Το 1843 στην εισαγωγή της εργασίας
«Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου» γράφει ο Μαρξ:
«Η
θρησκεία είναι ο αναστεναγμός των καταπιεσμένων, η καρδιά ενός άκαρδου
κόσμου και η ψυχή των άψυχων (κοινωνικών) συνθηκών. Είναι το όπιο του
λαού». Με την θρησκεία δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα στα έργα του. Ολόκληρη η
σχετική παράγραφος των 10-12 περίπου φράσεων, είναι μακράν η εκτενέστερη αναφορά του στη θρησκεία.
Το θέμα της παραγράφου όμως δεν είναι η
θρησκεία, αλλά η κριτική κατά της της αδικίας που ενδημεί στην κοινωνία
και μέσα σ’ αυτήν η θρησκεία λειτουργεί παρηγορητικά για τα μέλη της. «Ο
πόλεμος κατά της θρησκείας δεν έχει νόημα», γράφει επί λέξει ο Μαρξ
εβρισκόμενος στον αντίποδα όσων διατυμπανίζουν οι «μαρξιστές» έκτοτε
όταν σηκώνουν αντικληρικαλιστική παντιέρα. Όταν εξαλειφθεί η αδικία από
τον κόσμο, τότε –συνεχίζει ο Μαρξ- η θρησκεία δεν θα είναι απαραίτητη
και θα σβήσει.
Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι το όπιο την
εποχή του Μαρξ κυκλοφορούσε ελεύθερα. Χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο, πχ
για παυσίπονο, για ασθένειες όπως η χολέρα κλπ. Αν ζούσε σήμερα ο Μαρξ,
θα έγραφε ίσως ότι «η θρησκεία είναι η παρακεταμόλη του λαού». Η
κατάχρηση της σχετικής φράσης λοιπόν είναι παραπλανητική. Ίσως
περισσότερο από κάθε άλλη στην Ιστορία.
Σήμερα έχουμε κάτι διαφορετικό, που δεν
δρα απλώς ως νόμιμη καταπραϋντική ουσία, ούτε ως αντίδοτο στην εγγενή
κοινωνική αδικία. Δεν είναι ούτε η παρακεταμόλη του 2016, ούτε το όπιο
του 1843. Είναι μάλλον το όπιο του 2016. Δρα στο μυαλό των ανθρώπων ως
παραισθησιογόνος ουσία, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα χωρίς όμως
να λειτουργεί ως αντίδοτο σε κάποιον εξωγενή παράγοντα κοινωνικής
αδικίας. Το αποτέλεσμα είναι να εφησυχάζει, να κοιμίζει, να
παραμυθιάζει, να παραπλανά.
Αυτό λοιπόν είναι η αριστερά· η αριστερά της σημερινή κυβέρνησης.
Την Τετάρτη βγαίνουν σε πλειστηριασμό
φτωχά σπίτια πρώτης κατοικίας στη Θεσσαλονίκη και την Πέμπτη μαζεύονται
οι κυβερνητικοί βουλευτές στου Μαξίμου. Γλεντούν και τραγουδούν αριστερά
επαναστατικά τραγούδια πριν πέσουν ήσυχοι για ύπνο. Την Παρασκευή
βγαίνει υπουργός και δηλώνει υπερηφάνως «είμαι κομμουνιστής από τα 15
μου μέχρι σήμερα».
Δεν είναι μόνο τα συνειδητά ψεύδη στις
υποσχέσεις, φερ’ ειπείν περί κατάργησης του Μνημονίου «από το βράδυ των
εκλογών του Ιανουαρίου 2015», κατάργησης του ΕΝΦΙΑ με προσφορά νομικού
οπλοστασίου για να μην το πληρώσει κανείς ή των λοιπών υποσχέσεων. Είναι
το θράσος ότι υλοποίησαν τα υπεσχημένα!
Είναι ότι πανηγυρίζουν ότι έβαλαν την
τελευταία υπογραφή στις ίδιες συμβάσεις για τις οποίες έβγαιναν στους
δρόμους διαμαρτυρόμενοι και φώναζαν «αν είναι να τα κάνουμε εμείς αυτά,
καλύτερα να μην μας ψηφίσετε», πχ το Ελληνικό, το λιμάνι του Πειραιά και
τα περιφερειακά αεροδρόμια. Την ώρα μάλιστα που παραδίδουν όλη τη
δημόσια περιουσία στο υπερταμείο για 99 χρόνια, το οποίο μπορεί να την
διαχειριστεί χωρίς να ξαναρωτήσει τη Βουλή και στο οποίο ο πρόεδρος
απαγορεύεται να είναι Έλληνας. Εξωφρενικό.
Είναι οι υποσχέσεις ότι ο γάϊδαρος
πετάει και ότι αφού τελικά τον θάψανε, δείχνουν το σύννεφο και λένε
«δείτε, πετάει!». Και ο κόσμος ακολουθεί. Ποια ανάγκη κρύβεται πίσω
λοιπόν; Ποια εξάρτηση; Ποια εγγενή κοινωνική αδικία απαλύνει να πιστεύει
κανείς στις πολιτικές παραισθήσεις τέτοιου μεγέθους; Λειτουργεί η
αριστερά ως παρακεταμόλη ή ως όπιο; Αφήνεται στον αναγνώστη.