλευθερία τους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ἀντωνιάδη, Σ., «Νέα στοιχεῖα ἀπὸ τὰ κατάστιχα τῆς Ἑλληνικῆς Ἀδελφότητας τῆς Βενετίας (16ο αἵ.)», Ἀφιέρωμα στὸν Μανόλη Τριανταφυλλίδη,  Ἀθήνα 1960, σσ. 63-67.
-Ἀρτέμη, Ε., «Οἱ Βασικότεροι Σταθμοὶ στὴ Ρήξη τῶν Σχέσεων Ἀνατολικῆς κᾶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας μέχρι τὸ Μέγα Σχίσμα τοῦ 1054», http://orthodoxiagr.gr/index.php/2011-07-06-05-40-12/78.html (2012).
- Ball, G. J., The Greek community in Venice: 1470-1620, University of London 1989.
- Γιαννακοπούλου, I. K.,  Ἕλληνες λόγιοι εἰς τὴν Βενετία. Μελέται ἐπὶ τῆς διαδόσεως τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων ἀπὸ τοῦ Βυζαντίου εἰς τὴν δυτικὴν Εὐρώπην, Ἀθήνα 1965.
- Ἰορδανίδου, Β. Γ., Βησσαρίων ὁ Τραπεζούντιος: βίος καὶ ἔργα, μεταπτυχιακὴ διατριβή, Θεσσαλονίκη 2010.
- Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τ. Ι΄, ΙΑ΄, ΙΒ΄, ΙΓ΄, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1977.
- Ἰωαννίδου, Ν., Ἡ ταυτότητα τῆς ἑλληνικῆς κοινότητας τῆς Βενετίας στὴν ἀρχιτεκτονικὴ καὶ τὴν πολεοδομία (14-16ος αἰώνας), Ἔκδ. ΤΕΕ, Ἀθήνα 2011.
- Καραθανάση, E. A., H Φλαγγίνειος Σχολὴ τῆς Βενετίας, Θεσσαλονίκη 1975.
- Καραμπελιά, Γ., «Τὸ 1204 καὶ ἡ διαμόρφωση τοῦ νεώτερου ἑλληνισμοῦ» , Ἄρδην 74, 51 (2009).
- Κιοσέ, Χ., «Πῶς οἱ Ἕλληνες «κατέκτησαν» τὴ Βενετία», E:\ΤΟ ΒΗΜΑ – Πῶς οἱ Ἕλληνες «κατέκτησαν» τὴ Βενετία – γνῶμες.mht (1999).
- Μανούσακα, I. M., «H πρώτη ἄδεια (1456) τῆς Βενετικῆς γερουσίας γιὰ τὸ ναὸ τῶν Ἑλλήνων τῆς Βενετίας καὶ ὁ καρδινάλιος Ἰσίδωρος», Θησαυρίσματα 1 (1962) 109-118.
-Τοῦ ἰδίου, «Τὰ κυριώτερα ἔγγραφα (1536-1599) γιὰ τὴν οἰκοδομὴ καὶ τὴ διακόσμηση τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Ἑλλήνων τῆς Βενετίας», Εἰς μνήμην Παναγιώτου A. Μιχελή, Ἀθήνα 1972, σσ. 334-355.
- Μαλτέζου, Χ. Α.,  «Βενετία, ἡ ἄλλη πατρίδα τῶν Ἑλλήνων», στὸν τόμο Δημοσία Ἰλαρία, σσ. 11-22.
- Norwich, J. J., A history of Venice, Vintage Books, New York 1989.
- Ρωμανίδου, Ἰω., «Τὰ αἴτια τοῦ σχίσματος», Ἐν Συνειδήσει, ἔκδ. τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου, Δεκέμβριος 2006.
- Σουλογιάννη, E., «H Σχολὴ Φλαγγίνη στὴ Βενετία. Μία πρώτη συμβολὴ στὴν ἱστορία τῆς λειτουργίας τῆς (1824-1907)», Δελτίον Ἰστoρικὴς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος 26 (1983) 203-326.
-Σχολικὸ Ἐγχειρίδιο Ἱστορίας Β΄ Γυμνασίου, Κέφ. 7ο :« Ἡ ἀνατολικὴ Μεσόγειός τους τελευταίους αἰῶνες τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας (13ος — 15ος αἰώνας), σσ. 104-105.
-http://sites.google.com/site/romeandromania/Home/13th-c/1299.



[1] Klaus Oehler, «H συνέχεια στὴν Ἑλληνικὴ Φιλοσοφία ἀπὸ τὸ τέλος τῆς Ἀρχαιότητας ὡς τὴν πτώση τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας», στὸ Λ. Μπενάκης (ἐπιμ.), Μεσαιωνικὴ Φιλοσοφία. Σύγχρονη Ἔρευνα καὶ Προβληματισμοί, ἔκδ. Παρουσία, Ἀθήνα 2000, σ. 46.
[2] Χαρακτηριστικὴ ἀναφορὰ στοὺς κατακτητὲς Δυτικοὺς καὶ Βενετοὺς σὲ περιοχὲς ποὺ ἀνῆκαν στὴν μέχρι τότε Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία κάνει ὁ Ἄλ. Παπαδιαμάντης στὸ ἔργο τοῦ Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν.
[3] http://www.byzantinemuseum.gr/el/permanentexhibition/from_Byzantium_to_
Modern_Era/ society_art_in_Venetian_Crete//
[4] «Ἡ ἐπίμονη ἀντίσταση τῶν Κρητικῶν ἐναντίον τῶν Βενετῶν κατακτητῶν, κάμπτεται τὸ 1293, ὕστερα ἀπὸ συμβιβασμὸ τῆς Γαληνοτάτης Δημοκρατίας μὲ τὸν ἐναπομείναντα ἀρχηγὸ τῶν ἐπαναστατῶν, τὸν Ἀλέξιο Καλλέργη. Καλλέργηδες, ἔχουν μετονομαστεῖ, ἐδῶ καὶ καιρό, ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του οἴκου τῶν Φωκάδων, διαβιοῦν στὴν Κρήτη. Μὲ τακτικὲς ἀντάξιές του «Ἡγεμόνος» τοῦ Νικολὸ Μακιαβέλλι, ὁ μέγας ἄρχων Ἀλέξιος Καλλέργης ἀποσπᾶ τὴ διασφάλιση ὁρισμένων ἐλευθεριῶν γιὰ τοὺς συμπατριῶτες του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπονομὴ ἄφθονων προνομίων γιὰ τὸν πολυμελῆ του οἶκο.
Ἔχοντας ἀνελιχτεῖ στὴν ἀρχηγία τῶν ἐπαναστατῶν σταδιακά, ὁ Ἀλέξιος Καλλέργηςεχει ἐξασφαλίσει τὴν ὑποστήριξη τοῦ Ὀρθοδόξου Κλήρου, πολλῶν ἀρχοντικῶν οἰκογενειῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν παροίκων (= δουλοπάροικοι), καὶ συνεχίζει τὸ σύστημα ἀνταρτοπολέμου (guerilla warfare), μὲ τὸ ὁποῖο οἱ Κρητικοὶ καταπονοῦν καὶ ἐξαντλοῦν τὶς βενετικὲς δυνάμεις κατοχῆς ἀνελλιπῶς, ἤδη ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς ἄφιξής τους. Ἔχοντας ἀκολουθήσει μὲ ἐπιτυχία τὴν ἴδια τακτικὴ πολέμου ἐδῶ γιὰ δέκα χρόνια, ὁ Καλλέργης ἔχει πλέον καταστεῖ κύριος της Δυτικῆς Κρήτης. Ἐν τῷ μεταξύ, ἔχει ξεσπάσει καὶ o B’ Βενετο-Γενουατικὸς Πόλεμος. Τότε εἶναι πού, καὶ οἱ Γενουάτες, καὶ ὁ βασιλεὺς αὐτοκράτωρ Ρωμαίων, Ἀνδρόνικος Β’ Παλαιολόγος, ἦρθαν σ’ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἡγεμονικὸ ἀρχηγὸ τῶν Κρητῶν ἐπαναστατῶν, Καλλέργη, γιὰ ν’ ἀποκτήσουν ἐκ νέου ἐρείσματα στὸ πλούσιο νησὶ (1294). Ὅμως, ἀντὶ νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὴν ἔξωθεν ἀρωγὴ γιὰ ν’ ἀποτινάξει τὸ βενετσιάνικο ζυγό, ὁ Καλλέργης ἀποφάσισε τότε ὅτι ἁπλὰ ἦταν ἡ στιγμὴ γιὰ ν’ ἀποσπάσει ἀπὸ τοὺς Βενετοὺς ἐπίσημες παραχωρήσεις. Δηλαδή, ὡς ἄλλος Ἀλκιβιάδης, κατὰ τὸ σωτήριο ἔτος 1294 ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὴ Βενετία τὴν ἱκανοποίηση τῶν προσωπικῶν του ἐπιθυμιῶν. Οἱ διαπραγματεύσεις μὲ τοὺς κατακτητές, καταλήγουν φέτος σὲ συμφωνία. Μὲ αὐτὴν τὴν περιβόητη συνθήκη, τὴν Pax Alexii Callergi, ἡ Βενετία ἀναγνωρίζει τὴν ἡγεμονικὴ θέση (status) τοῦ Καλλέργη, μὲ ἀντάλλαγμα ὅρκο πίστης καὶ ὑπακοῆς πρὸς τὴ Γαληνοτάτη Δημοκρατία», http://sites.google.com/site/romeandromania/Home/13th-c/1299.
[5]http://www.byzantinemuseum.gr/el/permanentexhibition/from_Byzantium_to_
Modern_Era/ society_art_in_Venetian_Crete/
[6] Σχολικὸ Ἐγχειρίδιο Ἱστορίας Β΄ Γυμνασίου, Κέφ. 7ο :« Ἡ ἀνατολικὴ Μεσόγειός τους τελευταίους αἰῶνες τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας (13ος-15ος αἵ.),  σσ. 104-105.
Ενωμένη ρωμιοσύνη

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...