Του Μάριου Ευρυβιάδη*
Για τα πάνω από πενήντα εκατομμύρια Κούρδων της Μέσης Ανατολής η ιστορική ειρωνεία πήρε ένα περίπου αιώνα για να ολοκληρώσει σχεδόν, τον κύκλο της.
Ενώ πριν εκατό περίπου χρόνια οι διεθνείς συγκυρίες και ισορροπίες
διαμορφώθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να κάνουν αδύνατη τη δημιουργία
κουρδικού κράτους στην μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο περίοδο, τότε που
δημιουργήθηκε η Μέση Ανατολή όπως μας είναι σήμερα γνωστή, εκατό χρόνια
μετά, οι διεθνείς συγκυρίες και ισορροπίες διαμορφώνονται έτσι ώστε να
αποδομείται η Μέση Ανατολή όπως την έχουμε γνωρίζει και να τίθενται
στέρεες βάσεις για τη δημιουργία όχι μόνο ενός αλλά ίσως και
περισσότερων κουρδικών κρατών στην περιοχή.
Πρίν εκατό περίπου χρόνια άρχισε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος που ολοκληρώθηκε με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη δημιουργία σταδιακά της σύγχρονης Μέσης Ανατολής. Δημιουργήθηκαν έτσι ή πιο ορθά «επινοήθηκαν» από τους Βρετανούς και τους Γάλλους ιμπεριαλιστές, κράτη όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και το Ιράκ, ενώ τέθηκαν οι προϋποθέσεις μέσω των Εντολών της Κοινωνίας των Εθνών, για να ακολουθήσουν και άλλα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπως η Συρία, ο Λίβανος, η Ιορδανία και το 1948, το Ισραήλ. Τη δεκαετία του 1960 θα ακολουθήσει το Κουβέιτ και η Υεμένη ενώ τη δεκαετία του 1970 θα ανεξαρτητοποιηθούν και άλλα κατασκευάσματα των Βρετανών, που είναι τα σημερινά Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα του Περσικού Κόλπου.
Με εξαίρεση την Αίγυπτο, της οποίας οι κρατικές αυτόνομες δομές πάνε πίσω στον 19ο αιώνα, όλα τα προαναφερθέντα κράτη, συμπεριλαμβανομένου και του Ισραήλ υπήρξαν παράγωγα του αγγλο-γαλλικού ιμπεριαλισμού. Βρετανοί και Γάλλοι, όταν δεν συγκρούονται στη Μέση Ανατολή συνεργάζονται αγαστά. Ήταν στη βάση ακριβώς μιας τέτοιας συνεργασίας που το 1916, με τη περιβόητη συμφωνία Sykes Picot, χώρισαν την Μέση Ανατολή σε δύο ζώνες επιρροής, ακριβώς όπως θα πράξουν οι Αμερικανοί με τους Σοβιετικούς το 1945, με τη Συμφωνία της Γιάλτας που θα μοίραζε μεταξύ τους την Ευρώπη και τα Βαλκάνια.
Στους μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο περίοδο διακανονισμούς και κυρίως λόγω της νίκης των Κεμαλιστών στην Τουρκία αλλά και της βρετανικής βούλησης να διατηρήσουν τον έλεγχο των πετρελαιοπαραγωγικών περιοχών του Βορείου Ιράκ (Βορείου Κουρδιστάν) οι Κούρδοι, μια από τις μεγαλύτερες εθνότητες της Μέσης Ανατολής, όχι μόνο έμειναν χωρίς πατρίδα αλλά βρέθηκαν σταδιακά κάτω από τον έλεγχο τεσσάρων κρατών της περιοχής. Το Δυτικό Κουρδιστάν θα βρεθεί κάτω από τον έλεγχο της Τουρκίας, το Βόρειο υπό το Ιράκ, το Ανατολικό υπό το Ιράν και το Νότιο υπό τη Συρία. Από τότε μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι τέσσερις αυτές χώρες, συνεργαζόμενες συνήθως μεταξύ τους αλλά και λειτουργώντας ξεχωριστά, ακολούθησαν βίαιες μέχρι και γενοκτονικές πολιτικές ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ενός ή περισσότερων κουρδικών κρατών.
Κουρδικά κράτη δημιουργήθηκαν στην Τουρκία (1927) και Ιράν (1946) αλλά καταπνίχθηκαν στο αίμα. Από τα τέσσερα κράτη, η Τουρκία και το Ιράν εφάρμοσαν γενοκτονικές πολιτικές για να καταπνίξουν τον κουρδικό εθνικισμό. Από το 1925 μέχρι το 1938 ο τουρκικός στρατός με τη βοήθεια κυρίως Γάλλων αλλά και των Ιρανών, σκότωσε ή εκτόπισε πέραν του 1,5 εκατομμυρίων Κούρδων με μεθόδους όχι διαφορετικές από αυτές που οι νέο-Τουρκοι χρησιμοποίησαν κατά των Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων της Μικράς Ασίας.
Στο Ιράκ οι οργανωμένες από το κράτος σφαγές των Κούρδων πήραν γενοκτονικές διαστάσεις τις δεκαετίες του 1970 και 1980. Μάλιστα, το 1988 επί καθεστώτος Σαντάμ Χουσεΐν χρησιμοποιήθηκαν και όπλα μαζικής καταστροφής –χημικά όπλα κατά των επαναστατημένων Κούρδων του Βορείου Ιράκ.
Η αντίστροφη μέτρηση για να φθάσουμε στη σημερινή κατάσταση άρχισε με τον πρώτο πόλεμο του Περσικού Κόλπου ανάμεσα στο Ιράκ και το Ιράν (1980-88). Τότε το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν, εξαπέλυσε επιδρομική επίθεση κατά του Ιράν που μόλις ένα χρόνο πριν είχε ολοκληρώσει την επανάστασή του κατά του φιλοδυτικού καθεστώτος του Σάχη. Ο Σαντάμ ενθαρρύνθηκε από τη Δύση να επιτεθεί κατά των μουλλάδων του Ιράν και στη διάρκεια του πολέμου είχε την αμέριστη υλική και διπλωματική υποστήριξη των Δυτικών (χρησιμοποίησε και χημικά όπλα κατά των Ιρανών εν γνώσει της Δύσης). Τότε οι Κούρδοι του Βορείου Ιράκ βρήκαν την ευκαιρία να επαναστατήσουν. Δυστυχώς για αυτούς, όταν ο πόλεμος Ιράκ – Ιράν τερματίστηκε χωρίς νικητή το 1980, ο Σαντάμ βρήκε την ευκαιρία να επιτεθεί εναντίον των Κούρδων που αφέθηκαν μόνοι από τους Δυτικούς με αποτέλεσμα τη σφαγή τους.
Όταν ωστόσο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο Σαντάμ επετέθη και κατά του Κουβέιτ (1990) τούτη τη φορά, η Δύση , υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και τη συναίνεση των Σοβιετικών και των Κινέζων, αντέδρασε. Μετά τη στρατιωτική ήττα του Ιράκ το 1991 δημιουργήθηκαν ζώνες απαγορευμένων πτήσεων πάνω από το Ιράκ με πρώτη αυτή πάνω από το Βόρειο (Κουρδιστάν) Ιράκ. Εκεί και για την επόμενη δεκαετία, μέχρι δηλαδή και τον τρίτο πόλεμο του 2003 κατά του Ιράκ, τούτη τη φορά από τους Αμερικανούς χωρίς τον ΟΗΕ, τέθηκαν τα θεμέλια για τη δημιουργία του κουρδικού κράτους στο Ιράκ (Βόρειο Κουρδιστάν).
Εν τω μεταξύ, μετά από μισό σχεδόν αιώνα (από το 1938) ξανάρχισε το 1984 ανταρτοπόλεμος των Κούρδων της Τουρκίας υπό την ηγεσία του Αμπντουλλάχ Οτζαλάν και του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ). Αναμφισβήτητα η ύπαρξη αυτόνομου κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ βοήθησε το ΡΚΚ στον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Και παρά το γεγονός ότι η Άγκυρα είχε ξοδέψει πέρα των 100 δις δολαρίων και είχε την αμέριστη υποστήριξη της Δύσης και μέχρι πρόσφατα του Ισραήλ, αδυνατεί να ελέγξει την ενδοχώρα της Ανατολικής Τουρκίας (Δυτικό Κουρδιστάν).
Η μεγαλύτερη απόδειξη για την αδυναμία της Άγκυρας να ελέγξει την κουρδική επανάσταση είναι το γεγονός ότι ο τουρκικός στρατός έχει προ πολλού αρχίσει να τροφοδοτεί τους άντρες του στην περιοχή μόνο από αέρος.
Είναι όμως η λεγόμενη Αραβική Άνοιξη και κυρίως οι συνέπειές της αναφορικά με τη Συρία που έχουν επιφέρει τις στρατηγικές ανατροπές αναφορικά με το κουρδικό ζήτημα στη Μέση Ανατολή. Αντίθετα με τους Κούρδους της Τουρκίας, του Ιράν και του Ιράκ, οι Κούρδοι της Συρίας υπήρξαν οι πιο «παθητικοί». Το καθεστώς Άσσαντ (πατέρα και υιού) τους καταπίεζε αλλά δεν τους δολοφονούσε. Λόγω ωστόσο της σημερινής ανάγκης για επιβίωση έναντι των ισλαμιστών αντικαθεστωτικών της «Αραβικής Άνοιξης», το καθεστώς Άσσαντ αποφάσισε να αποσύρει τις δυνάμεις του από το Συριακό (Νότιο) Κουρδιστάν. Και ξαφνικά οι Κούρδοι της Συρίας, υποβοηθούμενοι από το ΡΚΚ αλλά και τους Κούρδους του Βορείου Ιράκ βρέθηκαν σε πλεονεκτική θέση ίσως την πιο πλεονεκτική από όλους τους Κούρδους της Μέσης Ανατολής. Κοντολογίς, οι πιθανότητες να δημιουργηθεί το πρώτο ανεξάρτητο κουρδικό κράτος στη Συρία, παρά αλλού, εκεί δηλαδή που δεν το περίμενε κανείς, είναι περισσότερες από ότι στο Ιράκ, στην Τουρκία ή στο Ιράν.
Ανεξάρτητα, το ποτάμι του κουρδικού εθνικισμού δεν γυρίζει πίσω. Και ίσως πιο σημαντικό, οι δυνάμεις που πρίν από περίπου έναν αιώνα συνωμότησαν κατά του κουρδικού εθνικισμού, τώρα λειτουργούν υπέρ του. Το μόνο αναπάντητο ερώτημα δεν είναι αν θα δημιουργηθεί κουρδικό κράτος, αλλά αν θα είναι ένα, δυο, ή περισσότερα. Όπως δηλαδή στην περίπτωση των αραβικών κρατών που είναι περισσότερα από ένα.
Υ.Γ: Από τα τέσσερα κράτη με κουρδικούς πληθυσμούς, το τουρκικό είναι το ισχυρότερο αλλά με τους περισσότερους Κούρδους (περισσότεροι από 30 εκατομμύρια). Αντίθετα όμως με τα άλλα τρία κράτη, η Τουρκία έχει την υποστήριξη της Δύσης λόγω της Νατοϊκής της ιδιότητας. Όποιος όμως διαβάσει το συλλογικό έργο Η Ανατομία του Πολέμου στο Κουρδιστάν (Εκδόσεις Ινφογνώμων 2012) του Μουράτ Καραγιλάν, ντε φάκτο Αρχηγού του ΡΚΚ, θα καταλάβει ότι το καλύτερο που μπορεί η Άγκυρα να ελπίζει στο μέλλον είναι μια τουρκο-κουρδική συνομοσπονδία στη Μικρά Ασία. Τον ανταρτοπόλεμο τον έχει χάσει προ πολλού.
*Ο Μάριος Ευρυβιάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Πρίν εκατό περίπου χρόνια άρχισε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος που ολοκληρώθηκε με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη δημιουργία σταδιακά της σύγχρονης Μέσης Ανατολής. Δημιουργήθηκαν έτσι ή πιο ορθά «επινοήθηκαν» από τους Βρετανούς και τους Γάλλους ιμπεριαλιστές, κράτη όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και το Ιράκ, ενώ τέθηκαν οι προϋποθέσεις μέσω των Εντολών της Κοινωνίας των Εθνών, για να ακολουθήσουν και άλλα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπως η Συρία, ο Λίβανος, η Ιορδανία και το 1948, το Ισραήλ. Τη δεκαετία του 1960 θα ακολουθήσει το Κουβέιτ και η Υεμένη ενώ τη δεκαετία του 1970 θα ανεξαρτητοποιηθούν και άλλα κατασκευάσματα των Βρετανών, που είναι τα σημερινά Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα του Περσικού Κόλπου.
Με εξαίρεση την Αίγυπτο, της οποίας οι κρατικές αυτόνομες δομές πάνε πίσω στον 19ο αιώνα, όλα τα προαναφερθέντα κράτη, συμπεριλαμβανομένου και του Ισραήλ υπήρξαν παράγωγα του αγγλο-γαλλικού ιμπεριαλισμού. Βρετανοί και Γάλλοι, όταν δεν συγκρούονται στη Μέση Ανατολή συνεργάζονται αγαστά. Ήταν στη βάση ακριβώς μιας τέτοιας συνεργασίας που το 1916, με τη περιβόητη συμφωνία Sykes Picot, χώρισαν την Μέση Ανατολή σε δύο ζώνες επιρροής, ακριβώς όπως θα πράξουν οι Αμερικανοί με τους Σοβιετικούς το 1945, με τη Συμφωνία της Γιάλτας που θα μοίραζε μεταξύ τους την Ευρώπη και τα Βαλκάνια.
Στους μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο περίοδο διακανονισμούς και κυρίως λόγω της νίκης των Κεμαλιστών στην Τουρκία αλλά και της βρετανικής βούλησης να διατηρήσουν τον έλεγχο των πετρελαιοπαραγωγικών περιοχών του Βορείου Ιράκ (Βορείου Κουρδιστάν) οι Κούρδοι, μια από τις μεγαλύτερες εθνότητες της Μέσης Ανατολής, όχι μόνο έμειναν χωρίς πατρίδα αλλά βρέθηκαν σταδιακά κάτω από τον έλεγχο τεσσάρων κρατών της περιοχής. Το Δυτικό Κουρδιστάν θα βρεθεί κάτω από τον έλεγχο της Τουρκίας, το Βόρειο υπό το Ιράκ, το Ανατολικό υπό το Ιράν και το Νότιο υπό τη Συρία. Από τότε μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι τέσσερις αυτές χώρες, συνεργαζόμενες συνήθως μεταξύ τους αλλά και λειτουργώντας ξεχωριστά, ακολούθησαν βίαιες μέχρι και γενοκτονικές πολιτικές ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ενός ή περισσότερων κουρδικών κρατών.
Κουρδικά κράτη δημιουργήθηκαν στην Τουρκία (1927) και Ιράν (1946) αλλά καταπνίχθηκαν στο αίμα. Από τα τέσσερα κράτη, η Τουρκία και το Ιράν εφάρμοσαν γενοκτονικές πολιτικές για να καταπνίξουν τον κουρδικό εθνικισμό. Από το 1925 μέχρι το 1938 ο τουρκικός στρατός με τη βοήθεια κυρίως Γάλλων αλλά και των Ιρανών, σκότωσε ή εκτόπισε πέραν του 1,5 εκατομμυρίων Κούρδων με μεθόδους όχι διαφορετικές από αυτές που οι νέο-Τουρκοι χρησιμοποίησαν κατά των Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων της Μικράς Ασίας.
Στο Ιράκ οι οργανωμένες από το κράτος σφαγές των Κούρδων πήραν γενοκτονικές διαστάσεις τις δεκαετίες του 1970 και 1980. Μάλιστα, το 1988 επί καθεστώτος Σαντάμ Χουσεΐν χρησιμοποιήθηκαν και όπλα μαζικής καταστροφής –χημικά όπλα κατά των επαναστατημένων Κούρδων του Βορείου Ιράκ.
Η αντίστροφη μέτρηση για να φθάσουμε στη σημερινή κατάσταση άρχισε με τον πρώτο πόλεμο του Περσικού Κόλπου ανάμεσα στο Ιράκ και το Ιράν (1980-88). Τότε το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν, εξαπέλυσε επιδρομική επίθεση κατά του Ιράν που μόλις ένα χρόνο πριν είχε ολοκληρώσει την επανάστασή του κατά του φιλοδυτικού καθεστώτος του Σάχη. Ο Σαντάμ ενθαρρύνθηκε από τη Δύση να επιτεθεί κατά των μουλλάδων του Ιράν και στη διάρκεια του πολέμου είχε την αμέριστη υλική και διπλωματική υποστήριξη των Δυτικών (χρησιμοποίησε και χημικά όπλα κατά των Ιρανών εν γνώσει της Δύσης). Τότε οι Κούρδοι του Βορείου Ιράκ βρήκαν την ευκαιρία να επαναστατήσουν. Δυστυχώς για αυτούς, όταν ο πόλεμος Ιράκ – Ιράν τερματίστηκε χωρίς νικητή το 1980, ο Σαντάμ βρήκε την ευκαιρία να επιτεθεί εναντίον των Κούρδων που αφέθηκαν μόνοι από τους Δυτικούς με αποτέλεσμα τη σφαγή τους.
Όταν ωστόσο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο Σαντάμ επετέθη και κατά του Κουβέιτ (1990) τούτη τη φορά, η Δύση , υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και τη συναίνεση των Σοβιετικών και των Κινέζων, αντέδρασε. Μετά τη στρατιωτική ήττα του Ιράκ το 1991 δημιουργήθηκαν ζώνες απαγορευμένων πτήσεων πάνω από το Ιράκ με πρώτη αυτή πάνω από το Βόρειο (Κουρδιστάν) Ιράκ. Εκεί και για την επόμενη δεκαετία, μέχρι δηλαδή και τον τρίτο πόλεμο του 2003 κατά του Ιράκ, τούτη τη φορά από τους Αμερικανούς χωρίς τον ΟΗΕ, τέθηκαν τα θεμέλια για τη δημιουργία του κουρδικού κράτους στο Ιράκ (Βόρειο Κουρδιστάν).
Εν τω μεταξύ, μετά από μισό σχεδόν αιώνα (από το 1938) ξανάρχισε το 1984 ανταρτοπόλεμος των Κούρδων της Τουρκίας υπό την ηγεσία του Αμπντουλλάχ Οτζαλάν και του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ). Αναμφισβήτητα η ύπαρξη αυτόνομου κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ βοήθησε το ΡΚΚ στον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Και παρά το γεγονός ότι η Άγκυρα είχε ξοδέψει πέρα των 100 δις δολαρίων και είχε την αμέριστη υποστήριξη της Δύσης και μέχρι πρόσφατα του Ισραήλ, αδυνατεί να ελέγξει την ενδοχώρα της Ανατολικής Τουρκίας (Δυτικό Κουρδιστάν).
Η μεγαλύτερη απόδειξη για την αδυναμία της Άγκυρας να ελέγξει την κουρδική επανάσταση είναι το γεγονός ότι ο τουρκικός στρατός έχει προ πολλού αρχίσει να τροφοδοτεί τους άντρες του στην περιοχή μόνο από αέρος.
Είναι όμως η λεγόμενη Αραβική Άνοιξη και κυρίως οι συνέπειές της αναφορικά με τη Συρία που έχουν επιφέρει τις στρατηγικές ανατροπές αναφορικά με το κουρδικό ζήτημα στη Μέση Ανατολή. Αντίθετα με τους Κούρδους της Τουρκίας, του Ιράν και του Ιράκ, οι Κούρδοι της Συρίας υπήρξαν οι πιο «παθητικοί». Το καθεστώς Άσσαντ (πατέρα και υιού) τους καταπίεζε αλλά δεν τους δολοφονούσε. Λόγω ωστόσο της σημερινής ανάγκης για επιβίωση έναντι των ισλαμιστών αντικαθεστωτικών της «Αραβικής Άνοιξης», το καθεστώς Άσσαντ αποφάσισε να αποσύρει τις δυνάμεις του από το Συριακό (Νότιο) Κουρδιστάν. Και ξαφνικά οι Κούρδοι της Συρίας, υποβοηθούμενοι από το ΡΚΚ αλλά και τους Κούρδους του Βορείου Ιράκ βρέθηκαν σε πλεονεκτική θέση ίσως την πιο πλεονεκτική από όλους τους Κούρδους της Μέσης Ανατολής. Κοντολογίς, οι πιθανότητες να δημιουργηθεί το πρώτο ανεξάρτητο κουρδικό κράτος στη Συρία, παρά αλλού, εκεί δηλαδή που δεν το περίμενε κανείς, είναι περισσότερες από ότι στο Ιράκ, στην Τουρκία ή στο Ιράν.
Ανεξάρτητα, το ποτάμι του κουρδικού εθνικισμού δεν γυρίζει πίσω. Και ίσως πιο σημαντικό, οι δυνάμεις που πρίν από περίπου έναν αιώνα συνωμότησαν κατά του κουρδικού εθνικισμού, τώρα λειτουργούν υπέρ του. Το μόνο αναπάντητο ερώτημα δεν είναι αν θα δημιουργηθεί κουρδικό κράτος, αλλά αν θα είναι ένα, δυο, ή περισσότερα. Όπως δηλαδή στην περίπτωση των αραβικών κρατών που είναι περισσότερα από ένα.
Υ.Γ: Από τα τέσσερα κράτη με κουρδικούς πληθυσμούς, το τουρκικό είναι το ισχυρότερο αλλά με τους περισσότερους Κούρδους (περισσότεροι από 30 εκατομμύρια). Αντίθετα όμως με τα άλλα τρία κράτη, η Τουρκία έχει την υποστήριξη της Δύσης λόγω της Νατοϊκής της ιδιότητας. Όποιος όμως διαβάσει το συλλογικό έργο Η Ανατομία του Πολέμου στο Κουρδιστάν (Εκδόσεις Ινφογνώμων 2012) του Μουράτ Καραγιλάν, ντε φάκτο Αρχηγού του ΡΚΚ, θα καταλάβει ότι το καλύτερο που μπορεί η Άγκυρα να ελπίζει στο μέλλον είναι μια τουρκο-κουρδική συνομοσπονδία στη Μικρά Ασία. Τον ανταρτοπόλεμο τον έχει χάσει προ πολλού.
*Ο Μάριος Ευρυβιάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.