“Ήταν
26 Οκτωβρίου 1987. Ώρα περασμένες δέκα το βράδυ… Ξαφνικά, οι γυναίκες
που έψελναν την παράκληση άρχισαν να φωνάζουν! Ο διάκονος έτρεξε κοντά
τους και αυτές, με ανάμικτα συναισθήματα, του έδειξαν την λάρνακα! Ήταν
λουσμένη κυριολεκτικά με ένα ελαιώδους συστάσεως μύρο (λέω μύρο γιατί η
ευωδία του ήταν ασύγκριτη). Θα έλεγε κανείς με σιγουριά, ότι κάποιος
άδειασε επάνω της τουλάχιστον δυο «κουβάδες» αρωματικό υγρό (χρησιμοποιώ
την λέξη «κουβάδες» για να γίνει κατανοητό ότι η ποσότητα του μύρου που
γλυστρούσε στα συμπαγή τοιχώματα της αργυρής λάρνακας με τις ανάγλυφες
παραστάσεις, ήταν μεγάλη).
Ο
διάκονος για μια στιγμή σάστισε: ο Άγιος μυροβλύζει! Χωρίς να αμφιβάλει
καθόλου για το θαύμα, και ευρισκόμενος σε μια κατάσταση χαράς, έκπληξης
και ενθουσιασμού, έτρεξε να φέρει βαμβάκι από κάποιο έπιπλο του ιερού
βήματος. Επέστρεψε τρέχοντας και άρχισε να σκουπίζει με το βαμβάκι το
μύρο από τα εξωτερικά τοιχώματα της λάρνακας και να δίνει τμήματα από
μυρωμένο αυτό βαμβάκι στους προσκυνητές. Σκούπιζε και το μύρο δεν
τελείωνε, αλλά συνέχισε να αναβλύζει μυστικά, χωρίς να υπάρχει κάποια
ορατή πηγή…
…Εν
τω μεταξύ η ευωδία είχε πλημμυρίσει όλον τον ναό και ξεχείλιζε από τις
ανοιχτές πόρτες προς την οδό Αγίου Δημητρίου, προσελκύοντας τους
περαστικούς, που έσπευδαν να δουν τι συμβαίνει και από που προέρχεται η
ευωδία αυτή. Όλοι κατευθύνονταν προς την λάρνακα με τα λείψανα του Αγίου
Δημητρίου, που ήταν τοποθετημένη όχι στο κιβώριό της (ακόμα δεν είχε
κατασκευαστεί) αλλά μπροστά στο τέμπλο του ναού.
Οι
ευχάριστες όμως εκπλήξεις δεν σταμάτησαν εκεί! Οι προσκυνητές
διαπίστωσαν ότι όλες οι εικόνες του ναού, οπουδήποτε κι αν βρίσκονταν,
σε προσκυνητάρια ή στο τέμπλο, ανέβλυζαν μύρο. Μάλιστα ο διάκονος είδε
προσκυνητές να βγάζουν χαρτομάντηλα και να σκουπίζουν τα τζάμια τα
προστατευτικά των εικόνων του τέμπλου και τα χαρτομάντηλα να κιτρινίζουν
από το μύρο το οποίο «έτρεχε» και από τις δύο πλευρές του τζαμιού,
εσωτερική και εξωτερική. Το μέγεθος του θαύματος ήταν τέτοιο που δεν
άφηνε το παραμικρό περιθώριο για αμφισβήτηση. Δεν καταλαβαίναμε τί
ζούσαμε, ήταν κάτι σαν όνειρο μέσα στην ομίχλη, αλλά το ζούσαμε!!! Το
ψηλάφιζαν τα χέρια μας, το έβλεπαν τα μάτια μας, το μύριζαν τα
αισθητήρια της όσφρησής μας!!!”
Αφηγείται
ο ο τότε διάκονος του Ναού και σημερινός Εφημέριος του Ιερού Ναού
Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Σαράντα Εκκλησιών Θεσσαλονίκης, π. Χρήστος
Κότιος