Ναπολέων Λαπαθιώτης: Ομοφυλόφιλος, κομμουνιστής,
τοξικομανής, αυτόχειρας, καταραμένος ποιητής, Όσκαρ Ουάιλντ της Ελλάδας. Αυτά
είναι μόνο μερικά από τα επίθετα που μπορούν να χαρακτηρίσουν το Ναπολέοντα
Λαπαθιώτη (1888 - 1944)
(διαβάστε μερικά βιογραφικά στοιχεία του ΕΔΩ)
ΚΑΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΣΕ ΜΙΑ ΦΩΝΗ Αυ τό το βράδυ, η Ρηνούλα δεν κοιμήθηκε. Σαν ένας πυρετός γλυκός, της μέλωνε τα μέλη. Όλη νύχτα, μέχρι το πρωί, το αίμα της, πρώτη φορά, της τραγουδούσε, φανερά, τόσο ζεστά τραγούδια…Κι όταν, προς τα χαράματα, την πήρε λίγος ύπνος, είδε πως ήταν μέσα σ΄ ένα δάσος, −ένα μεγάλο δάσος γαλανό, μ’ ένα πλήθος άγνωστα κι αλλόκοτα λουλούδια.
Περπατούσε, λέει, μέσ’ στην πρασινάδα, σκυμμένη, και με κάποια δυσκολία, χωρίς, όμως αυτό, να συνοδεύεται κι απ’ τη συνηθισμένην αγωνία, που συνοδεύει κάποιους εφιάλτες. […] Και την ίδια τη στιγμή, χωρίς ν’ αλλάξει τίποτε, μια μελωδία σιγανή γεννήθηκε κ ι απλώθηκε, σαν ένα κόρο από γνώριμες φωνές, που, μέσα τους, ξεχώριζε γλυκιά και δυνατή, την ήμερα παθητική και πλέρια του Σωτήρη! Κι η φωνή δυνάμωνε, δυνάμωνε, και σε λίγο σκέπασε και σκόρπισε τις άλλες, −κι έμεινε μονάχη και κυρίαρχη, γιομίζοντας τη γη, τον ουρανό, γιομίζοντας το νου και την καρδιά της!....
Κι είχ’ ένα παράπονο βαθύ, η χιμαιρική αυτή φωνή, − κι έμοιαζε μ’ ένα χάδι τρυφερό, λησμονημένο, γνώριμο, κι απόκοσμο! Κι η ψυχή της έλιωνε βαθιά, σαν το κερί, σβήνοντας σε μια γλύκα πρωτογνώριστη, σε μια σπαραχτική, πρωτοδοκίμαστη, και σαν απεγνωσμένη, νοσταλγία! Και καθώς ήταν έτοιμη να σβήσει, και να λιώσει, πίστεψε πως ήταν πια φτασμένη στον παράδεισο… Κι η Ρηνούλα ξύπνησε με μιας, σα μεθυσμένη, −και κρύβοντας το πρόσωπο μέσ’ στο προσκέφαλό της, μην τύχει και τη νιώσουν από δίπλα, ξέσπασε σ’ ένα σιγανό παράπονο πνιγμένο…
Ν. Λαπαθιώτης, Κάπου περνούσε μια φωνή, Εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα 2011, σ. 71-73
ΚΑΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΣΕ ΜΙΑ ΦΩΝΗ Αυ τό το βράδυ, η Ρηνούλα δεν κοιμήθηκε. Σαν ένας πυρετός γλυκός, της μέλωνε τα μέλη. Όλη νύχτα, μέχρι το πρωί, το αίμα της, πρώτη φορά, της τραγουδούσε, φανερά, τόσο ζεστά τραγούδια…Κι όταν, προς τα χαράματα, την πήρε λίγος ύπνος, είδε πως ήταν μέσα σ΄ ένα δάσος, −ένα μεγάλο δάσος γαλανό, μ’ ένα πλήθος άγνωστα κι αλλόκοτα λουλούδια.
Περπατούσε, λέει, μέσ’ στην πρασινάδα, σκυμμένη, και με κάποια δυσκολία, χωρίς, όμως αυτό, να συνοδεύεται κι απ’ τη συνηθισμένην αγωνία, που συνοδεύει κάποιους εφιάλτες. […] Και την ίδια τη στιγμή, χωρίς ν’ αλλάξει τίποτε, μια μελωδία σιγανή γεννήθηκε κ ι απλώθηκε, σαν ένα κόρο από γνώριμες φωνές, που, μέσα τους, ξεχώριζε γλυκιά και δυνατή, την ήμερα παθητική και πλέρια του Σωτήρη! Κι η φωνή δυνάμωνε, δυνάμωνε, και σε λίγο σκέπασε και σκόρπισε τις άλλες, −κι έμεινε μονάχη και κυρίαρχη, γιομίζοντας τη γη, τον ουρανό, γιομίζοντας το νου και την καρδιά της!....
Κι είχ’ ένα παράπονο βαθύ, η χιμαιρική αυτή φωνή, − κι έμοιαζε μ’ ένα χάδι τρυφερό, λησμονημένο, γνώριμο, κι απόκοσμο! Κι η ψυχή της έλιωνε βαθιά, σαν το κερί, σβήνοντας σε μια γλύκα πρωτογνώριστη, σε μια σπαραχτική, πρωτοδοκίμαστη, και σαν απεγνωσμένη, νοσταλγία! Και καθώς ήταν έτοιμη να σβήσει, και να λιώσει, πίστεψε πως ήταν πια φτασμένη στον παράδεισο… Κι η Ρηνούλα ξύπνησε με μιας, σα μεθυσμένη, −και κρύβοντας το πρόσωπο μέσ’ στο προσκέφαλό της, μην τύχει και τη νιώσουν από δίπλα, ξέσπασε σ’ ένα σιγανό παράπονο πνιγμένο…
Ν. Λαπαθιώτης, Κάπου περνούσε μια φωνή, Εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα 2011, σ. 71-73
Αυτά μαθαίνουν σήμερα τα παιδιά μας.....
http://skeftomasteellhnika.blogspot.gr/2013/05/blog-post_2726.html
http://koukfamily.blogspot.gr/2013/06/b.html