«Η πολιτική είναι αναίμακτος πόλεμος. Ο πόλεμος
είναι αιματηρή πολιτική», είχε πει κάποτε ο Μάο Τσε Τουνγκ και ίσως
αυτή η φράση ταιριάζει στον πρώτο παραγράφο περισσότερο από οποιαδήποτε
άλλη περίπτωση.
Στην προσπάθεια κάθε πλευράς να πάρει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο
πλεονέκτημα στα χαρακώματα, δοκιμάστηκαν άνευ προηγουμένου όπλα σε σχέση
με το παρελθόν. Άρματα μάχης, αεροπλάνα και διάφορα άλλα μέσα -λιγότερο
ή περισσότερο γνωστά- έτυχαν για πρώτη φορά γενικευμένης χρήσης, για να
αφήσουν πίσω τους εφιαλτικές μνήμες σε όσους συμμετείχαν. Όλο αυτό το
αιματοκύλισμα δημιούργησε προσδοκίες πως κάτι αντίστοιχο δεν θα
συνέβαινε ξανά στο εγγύς μέλλον, αλλά αποδείχθηκε μάταιο, σχεδόν είκοσι
χρόνια αργότερα.
Ένα νέο όπλο που χρησιμοποιήθηκε στον «Μεγάλο Πόλεμο», για πρώτη φορά στην ιστορία, ήταν τα δηλητηριώδη αέρια. Η παρθενική τους εμφάνιση καταγράφεται στις 31 Ιανουαρίου του 1915, από τους Γερμανούς εναντίον των Ρώσων στη Μάχη του Μπολίμοφ, με τον Φεβρουάριο εκείνου του έτους να είναι ουσιαστικά ο μήνας που ξεκίνησε ο τρομακτικός αυτός… χορός. Η πιθανότατα πιο συγκλονιστική ιστορία από εκείνη την περίοδο, έρχεται περίπου μισό χρόνο αργότερα, με μια ενέργεια που πέρασε στην ιστορία ως «η Επίθεση των Νεκρών». Η φράση αυτή μπορεί να παραπέμπει περισσότερο σε ιστορία τρόμου, ωστόσο αναφέρεται σε ένα πέρα για πέρα αληθινό γεγονός, που αντικατοπτρίζει τα όσα ανατριχιαστικά είδε το Ανατολικό Μέτωπο.
Το απόρθητο φρούριο Οσόβιετς
Ένα από τα μέρη στα οποία οι Γερμανοί συνάντησαν τη μεγαλύτερη αντίσταση ήταν -όπως και στον Β’ ΠΠ με το Στάλνγκραντ- υπό ρωσική διοίκηση: το φρούριο Οσόβιετς, που σήμερα βρίσκεται επί πολωνικού εδάφους κοντά στην πόλη Μπιάλιστόκ, στα βορειοανατολικά της χώρας. Φτιάχτηκε με στόχο να αποτρέψει οποιαδήποτε επίθεση στην περιοχή που τότε ανήκε στη Ρωσία.
Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το οχυρό αυτό αποτέλεσε μια ισχυρή γραμμή άμυνας για τους Ρώσους και μεγάλο «αγκάθι» για τον Γερμανικό Στρατό, καθώς εξαιτίας του αναγκάστηκε να διατηρεί δεσμευμένα στην περιοχή ισχυρά στρατεύματα. Οι Γερμανοί επιτέθηκαν για πρώτη φορά εκεί τον Σεπτέμβριο του 1914. Η προσπάθειά τους απέβη άκαρπη. Στις 26 εκείνου του μήνα έκαναν και μια νέα, πιο δυναμική προσπάθεια, αλλά και πάλι οι αντίπαλοί τους κατάφεραν να αντισταθούν με επιτυχία, ενώ κέρδισαν και σημαντικό έδαφος. Μετά από όλα αυτά, πήραν την απόφαση να αναδιατάξουν τα βαριά τους πολυβόλα, αλλά και πάλι το φρούριο έμεινε σχεδόν άθικτο.
Αν κάτι χαρακτηρίζει τους Γερμανούς -μέχρι θανάτου σε κάποιες περιπτώσεις- είναι η ξεροκεφαλιά και η επιμονή τους να πετύχουν τον στόχο τους. Στις 3 Φεβρουαρίου 1915 κατάφεραν να σπάσουν την πρώτη ρωσική γραμμή άμυνας, έπειτα από πέντε ημέρες σκληρής μάχης. Εκμεταλλευόμενοι την εδαφική υπεροχή τους, μετέφεραν τον οπλισμό και τους στρατιώτες σε θέσεις που θα μπορούσαν να πλήξουν σοβαρά το Οσόβιετς. Περίπου 360 πυροβόλα βομβάρδισαν το οχυρό, ενώ 1.260.000 οβίδες έκαναν τη νύχτα μέρα. Μάλιστα, ακόμη και ο Ρωσικός Στρατός πίστευε ότι πλέον δεν υπήρχε ελπίδα. Έτσι, η ανώτατη διοίκηση έδωσε διαταγές απλώς να υπάρξει αντίσταση για άλλες 48 ώρες, προκειμένου να απομακρυνθούν οι πολίτες. Κι όμως, το φρούριο και οι στρατιώτες του άντεξαν!
Η έσχατη λύση: τα δηλητηριώδη αέρια
Οι Γερμανοί δεν είχαν πλέον άλλη λύση… Στις 6 Αυγούστου 1915 εξαπέλυσαν άλλη μια ισχυρή επίθεση, στην οποία είχαν την πλήρη αριθμητική υπεροχή. Στο φρούριο βρίσκονταν μόλις 900 Ρώσοι, 500 άντρες του Πεζικού και 400 της Εθνοφρουράς, ενώ εκείνοι ήταν περίπου 7.000. Παράλληλα, αποφάσισαν να παίξουν και το «δυνατό χαρτί» τους: τα χημικά όπλα, τα δηλητηριώδη αέρια για τα οποία η ρωσική άμυνα δεν ήταν προετοιμασμένη.
Η άμυνα απέναντι σε αυτά ήταν αδύνατη, ενώ το οχυρό βομβαρδίστηκε παράλληλα και από βαριά πυροβόλα. Η κόλαση επί γης είναι αντιπροσωπευτική φράση για να περιγράψει ό,τι συνέβη. Ένας από τους επιζήσαντες της επίθεσης, ο Σεργκέι Χμέλκοφ, αργότερα περιέγραψε πώς όλοι όσοι βρίσκονταν έξω, σε εκτεθειμένες θέσεις, πέθαναν δηλητηριασμένοι: «Το γρασίδι μαύρισε, υπήρχαν πέταλα λουλουδιών πεσμένα παντού… Το κρέας, το βούτυρο, το λαρδί, τα λαχανικά δηλητηριάστηκαν και ήταν ακατάλληλα για κατανάλωση».
Η «Επίθεση των Νεκρών» που έμεινε στην ιστορία
Ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να εξαπολυθεί η τελική επίθεση. Όμως, στην πρώτη ρωσική γραμμή χαρακωμάτων οι Γερμανοί ήρθαν αντιμέτωποι με τους άνδρες του 13ου Λόχου του 226ου Συντάγματος. Οι Ρώσοι, φτύνοντας αίμα από τους καμένους από τα αέρια πνεύμονες τους, με όση ζωή τους είχε απομείνει, πετάχτηκαν σαν φαντάσματα μέσα από τα χαρακώματα και αντεπιτέθηκαν. Γύρω στους 60 με 100 στρατιώτες, υπό τον ανθυπολοχαγό Βλαντίμιρ Κοτλίνσκι, κατάφεραν να τρέψουν σε φυγή χιλιάδες αντιπάλους, καθώς εκείνοι θεωρούσαν πως δεν είχαν απέναντί τους ζωντανούς ανθρώπους, αλλά ζόμπι.
Όσοι ζωντανοί – νεκροί προχώρησαν σε αυτήν την απέλπιδα, αλλά ταυτοχρόνως άκρως ηρωική πράξη, είχαν τα πρόσωπά τους τυλιγμένα με ματωμένα πανιά και φανέλες που είχαν βουτήξει σε νερό ή ακόμη και ούρα, έβηχαν αίμα και κομμάτια από τους πνεύμονές τους, ενώ από τα βαριά εγκαύματα όλοι τους σχεδόν ήταν παραμορφωμένοι. Αν και γνώριζαν ότι δεν είχαν καμία ελπίδα, κατάφεραν να αλλάξουν τη μοίρα της μάχης -έστω και για λίγο. Και αυτό διότι οι άλλες ρωσικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην περιοχή, εκμεταλλεύτηκαν την αναστάτωση και ανακατέλαβαν τις θέσεις που είχαν χαθεί. Όσον αφορά στον Κοτλίνσκι, πέθανε το ίδιο βράδυ.
Πάντως, το οχυρό Οσόβιετς ήταν καταδικασμένο. Η γερμανική πίεση σε άλλα σημεία του μετώπου καθιστούσε αδύνατο να κρατηθεί όρθιο. Στις 18 Αυγούστου αποφασίστηκε η εκκένωσή του, διότι κινδύνευε πλέον με περικύκλωση και οι απώλειες για τους Ρώσους θα ήταν πολύ μεγαλύτερες. Παρόλα αυτά, η έφοδος αυτή θα έμενε στην ιστορία ως η «Επίθεση των Νεκρών», όπως χαρακτηρίστηκε από τον Τύπο της εποχής και παραμένει γνωστή μέχρι και σήμερα.