Σίγουρα αποτέλεσε ένα αντίπαλο δέος στην Ελληνίδα φιλόσοφο Υπατία -με την οποία μάλιστα, σύμφωνα με ορισμένες Παραδόσεις ταυτίζεται - κατά τη μεσαιωνική σκέψη. Και εικάζεται ότι επινοήθηκε η μορφή αυτή με αυτό τον σκοπό. Έτσι, παρόμοια με την Υπατία, λέγεται ότι ήταν σοφή (ιδιαιτέρως όσον αφορά στη Φιλοσοφία και τη Θεολογία), πολύ όμορφη, αγνή, και ότι δολοφονήθηκε άγρια λόγω τής δημόσιας έκθεσης της πίστης της -105 χρόνια προ του θανάτου τής Υπατίας (αν και τα πρώτα κείμενα που την αναφέρουν, ή οι διάφορες παραλλαγές τους, χρονολογούνται πολύ αργότερα).
Στον ιστορικό περίγυρο της εποχής, η φιλόσοφος Υπατία υπήρξε εξέχουσα γυναικεία προσωπικότητα, αριστοκρατικής καταγωγής, νεαρά, μορφωμένη, ωραία, διακρινόμενη τόσο για τη σοφία όσο και για την αρετή της. Δεν σώζονται συγγράμματά της φιλοσοφικά, είναι ωστόσο γνωστό από παράλληλες ιστορικές πηγές, όπως το λεξικό Σούδας, ότι εξέφρασε την ορθολογική εκδοχή του νεοπλατωνισμού ενώ συγχρόνως ήταν μαθηματικός, γεωμέτρης και αστροφυσικός.
Ορισμένες πληροφορίες για την ίδια έχουμε επίσης από τον μαθητή της
Συνέσιο τον Κυρηναίο τον μετέπειτα επίσκοπο Πτολεμαΐδος. (P.G. 66, 132)
Η
χαρακτηριστική επιθυμία της για ενάρετο και άσπιλο βίο, καθώς και η
επιθυμία της να παραμείνει αγνή υπήρξε από της εποχής της ακόμη
παροιμιώδης, όπως και ο απότομος και «τραυματικός» τρόπος που
απο-γοήτευσε όσους την πλησίαζαν με ερωτικού είδους προθέσεις.
Η
εξαίρετη αυτή γυναικεία προσωπικότητα βρέθηκε στη μέση της θύελλας των
θρησκευτικών μηχανογραφιών των Ιουδαίων της Αλεξάνδρειας της εποχής της.
Οι συνθήκες θανάτου της είναι σκοτεινές και αδιευκρίνιστες ακόμη σήμερα
καθώς υποτίθεται ότι διαμελίστηκε από φανατισμένο όχλο με την προτροπή ή
την ανοχή του Πατριάρχου Κυρίλλου, ενώ ως κίνητρο αυτής της άνευ
επαρκούς λόγου δολοφονίας θεωρήθηκε η ερωτική της σύνδεση με τον Έπαρχο
Ορέστη.
Καμία
λογική ωστόσο δεν μπορεί να τεκμηριώσει ως αληθοφανή την εκδοχή αυτή,
εφόσον η Υπατία εξαιτίας της ιδεολογικής της αντίθεσης απέναντι στις
ερωτικές σχέσεις της εποχής της δεν είχε καμία τέτοιου είδους σύνδεση με
τον Ορέστη (παρά τους «ευσεβείς πόθους» του ιδίου και των εχθρών των
Ιουδαίων).
Αντιθέτως ο θάνατός της φαινόταν καταπληκτική «πολιτική» κίνηση για τους
Ιουδαίους καθώς με αυτόν οι ίδιοι επέτυχαν ταυτοχρόνως: α) να
θανατώσουν την μεγαλύτερη Ελληνίδα φιλόσοφο και επιστήμονα της εποχής
της, β) να κατασυκοφαντήσουν τον υπ' αριθμόν έναν εχθρό τους Πατριάρχη
Κύριλλο, γ) να παρουσιάσουν τους χαρακτηριστικά ήπιους, γαλήνιους,
ειρηνοποιούς και μακρόθυμους Χριστιανούς εκείνης της εποχής ως
αιμοδιψείς δολοφόνους, δ) να δυσφημίσουν τη Νέα Θρησκεία στη συνείδηση
των Ελλήνων Εθνικών και ε) να συνδέσουν το πρόσωπο του Ορέστου αρνητικά
με τον Κύριλλο και να εδραιώσουν τη συμπάθεια του πρώτου απέναντί τους.
Το
ισχυρότερο όμως επιχείρημα όλων είναι ότι η φιλόσοφος Υπατία είχε
μεταστραφεί στον Χριστιανισμό. Υπέρ της θέσης αυτής συγκλίνουν πολλά
στοιχεία.
Η
βασικότερη ωστόσο παράδοση, η οποία συνδέει τη ζωή της Αγίας Αικατερίνης
με αυτή της φιλοσόφου Υπατίας, έρχεται από τη Λαοδικεία της Μικράς
Ασίας.
Ο
συγγραφέας Β. Μυρσιλίδης αναφέρει στο σύγγραμμά του «Βιογραφία της
φιλοσόφου Ελληνίδος Υπατίας», Αθήναι 1926, ότι στο χωριό Δενισλί, στο
οποίο ο ίδιος υπηρέτησε ως διευθυντής της Σχολής της Ελληνικής
Κοινότητας το 1897, στις 25 Νοεμβρίου υπήρχε εορταστική πανήγυρις στην
οποία είχε λάβει μέρος και ο ίδιος «εις τιμήν και μνήμην Υπατίας
φιλοσόφου και μάρτυρος».
Ακόμη
στη βιογραφία του, ο ίδιος αναφέρει ότι στο Δενισλί της Λαοδικείας
υπήρχε και ναός «εκ βάθρων εις τιμήν και μνήμην της Υπατίας, της
φιλοσόφου και μάρτυρος» και ότι ο Ναός αυτός πανηγύριζε στις 25
Νοεμβρίου «της παρθενομάρτυρος Αγίας Αικατερίνης υπό το όνομα της οποίας
τα πλήθη των πέριξ οικούντων πιστών εορτάζουν την σοφήν ρήτορα κόρην
Υπατίαν».
Η
Υπατία, Ελληνίδα φιλόσοφος και μάρτυρας, προστάτιδα της σπουδάζουσας
νεολαίας και ιδιαιτέρως της φιλοσοφίας, τουλάχιστον κατά τη χριστιανική
παράδοση της Μικράς Ασίας είναι κατά την αντίληψή μας το ίδιο πρόσωπο με
την παρθενομάρτυρα Αγία Αικατερίνη.
Σε κάθε
περίπτωση, κι αν ακόμη δεχτούμε ότι όλες οι ομοιότητες του βίου της
παραβλεφτούν, ωστόσο είναι εύλογο να διαπιστώσουμε τουλάχιστον αυτό: α) η
φιλόσοφος Υπατία υπήρξε χριστιανή και β) η δολοφονία της έγινε κάτω από
συνθήκες συνωμοτικού σχεδίου των Ιουδαίων της εποχής εκείνης και καμιά
έγκυρη ιστορική πηγή δεν αποδεικνύει ότι την προκάλεσαν χριστιανοί.
Συνεχίζοντας την αναφορά μας στην Αγία Αικατερίνη, το απαράμιλλο
σωματικό της κάλλος, η εκπληκτική της μόρφωση, η αριστοκρατική της
καταγωγή και η αρετή με τη οποία ήταν στολισμένη, την έκαναν περιζήτητη
νύφη. Αυτή όμως αρνιόταν κάθε παρόμοια πρόταση, έως ότου κάποιος Μοναχός
τής γνώρισε τον αληθινό Νυμφίο των ψυχών, τον Ιησού Χριστό. Βαπτίσθηκε
και ονομάσθηκε Αικατερίνα, που κατά μία εκδοχή σημαίνει Στεφανία ή
Πολυστεφανία.
«...Και
πολλοί πλουσιότατοι άρχοντες της Συγκλήτου ζήτησαν να συμπεθερεύσουν με
τη μητέρα τής Αικατερίνης, η οποία ήταν κρυφά Χριστιανή και δεν το
εκδήλωνε εξαιτίας τού μεγάλου διωγμού που κίνησε τον καιρό εκείνο
εναντίον των πιστών ο Μαξέντιος. Οι συγγενείς, λοιπόν και η μητέρα της
τη συμβούλευαν να παντρευτεί, για να μην πάει η βασιλεία τού πατέρα της
σε ξένο άνθρωπο και αποξενωθούν τελείως από αυτήν. Η Αικατερίνη, όμως,
αγαπούσε την παρθενία πολύ ως φιλόσοφος και, προφασιζόμενη διάφορες
αιτίες, έλεγε ότι δεν συμφωνούσε καθόλου να παντρευτεί.
Από την
πηγή: «Περιγραφή Ιερά του Αγίου και Θεοβάδιστου Όρους Σινά», που
περιέχει στοιχεία για την Αγία Αικατερίνη, παραθέτουμε τον εξής διάλογο
και το ενύπνιο, που αφορά στην πνευματική της αναγέννηση.
«-Βρείτε
μου έναν νέο που να είναι όμοιός μου στα τέσσερα Χαρίσματα που
ομολογείτε πως υπερέχω από τις άλλες κοπέλες, και τότε θα τον πάρω για
σύζυγό μου, διότι δεν καταδέχομαι να πάρω κάποιον αναξιότερό μου.
Ερευνήστε λοιπόν παντού αν υπάρχει κάποιος όμοιός μου στην ευγένεια,
στον πλούτο, στη σοφία και στην ωραιότητα. Και αν του λείπει και ένα από
αυτά τα Χαρίσματα, δεν μου είναι άξιος.
Και
αυτοί, γνωρίζοντας ότι ήταν αδύνατον να βρεθεί τέτοιος άνθρωπος,
αποκρίθηκαν ότι ο γιος τού βασιλιά τής Ρώμης και κάποιοι άλλοι ευγενείς
και πλουσιότεροι από αυτήν μόνο στη σοφία και την ωραιότητα δεν της
έμοιαζαν. Και εκείνη έλεγε ότι δεν καταδεχόταν να πάρει για σύζυγο
κάποιον κατώτερό της.
Η μητέρα
της είχε ως Πνευματικό της έναν αγιότατο άνθρωπο, που κατοικούσε έξω
από την πόλη, κρυμμένος. Πήρε, λοιπόν, την Αικατερίνη και πήγαν σε αυτόν
να συμβουλευθούν. Ο ασκητής, βλέποντας την ευταξία τής κόρης και
ακούγοντας τα γνωστικά και μέτρια λόγια της, έβαλε στον νου του να την
οδηγήσει προς την επίγνωση του Ουράνιου Βασιλιά Χριστού. Της λέει,
λοιπόν:
-Γνωρίζω
έναν θαυμάσιο άνθρωπο, ο οποίος σε υπερβαίνει ασύγκριτα σε όλα τα
Χαρίσματα που είπες και σε άλλα αμέτρητα. Η ωραιότητά του υπερνικά σε
λάμψη τον Ήλιο, η σοφία του κυβερνά όλα τα αισθητά και νοητά κτίσματα, ο
πλούτος των θησαυρών του μοιράζεται σε όλον τον κόσμο και ποτέ δεν
λιγοστεύει, αλλά, καθώς διαδίδεται, αυξάνεται. Η ευγένειά του είναι
απερίγραπτη και ανεκλάλητη.
Αυτά και
άλλα περισσότερα λέγοντας ο ασκητής, νόμισε η κόρη ότι έλεγε για
κάποιον επίγειο άρχοντα, για αυτό άλλαξε γνώμη και ρωτούσε λεπτομέρειες,
αν ήταν αληθινά όλα τα εγκώμια και οι τόσοι έπαινοι που είπε προς αυτήν
για τον άνθρωπο εκείνο. Εκείνος βεβαίωνε όσα είπε και διηγούταν και τις
υπόλοιπες χάρες του. Τότε τού λέει η κόρη:
-Τίνος γιος είναι αυτός που τόσο επαινείς;
Και ο ασκητής τής αποκρίθηκε:
-Αυτός
δεν έχει πατέρα πάνω στη γη, αλλά γεννήθηκε απερίγραπτα και υπερφυσικά
από μια ευγενέστατη Υπεραγία και Χαριτωμένη Παρθένο, η οποία αξιώθηκε
για την υπερβολική της αγιότητα να μείνει αθάνατη στην ψυχή και το σώμα,
αναλαμβανόμενη υπεράνω των ουρανών και προσκυνείται από όλους τους
αγίους αγγέλους ως βασίλισσα όλης τής κτίσεως.
Του λέει τότε η Αικατερίνη:
-Είναι δυνατόν να δω αυτόν τον νέο, για τον οποίο διηγείσαι τέτοια θαυμάσια πράγματα;
Και της απάντησε ο γέροντας:
-Αν κάνεις όπως θα σου πω, θα αξιωθείς να δεις το υπέρλαμπρο και πάμφωτο πρόσωπό του.
Του είπε τότε εκείνη:
-Σε
βλέπω άνθρωπο γνωστικό και σεβάσμιο γέροντα και πιστεύω ότι δεν ψεύδεσαι
σε όσα είπες. Είμαι, λοιπόν, έτοιμη να πράξω όλα όσα θα μου προστάξεις.
Ο
ασκητής τής έδωσε μια εικόνα στην οποία ήταν ζωγραφισμένη η Παναγία
Θεοτόκος, που είχε αγκαλιά της το Θείο Βρέφος και της λέει:
-Αυτή
είναι η Αειπάρθενος Μητέρα εκείνου για τον οποίο σου είπα τέτοια
θαυμάσια πράγματα. Πάρ' την, λοιπόν, στο σπίτι σου και κλείνοντας την
πόρτα τού δωματίου σου κάνε ολονύκτια προσευχή με ευλάβεια προς αυτήν, η
οποία ονομάζεται Μαρία και παρακάλεσέ την να καταδεχτεί να δείξει σε
εσένα τον Υιό της και ελπίζω ότι, αν προσευχηθείς με πίστη, θα σε
υπακούσει να δεις εκείνον που ποθεί η ψυχή σου.
Τότε η
κόρη, παίρνοντας την ιερή εικόνα, έφυγε για το παλάτι και τη νύκτα
κλείστηκε μόνη στην κάμαρα και προσευχόταν, όπως τής είχε εξηγήσει ο
γέροντας. Έτσι, λοιπόν, καθώς προσευχόταν, από τον κόπο την πήρε ο ύπνος
και βλέπει στο όραμά της τη Βασίλισσα των αγγέλων, όπως ήταν
ζωγραφισμένη με το Άγιο Βρέφος, το Οποίο ακτινοβολούσε πιο πολύ από τον
Ήλιο, όμως έστρεφε το πρόσωπό Του προς τη Μητέρα Του. Για αυτό, η κόρη
έβλεπε μόνο την πλάτη Του. Και, επιθυμώντας να Το δει και στο πρόσωπο,
πήγε από το άλλο μέρος. Ο Χριστός, όμως, έστρεφε και πάλι το πρόσωπό Του
από την άλλη μεριά. Όταν αυτό έγινε τρεις φορές, ακούει την Παναγία να
Του λέει:
-Δες τέκνο μου τη δούλη Σου Αικατερίνη πόσο ωραία και πάγκαλος είναι.
Και Εκείνος αποκρίθηκε:
-Είναι μάλιστα τόσο σκοτεινή και άσχημη, που δεν μπορώ να τη βλέπω.
Του λέει η Θεοτόκος:
-Δεν είναι σοφή περισσότερο από όλους τους ρήτορες, πλούσια και ευγενής περισσότερο από όλες τις νέες όλων των πόλεων;
Και ο Χριστός αποκρίθηκε:
-Μητέρα
μου, σου λέω ότι είναι άγνωστη, φτωχή και τόσο άξια περιφρονήσεως,
εφόσον βρίσκεται σε τέτοια διάθεση, που δεν καταδέχομαι να με δει στο
πρόσωπο.
Κι εκείνη Τού είπε:
-Σε
παρακαλώ, γλυκύτατο Τέκνο μου, μην καταφρονήσεις το πλάσμα Σου, αλλά
νουθέτησέ την και εξήγησέ της τι να πράξει, για να απολαύσει τη δόξα Σου
και να δει το υπέρλαμπρο και πολυπόθητο πρόσωπό Σου, το οποίο επιθυμούν
να βλέπουν οι άγγελοι.
Ο Χριστός τότε αποκρίθηκε:
-Ας πάει
στον γέροντα, από τον οποίο πήρε την εικόνα, και ας κάνει όπως τη
συμβουλέψει, και τότε, αφού βαπτισθεί, θα με δει και θα λάβει πολλή
αγαλλίαση και ωφέλεια.
Όταν τα
είδε αυτά η κόρη, ξύπνησε. Και, θαυμάζοντας για αυτήν την οπτασία έφυγε
το πρωί με λίγες γυναίκες και πήγε στο κελί τού γέροντα και πέφτοντας με
δάκρυα στα πόδια του, του διηγήθηκε το όραμα και τον παρακαλούσε θερμά
να τη νουθετήσει τι να πράξει, για να απολαύσει αυτό που ποθεί. Και ο
όσιος της διηγήθηκε λεπτομερώς όλα τα μυστήρια της αληθινής μας Πίστεως,
αρχίζοντας από τη δημιουργία τού κόσμου και την πλάση τού Αδάμ μέχρι
και τη Δευτέρα Παρουσία τού Δεσπότου Χριστού. Και για την απερίγραπτη
δόξα τού Παραδείσου και για τη γεμάτη ωδίνες και ατελείωτη Κόλαση. Και
την κατήχησε σε τέτοιο βαθμό, που γνώριζε σε λίγο διάστημα όλες τις
λεπτομέρειες της Πίστεως, επειδή γνώριζε Γράμματα και είχε μεγάλη σοφία.
Έτσι, πιστεύοντας με όλη της την καρδιά, έλαβε από αυτόν το Άγιο
Βάπτισμα. Μετά τής παρήγγειλε να παρακαλέσει και πάλι με πόθο την
Υπεραγία Θεοτόκο για να της εμφανιστεί όπως και πριν. Αφού, λοιπόν, με
το Βάπτισμα απέβαλε τον «παλαιό» άνθρωπο και ενδύθηκε αδιάφθορη στολή,
επέστρεψε στα ανάκτορα και όλη τη νύκτα παρακαλούσε νηστική και
προσευχόταν με δάκρυα, μέχρι που και πάλι την έπιασε ο ύπνος. Και τότε
βλέπει την ουράνια Βασίλισσα με το Θείο Βρέφος, το Οποίο έβλεπε την
Αικατερίνη με πολλή ευσπλαχνία και ιλαρότητα. Και η μεν Θεομήτωρ ρώτησε
τον Δεσπότη αν Του είναι αρεστή η Παρθένος, ο δε Υιός αποκρίθηκε:
-Τώρα
έγινε ολόλαμπρη και ένδοξη, αυτή που πριν ήταν σκοτεινή και άχαρη· η
φτωχή και άγνωστη έγινε πλούσια και πάνσοφη· η καταφρονεμένη και άσημη
έγινε ευγενής και φημισμένη και είναι πλήρης με τόσα αγαθά και χάριτες
και τόσο την επιθυμώ, που συμφωνώ να τη μνηστευθώ και να την πάρω για
άφθορη νύφη μου.
Τότε η Αικατερίνη έπεσε στη γη με δάκρυα λέγοντας:
-Δεν είμαι άξια, Υπερένδοξε Δέσποτα, να βλέπω τη Βασιλεία Σου, αλλά αξίωσέ με να είμαι κι εγώ μαζί με τους δούλους Σου.
Και η Θεοτόκος πήρε το δεξί χέρι τής κόρης και λέει στον Χριστό:
-Τέκνο μου, δος της για αρραβώνα δακτυλίδι για να τη νυμφευθείς και να την αξιώσεις τής Βασιλείας Σου.
Τότε ο Δεσπότης Χριστός τής έδωσε ένα ωραιότατο δακτυλίδι, λέγοντάς της:
-Από
σήμερα θεωρείσαι άφθορη και αιώνια Νύμφη μου και φύλαξε μέ ακρίβεια αυτή
τη συμφωνία και να μη λάβεις ποτέ επίγειο νυμφίο.
Και μετά
από αυτό τελείωσε το όραμα. Και όταν ξύπνησε η Κόρη, βλέπει ότι αληθινά
υπήρχε στο δεξί της χέρι το δακτυλίδι. Και γέμισε από μεγάλη ευφροσύνη
και αγαλλίαση, που αιχμαλωτίστηκε η καρδιά της από την ώρα εκείνη από
τον Θείο Έρωτα. Και τόσο αλλοιώθηκε με την «καλή αλλοίωση», που δεν
φρονούσε πλέον επίγεια πράγματα, αλλά μό-νο τα άφθαρτα κάλλη τού
ποθουμένου Χριστού φανταζόταν. Αυτόν ποθούσε, Αυτόν μελετούσε, όταν
κοιμόταν και όταν ήταν ξύπνια».
Σύμφωνα
με την Παράδοση και τα Συναξάρια τής Αγίας Αικατερίνης, κατά τη διάρκεια
των διωγμών τού Αυτοκράτορα Μαξιμίνου, στις αρχές τού 4ου αιώνα, σε
ηλικία 18 ετών, ομολόγησε την πίστη της στον Ιησού Χριστό και δημοσίως
κατηγόρησε τον Αυτοκράτορα για τις θυσίες του προς τα είδωλα. Εκείνος
ανέθεσε σε πενήντα ή, κατ' άλλους, σε εκατόν πενήντα περίφημους ρήτορες
(ο αριθμός εξ αντιθέτου χαρακτηρίζει τη ρητορική δεινότητα της Αγίας),
προκειμένου, συζητώντας μαζί της να της αποδείξουν το αβάσιμο και
στρεβλό των ιδεών (δοξασιών) της. Αποτέλεσμα, όμως, υπήρξε το αντίθετο. Ο
Μιχαήλ ο Αρχάγγελος ήλθε από τον ουρανό και της είπε: «μη φοβού η παις
τού Κυρίου. Ιδού γαρ ο Κύριος θέλει δώση σοι σοφίαν εις την σοφίαν σου,
να νικήσης τους ρήτορας. Και ου μόνον αυτοί, αλλά και πολλοί να
πιστεύσωσι δια σου, και να λάβετε πάντες τού Μαρτυρίου τον στέφανον».
Πράγματι, η Αικατερίνη με την κομψότητα του λόγου της και των
επιχειρημάτων της «εφήμωσε λαμπρώς τους κομψούς των ασεβών, του
πνεύματος την μαχαίραν» (σύμφωνα με το Απολυτίκιο της Αγίας). Έχουσα
μελετήσει σε βάθος το έργο τού μεγάλου Έλληνα ποιητή, του Ομήρου,
αναφέρεται στους στοχασμούς και τις δοξασίες του. Ο Όμηρος αναφέρει,
για τον μέγιστο Θεό Δία πως είναι ψεύτης, απατεώνας και πανούργος και
πως ήθελαν να δέσουν αυτόν η Ήρα, ο Ποσειδώνας και η Αθηνά, αν δεν
έφευγε να κρυφθεί. Ομοίως, γράφει και άλλα παρόμοια προς καταφρόνηση των
Θεών αυτών. Επιπλέον, η Αγία Αικατερίνη αναφέρει και τη θέση τής σοφής
Σίβυλλας, που μαρτυρεί την ένθεη σάρκωση και τη σωτήρια Σταύρωση. Ο Θεός
είναι αληθής, δημιουργός ουρανού και γης και θαλάσσης, ηλίου και
σελήνης, και παντός ανθρωπίνου γένους, ακατάληπτος, ανεξιχνίαστος και
άρρητος.
Η Αγία
Αικατερίνη, απευθυνόμενη στους συνομιλητές της, έκανε μνεία σε ποιητές
και φιλοσόφους, τον Πλάτωνα, τον Ορφέα και τον Απόλλωνα, οι οποίοι
καθαρά και σαφέστατα, αν και χωρίς να το επιδιώκουν, ομολόγησαν την
πίστη τους στον Θεό και Χριστό, τον οποίο αυτός ο παντοδύναμος Κύριος
οικονόμησε.
Αλλά
ακόμη και τα σοφά της επιχειρήματα, με την πειστική ανάπτυξη των ιδεών
της, κατάφεραν να προσηλυτίσουν αυτούς οι οποίοι τελικά ασπάσθηκαν τον
Χριστιανισμό. Όταν ο Αυτοκράτορας έμαθε το αποτέλεσμα, οργίσθηκε τόσο
που διέταξε την θανατική καταδίκη όλων στην πυρά στο μέσον τής πόλης, τη
δε Αικατερίνη σε μαρτύρια μέχρι θανάτου. Η Αγία βασανίσθηκε σκληρά,
αλλά αντί να καμφθεί το ηθικό της, κατόρθωσε με το ένθεο παράδειγμά της
να προσελκύσει στη χριστιανική Πίστη τη σύζυγο του Αυτοκράτορα,
Φαυστίνα, η οποία θαύμασε τις αρετές και την καρτερικότητά της, γνώρισε
την Αγία και την αγάπησε. Όταν, λοιπόν, έλειπε ο σύζυγός της από την
πόλη, ζήτησε να την επισκεφθεί με συνοδεία 200 στρατιωτών υπό τον
Φρούραρχο Πορφυρίωνα ή Πορφύριο, άνθρωπο άξιο και έμπιστο, λέγοντας σε
αυτόν:
«-Την
περασμένη νύχτα είδα σε όραμα την Αικατερίνη καθισμένη μεταξύ πολλών
παρθένων. Όταν με είδε, με κάθισε κοντά της και μου έβαλε στο κεφάλι
χρυσό στεφάνι λέγοντας: «Ο Δεσπότης Χριστός σού στέλλει αυτό το
στεφάνι». Σε παρακαλώ, λοιπόν, Πορφυρίωνα, να βρεις έναν τρόπο να
συναντήσω απόψε την κόρη αυτή.»
«-Θα εκπληρώσω την επιθυμία σου, δέσποινα», απάντησε ο Πορφυρίων.
Όταν νύχτωσε, λοιπόν, πήρε διακόσιους στρατιώτες και πήγαν στη φυλακή με τη βασίλισσα.
Έδωσαν
χρήματα στον δεσμοφύλακα και εκείνος τους άνοιξε την πόρτα τής φυλακής. Η
Αυγούστα έπεσε με δάκρυα στα πόδια τής Μάρτυρος, λέγοντας:
«-Τώρα
είμαι καλότυχη και ευτυχισμένη, γιατί σε γνώρισα. Ποθούσα να δω το
βασιλικό σου πρόσωπο και διψούσα ν' ακούσω τα μελίρρυτα λόγια σου. Τώρα
και αν στερηθώ τη ζωή και τη βασιλεία μου, δεν θα λυπηθώ καθόλου. Είσαι
ζηλευτή συ, που προσκολλήθηκες σε τέτοιο Δεσπότη, που σου χαρίζει τόσες
δωρεές και χαρίσματα».
«-Κι'
εσύ είσαι ευτυχισμένη, βασίλισσά μου, γιατί βλέπω, το στεφάνι που σου
βάζουν στο κεφάλι οι Άγιοι Άγγελοι. Μετά τρεις μέρες θα το πάρεις, αφού
υπομείνεις μαρτύριο. Τότε θα πας κοντά στον Αληθινό Βασιλέα, για να
βασιλεύσεις αιώνια», της απάντησε η Αγία Αικατερίνη.
«-Φοβάμαι τα βασανιστήρια και τον σύζυγό μου, γιατί είναι πολύ σκληρός και απάνθρωπος», της είπε η Φαυστίνα.
«-Έχε
θάρρος. Στην καρδιά σου θα βρίσκεται ο Χριστός, που θα σε δυναμώνει στη
δύσκολη ώρα τού μαρτυρίου. Πολύ λίγο θα πονέσει το σώμα σου εδώ, για να
αναπαύεται εκεί αιώνια», της αποκρίθηκε εκείνη.
Ενώ οι δύο γυναίκες έλεγαν αυτά, ρώτησε ο Πορφυρίων την Αγία:
«-Τι χαρίζει ο Χριστός σε όσους πιστεύουν; Θέλω και εγώ να τον γνωρίσω και να γίνω οπαδός του».
«-Δεν διάβασες ποτέ καμιά Γραφή των Χριστιανών; Ούτε έχεις ακούσει τίποτε για αυτά;»
«-Από
παιδί βρίσκομαι στους πολέμους και μόνο μ' αυτούς ασχολούμαι. Δεν έχω
φροντίσει για αλλά πράγματα. «Δεν μπορεί η γλώσσα να διηγηθεί τα αγαθά,
που ο Θεός ετοιμάζει για όσους Τον Αγαπούν και τηρούν τις εντολές του»,
τού απάντησε η Αγία.
Τότε η
Θεία Χάρη γέμισε την καρδιά τού Πορφυρίωνα. Πίστεψε με όλη του την
καρδιά στον Χριστό μαζί με τους διακόσιους στρατιώτες του και, αφού
πήραν όλοι δύναμη από τη Μεγαλομάρτυρα, έφυγαν.
Όταν το
έμαθε ο Αυτοκράτορας, οργίστηκε και διέταξε τον αποκεφαλισμό τής
Φαυστίνας και της ακολουθίας της και την τελική πλέον εκτέλεση της
Αγίας. Μέσο θανάτωσης ήταν ο «βασανιστικός τροχός», που έμοιαζε με
τροχό, η περιφέρεια του οποίου έφερε καρφιά (ήλους), που ετίθετο σε
κίνηση με σχοινιά και τροχαλίες, πλησιάζοντας αργά το ιστάμενα δεμένο
σώμα τού καταδίκου) με συνέπεια τις αρχικές εκδορές μέχρι διαμελισμού. Ο
θρύλος στο σημείο αυτό αναφέρει πως τα καρφιά τού τροχού, όταν
πλησίασαν το σώμα τής Αγίας αυτά ένα-ένα απόσπονταν ή θραύονταν. Κατ'
άλλο θρύλο, ο εν λόγω τροχός, πριν πλησιάσει το σώμα τής Αγίας,
διαλύθηκε «στα εξ ων συνετέθη». Έτσι και αποφασίσθηκε τελικά ο
αποκεφαλισμός τής Αγίας.
Κατά την
Παράδοση, μετά από τον αποκεφαλισμό της (αρχές τού 4ου αιώνα) το
πάναγνο σώμα τής Αγίας μεταφέρθηκε υπό «πτερύγων αγγέλων» στην κορυφή
τού υψηλότερου όρους τού Σινά, στην κορυφή Χωρήβ, ύψους 1990 μέτρων,
όπου ο Μωυσής είχε παραλάβει από τον Θεό τις Δέκα Εντολές, το οποίο
σήμερα φέρει και το όνομά της, αφού επί αιώνες το σώμα της έμεινε άταφο,
κατά τούς βιογράφους της και την ιερή Παράδοση, μέχρι τον 6ο αιώνα,
όπου ερημίτες μοναχοί τής περιοχής μέσω οράματος ειδοποιήθηκαν και
κατέβασαν από το όρος το σώμα τής Αγίας, το οποίο και εναπόθεσαν σε
μαρμάρινη λάρνακα. Σύμφωνα με τους βιογράφους και τους συναξαριστές της
Αγίας Αικατερίνης δύο θαύματα έγιναν την ώρα του αποκεφαλισμού της.
Πρώτον, αντί για αίμα έτρεξε από το λαιμό της γάλα και, δεύτερον, το
άγιο σκήνωμά της εξαφανίσθηκε αμέσως από το σημείο του μαρτυρίου. Κατά
άλλη Παράδοση, Χριστιανοί Αιγύπτιοι Μοναχοί βρήκαν το ιερό σκήνωμα της
Αγίας και το μετέφεραν στο Άγιο Βήμα τού Καθολικού τής Μονής Σινά, μέσα
σε μία μαρμάρινη λάρνακα. Στη συνέχεια, ενημερώθηκε ο αυτοκράτορας
Ιουστινιανός, ο οποίος και έκτισε τη γνωστή ιερή Μονή τής Αγίας
Αικατερίνης τού Σινά και τον ναό (καθολικό) τής Μεταμορφώσεως του
Σωτήρος (που κτίσθηκε μεταξύ 548-565), εντός τού οποίου και τοποθετήθηκε
η μαρμάρινη λάρνακα, εξ ου και το όνομα της εκκλησίας «Αγία
Αικατερίνη».
Αξιοζήλευτο δώρο τού Θεού στην ιερά Μονή Σινά αποτελούν τα Ιερά Λείψανα
της αγίας Αικατερίνης, τα οποία βρέθηκαν στο Παρεκκλήσιο της κορυφής τού
όρους, που φέρει σήμερα το όνομά της. Ο τόπος, όπου ανακαλύφθηκε το
Άγιο Λείψανο, είναι ακριβώς κάτω από την Αγία Τράπεζα. Δίπλα στο
Παρεκκλήσιο υπάρχουν δύο δωμάτια για τους προσκυ-νητές. Η θέα από εδώ
είναι θαυμάσια. Ο προσκυνητής μπορεί να δει την Ερυθρά Θάλασσα νοτίως,
και τον Κόλπο τού Εϊλάτ ανατολικά.
Το μύρο,
που ανάβλυζε και ακόμη αναβλύζει από τη Αγία Κάρα τής αγίας, είναι ένα
συνεχές θαύμα. Η ευλάβεια προς την Αγία Αικατερίνη και το όνομά της
διαδόθηκε στη Δύση από τους Σταυροφόρους, και από τον 11ο αιώνα και μετά
η Μονή τού Θεοβάδιστου Όρους Σινά άρχισε να γίνεται γνωστή και ως Μονή
τής Αγίας Αικατερίνης.
Η
μαρμάρινη Λάρνακα, στην οποία φυλάσσεται σήμερα το τίμιο λείψανο της
Αγίας Αικατερίνης, ευρίσκεται στη νότια πλευρά τού Αγίου Βήματος του
Καθολικού. Είναι έργο που συνέθεσε ο λιθοξόος και Σκευοφύλακας της Μονής
Προκόπιος, αξιοποιώντας παλαιοχριστιανικά θωράκια. Όλοι οι προσκυνητές
έχουν τη δυνατότητα να προσκυνήσουν τα τίμια λείψανα της Αγίας μετά το
πέρας των ιερών Ακολουθιών. Τότε τα τίμια λείψανα εκτίθενται για
προσκύνηση και δίδεται σε κάθε προσκυνητή ως ευλογία αργυρό ομοίωμα του
δακτυλιδιού τής Αγίας. Το δακτυλίδι αυτό συμβολίζει τον πνευματικό
αρραβώνα τής Αγίας με τον Χριστό (βλ. «ιερό γάμο») και τον σύνδεσμο κάθε
προσκυνητή με τη Μονή· θεωρείται δε μεγάλο φυλακτό, το οποίο οι
προσκυνητές συνήθως φορούν δια βίου.
Ιερά
λείψανα, όμως, τής Αγίας Αικατερίνης τής Μεγαλομάρτυρος φέρονται να
επιδεικνύονται από τα μέσα τού 11ου αιώνα και στη νορμανδική πόλη Ρουάν,
όπου, κατά τους Ρωμαιοκαθολικούς, τα έφερε εκεί περί το 1027 ο ερημίτης
μοναχός Συμεών.