ΣΤΑ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΑ, που είναι γεμάτα με ολόχρυσες σελίδες ηρωικών πράξεων, διαβάζουμε την ακόλουθη συγκινητική ιστορία:
Όταν Αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Μαξιμιανός, μαρτύρησε στην
Αίγυπτο γύρω στα 304 ο Άγιος Ούαρος, νεαρός ακόμη αξιωματικός κάποιας
ρωμαϊκής λεγεώνας. Σαν Χριστιανός, συνελήφθη μέσα στις φυλακές που
πήγαινε κρυφά για να ανακουφίζει και να δίνει θάρρος στους μάρτυρες.
Ήρθε έτσι και η δική του σειρά να χύση το αίμα του για την αγάπη του
Χριστού. Στον τόπο του μαρτυρίου του βρέθηκε, σταλμένη από την Θεια
Πρόνοια, μια πολύ ευσεβής χριστιανή, η Κλεοπάτρα. Ήταν χήρα, αλλά
πλουσιότατη και είχε κοντά της τον μικρό μοναχογιό της. Η ευγενής κύρια
παρακολούθησε με βαθύ πόνο τα σκληρά βασανιστήρια, που έκαναν στον νέο
για αρνηθεί την πίστη του.
Όταν έμεινε πια άψυχο το μαρτυρικό σώμα, η Κλεοπάτρα έδωσε πολλά
χρήματα στους δήμιους και το πήρε. Με μεγάλη ευλάβεια το μετέφερε στο
αρχοντικό της και το έθαψε σε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο.
Ύστερα από λίγα χρόνια, όταν βασίλεψε ο Μέγας Κωνσταντίνος και
σταμάτησαν οι διωγμοί εναντίων των χριστιανών, η Κλεοπάτρα άφησε την
Αίγυπτο για να γυρίσει πίσω στην πατρίδα της την Παλαιστίνη και πήρε
μαζί της το λείψανο του μάρτυρος, σαν πολύτιμο θησαυρό. Εκεί ξόδεψε ένα
μεγάλο μέρος από την περιούσια της και έκτισε μεγαλοπρεπέστατη εκκλησία
στο όνομα του Αγίου Ουάρου και αφιέρωσε σε αυτήν το τίμιο λείψανο που
φύλαγε σε ολόχρυση λάρνακα.
Όταν ήταν πια όλα έτοιμα, παρακάλεσε τον Επίσκοπο και τους
κληρικούς της επαρχίας για τα εγκαίνια. Ύστερα από τη Θεια Λειτουργία,
φιλοξένησε όλους τους πιστούς και τους έστρωσε πλούσιο τραπέζι. Η χήρα,
μαζί με το νεαρό γιο της, περιποιήθηκαν με τα ίδια τους τα χέρια όλους
τους προσκαλεσμένους, χωρίς να βάλουν ψωμί στο στόμα τους. Σαν νύχτωσε
και το σπίτι άδειασε από κόσμο, τσακισμένος από την κούραση ο νέος, πήγε
στο δωμάτιο του να ξεκουραστεί. Σε λίγο πήγε και η μητέρα του να του
πάει φαγητό. Τον βρήκε να καίγεται στον πυρετό. Ανήσυχη του έκανε τις
περιποιήσεις που ήξερε, ξεχνώντας την πείνα και την κούραση της. Αλλά
όσο πέρναγε η ώρα, ο πυρετός ανέβαινε και προτού προφτάσει να έρθει ο
γιατρός, ο νέος ξεψύχησε στην αγκαλιά της απαρηγόρητης μάνας. Αλλόφρονη
εκείνη από την απροσδόκητη συμφορά, σήκωσε το νεκρό σώμα και το πήγε
στην εκκλησία του μάρτυρος. Το ακούμπησε πάνω στην λάρνακα των λειψάνων
και πέφτοντας στα γόνατα, ξέσπασε σε σπαρακτικό θρήνο. Με πονεμένα
λόγια, θύμισε στον μάρτυρα, σαν να τον είχε ζωντανό μπροστά της, όσα
είχε κάνει για χάρη του και απαιτούσε από αυτόν να κάνει εκείνο που
έκανε ο Ελισαίος για την Σωμανίτιδα.
Ανάμεσα στα δάκρυα και στα αναφιλητά, συντριμμένη από τον πόνο,
αποκοιμήθηκε. Είδε τότε ένα θαυμαστό Όνειρο, που παρηγόρησε τη μητρική
καρδιά της.
Άνοιξε μπροστά στα μάτια της ο Ουρανός και μέσα από φως υπέρλαμπρο
παρουσιάστηκε ο μάρτυς του Χριστού, στεφανωμένος με ολόχρυσο στεφάνι. Η
δόξα του δεν περιγράφεται. Κρατούσε από το χέρι, σαν φίλος τον φίλο του,
τον γιο της χήρας, που φόραγε και αυτός ολάνθιστο στεφάνι στο όμορφο
κεφάλι του.
-Μη με κατηγορείς για αγνωμοσύνη, Κλεοπάτρα της είπε ο μάρτυς με
γλυκύτητα. Θυμάσαι πόσες φορές γονατιστή μπροστά στα λείψανα μου,
γύρευες χάριτες για το παιδί σου; Τι πιο μεγάλο χάρισμα μπορούσα να σου
ανταποδώσω από τούτη τη δόξα που βλέπεις; Αν, ύστερα από αυτό
εξακολουθείς να τον γυρεύεις κοντά σου, είναι ελεύθερος να έλθει.
Και γυρίζοντας στον νέο, του έδειξε την πονεμένη μητέρα.
-Φίλε μου, μπορείς να πας μαζί της.
Εκείνος όμως έπεσε στην αγκαλιά του μάρτυρος, σαν να μην ήθελε ποτέ
να τον αποχωριστεί, και στρέφοντας στη μητέρα του ελαφρά το κεφάλι, της
είπε:
-Επιμένεις λοιπόν να μου στερήσεις αυτή την ευτυχία; Θέλεις ποτέ να
με ξαναφέρεις από τα αιώνια στα πρόσκαιρα και από τη χαρά στη λύπη;
Πάψε, μητέρα, να πενθείς και ετοιμάσου να μας συναντήσεις.
Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στην πληγωμένη καρδιά της χήρας, ύστερα
από την οπτασία. Αφού έθαψε το παιδί της στην καινούρια εκκλησία,
μοίρασε στους φτωχούς, όλη την περιουσία της, φόρεσε ταπεινά ρούχα και
έμεινε εκεί κοντά στον τάφο του μάρτυρος και του παιδιού της. Επτά
ολόκληρα χρόνια περιποιήθηκε το ναό και πέθανε με φήμη αγίας.