Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

Καρχηδόνα: Η άγνωστη ρωμαϊκή και βυζαντινή ιστορία της μεγαλούπολης της αρχαιότητας στην Αφρική

Η Καρχηδόνα είναι πόλη της Τυνησίας και ήταν το κέντρο του αρχαίου πολιτισμού των Καρχηδονίων. Η πόλη αναπτύχθηκε από μία αποικία των Φοινίκων της πρώτης χιλιετίας π.Χ. σε πρωτεύουσα αρχαίας αυτοκρατορίας. Η πόλη της Καρχηδόνας βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Λίμνης Τύνιδας, η οποία βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα της Τυνησίας.

Σύμφωνα με Έλληνες ιστορικούς, η Καρχηδόνα ιδρύθηκε από, ομιλούντες από την Τύρο, υπό την ηγεσία της Ελίσσα, η οποία άλλαξε ονομασία (Βασίλισσα Διδώ) στην Αινειάδα του Βιργιλίου. Εξελίχθηκε σε μεγάλη και εύπορη πόλη και, ως συνέπεια, κυρίαρχη δύναμη στην Μεσόγειο.

Η αντιπαλότητα, που ήρθε ως αποτέλεσμα αυτού, με τις Συρακούσες, την Νουμιδία, και την Ρώμη συνοδεύτηκε από αρκετούς μεταξύ τους πολέμους, στην διάρκεια των οποίων πραγματοποιήθηκαν εκατέρωθεν εισβολές στα εδάφη των άλλων.

Μετά το τέλος του Τρίτου Καρχηδονιακού Πολέμου, η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ. Ωστόσο, οι Ρωμαίοι επανίδρυσαν την Καρχηδόνα, η οποία κατέστη η τέταρτη σημαντικότερη πόλη της Αυτοκρατορίας και η δεύτερη σημαντικότερη πόλη στην Λατινική Δύση. Αργότερα, αποτέλεσε την πρωτεύουσα του βραχύβιου βάρβαρου Βασιλείου των Βανδάλων. Παρέμεινε ως μία από τις σημαντικότερες ρωμαϊκές πόλεις μέχρι και την Μουσουλμανική επέλαση, όταν και καταστράφηκε από τους Άραβες για δεύτερη φορά το 698 μ.Χ.

Ο Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης περιέγραψε αναλυτικά τους πολιτικούς θεσμούς της Καρχηδόνας, ενώ θεωρούσε πως η πόλη είχε μια από τις καλύτερες πολιτικές οργανώσεις στον κόσμο, μαζί με αυτές των ελληνικών πόλεων-κρατών της Αθήνας, της Σπάρτης, της Αρχαίας Μασσαλίας, και της Κρήτης. Οι κυριότερες ασχολίες των κατοίκων ήταν η γεωργία και το εμπόριο. Η πόλη έγινε εμπορικό κέντρο και διέθετε σπουδαία ναυτική δύναμη, ώστε να συναγωνίζεται τους Έλληνες και τους Ετρούσκους. Κυριότερος όμως ανταγωνιστής και αντίπαλος ήταν η Ρώμη.

Η Καρχηδόνα χτίστηκε σε ένα ακρωτήριο περιτριγυρισμένο από βορά και νότο από θάλασσα. Η τοποθεσία της πόλης την κατέστησε κυρίαρχο εμπορικό σταθμό στην Μεσόγειο. Όσα πλοία ταξίδευαν υποχρεούνταν να περάσουν μεταξύ της Σικελίας και των ακτών της Τυνησίας, όπου η Καρχηδόνα ήταν χτισμένη, αποκομίζοντάς της, έτσι, μεγάλη δύναμη και επιρροή στην ευρύτερη περιοχή.

Δύο μεγάλα, τεχνητά λιμάνια κατασκευάστηκαν εντός της πόλης, το ένα για την φιλοξενία του πολυάριθμου ναυτικού στόλου των 220 πλοίων που διέθετε η πόλη και το άλλο για εμπορική χρήση. Ένας περιτειχισμένος πύργος επέβλεπε και τα δύο λιμάνια.

Η πόλη διέθετε ισχυρά τείχη, μήκους 37 χιλιομέτρων, μεγαλύτερα των τειχών πόλεων ανάλογου μεγέθους. Το μεγαλύτερο τμήμα των τειχών βρισκόταν από την πλευρά της στεριάς, είναι απολύτως λογικό, καθώς η κυριαρχία της Καρχηδόνας στην θάλασσα καθιστούσε ιδιαιτέρως απίθανη οποιαδήποτε περίπτωση επίθεσης από εκείνη την κατεύθυνση. Τα 4 με 4,8 χιλιόμετρα μήκους του τείχους που εκτεινόταν κατά μήκος του ισθμού και προς τα δυτικά ήταν ιδιαιτέρως μεγάλα, κάτι που εξηγεί, ουσιαστικά, τον λόγο για τον οποίο παρέμειναν απαραβίαστα. Η πόλη είχε μια μεγάλη νεκρόπολη ή χώρο ταφής των νεκρών, περιοχή θρησκευτικών μνημείων και ναών, υπαίθριες αγορές, βουλευτήριο, πύργους, καθώς και έναν θέατρο, ενώ ήταν χωρισμένη σε τέσσερις ισοδύναμες περιοχές κατοικίας, παρόμοιας έκτασης.

Στο κέντρο της πόλης έστεκε το υπερυψωμένο φρούριο, γνωστό και ως Μπιρσά. Η Καρχηδόνα ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους (μονάχα η Αλεξάνδρεια ήταν μεγαλύτερη), ενώ παρέμεινε τέτοια μέχρι και λίγο πριν την προ της βιομηχανικής επανάστασης περίοδο.

Η Καρχηδόνα βρέθηκε μπροστά σε ένα φαινομενικά οριστικό τέλος με την καταστροφή της από τους Ρωμαίους. Ωστόσο, μόλις έναν αιώνα αργότερα ο Ιούλιος Καίσαρας αποφάσισε να ιδρύσει εκεί μια αποικία. Προς τιμήν του ονομάστηκε Κολόνια Γιούλια Καρτάγκο.

Ρωμαίοι μηχανικοί, μετακινώντας ίσως και 100.000 κυβικά μέτρα χώμα, ισοπέδωσαν την κορυφή της Βύρσας σχηματίζοντας μια τεράστια επίπεδη επιφάνεια​ και εξαλείφοντας όλα τα ίχνη του παρελθόντος. Πάνω εκεί χτίστηκαν ναοί και περίτεχνα δημόσια κτίρια.

Καθώς περνούσε ο καιρός, η Καρχηδόνα έγινε “μια από τις πλουσιότερες πόλεις του ρωμαϊκού κόσμου”, η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Δύσης μετά τη Ρώμη. Για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των 300.000 κατοίκων της, χτίστηκε ένα θέατρο, ένα αμφιθέατρο, τεράστιες εγκαταστάσεις θερμών λουτρών, ένας υδραγωγός μήκους 132 χιλιομέτρων και ένα ιπποδρόμιο χωρητικότητας 60.000 θεατών.

Η Χριστιανοσύνη εμφανίστηκε στην Καρχηδόνα γύρω στα μέσα του δεύτερου αιώνα μ.Χ. και γνώρισε ραγδαία αύξηση εκεί. Ο Τερτυλλιανός, φημισμένος εκκλησιαστικός θεολόγος και απολογητής, γεννήθηκε στην Καρχηδόνα περίπου το 155 Μ.χ. Λόγω των συγγραμμάτων του, η λατινική έγινε η επίσημη γλώσσα της Δυτικής Εκκλησίας.

Ο Κυπριανός, επίσκοπος της Καρχηδόνας τον τρίτο αιώνα, ο οποίος επινόησε ένα εφταβάθμιο σύστημα ιεράρχησης κληρικών, μαρτύρησε στην πόλη το 258 Μ.χ. Ένας άλλος Βορειοαφρικανός, ο Αυγουστίνος (354-430 Μ.χ.), ο οποίος αποκλήθηκε ο μεγαλύτερος στοχαστής της Χριστιανικής αρχαιότητας, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συγχώνευση των δογμάτων της εκκλησίας με την ελληνική φιλοσοφία.

Ήταν τέτοια η επιρροή της εκκλησίας της Βόρειας Αφρικής ώστε ένας κληρικός διακήρυξε: «Εσύ, Αφρική, επιταχύνεις με το μεγαλύτερο ζήλο την υπόθεση της πίστης μας. Ό,τι αποφασίζεις εσύ το επιδοκιμάζει η Ρώμη και το ακολουθούν οι κύριοι της γης». Ωστόσο, οι μέρες της Καρχηδόνας ήταν μετρημένες. Για άλλη μια φορά, το μέλλον της ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτό της Ρώμης. Καθώς παρήκμαζε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το ίδιο συνέβαινε και με την Καρχηδόνα.

Το 439 Μ.χ., οι Βάνδαλοι κατέλαβαν και λαφυραγώγησαν την πόλη. Η κατάκτησή της από το Βυζάντιο έναν αιώνα αργότερα ανέβαλε για λίγο την καταστροφή της. Αλλά η Καρχηδόνα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στις επιδρομές των Αράβων στη Βόρεια Αφρική. Το 698 Μ.χ., η πόλη κατακτήθηκε από τους Άραβες και έπειτα οι πέτρες της χρησιμοποιήθηκαν για την οικοδόμηση της Τύνιδας.

Τους επόμενους αιώνες, τα μάρμαρα και οι γρανίτες που κάποτε κοσμούσαν την μεγάλη ρωμαϊκή πόλη λαφυραγωγήθηκαν και εξάχθηκαν, για να χρησιμοποιηθούν στην οικοδόμηση των καθεδρικών ναών της Γένοβας και της Πίζας στην Ιταλία, πιθανόν δε, ακόμη και του Καντέρμπουρι στην Αγγλία. Ενώ ήταν μια από τις πλουσιότερες και ισχυρότερες πόλεις της αρχαιότητας, ενώ ήταν μια αυτοκρατορία που λίγο έλειψε να κυβερνήσει τον κόσμο, η Καρχηδόνα κατέληξε τελικά να είναι ένας δυσδιάκριτος σωρός από χαλάσματα.

Εξαρχάτο ονομαζόταν διοικητική περιφέρεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στην Ιταλία και τη βόρεια Αφρική από τον 6ο ως τον 8ο αιώνα. Το εξαρχάτο ήταν απομακρυσμένο από το κέντρο, και ο διοικητής (Έξαρχος) συγκέντρωνε την πολιτική και στρατιωτική εξουσία.

Το εξαρχάτο της Ραβέννας ιδρύθηκε για πρώτη φορά από το διορατικό Βυζαντινό αυτοκράτορα Μαυρίκιο (582 – 602), με σκοπό να οργανώσει την άμυνα των δυτικών επαρχιών της αυτοκρατορίας που απειλούνταν από τις αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές. Πρωτεύουσά του ήταν η ομώνυμη πόλη. Ο έξαρχος έμενε στο παλιό αυτοκρατορικό παλάτι και, όταν πήγαινε στη Ρώμη, διέμενε στο Παλατίνο των Καισάρων. Είχε την ανώτατη εξουσία στην οικονομία, στη δικαιοσύνη, στον στρατό και στην πολιτική διοίκηση σε αυτές τις επαρχίες. Περιστοιχιζόταν από στρατιωτική και πολιτική αυλή και ρύθμιζε τα παρουσιαζόμενα ζητήματα με μεγάλη ανεξαρτησία από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Οποιαδήποτε όμως απειθαρχία των εξάρχων προς τον αυτοκράτορα είχε ως συνέπεια την καθαίρεσή τους.

Το 751 μ.Χ. η Ραβένα καταλήφθηκε από τους Λομβαρδούς και το εξαρχάτο της διαλύθηκε. Το εξαρχάτο της Βόρειας Αφρικής απέβλεπε στην οργάνωση της άμυνας εναντίον των Βερβερίνων επιδρομέων. Πρωτεύουσά του ήταν η Καρχηδόνα στην Τυνησία. Από εκεί ξεκίνησε ο Ηράκλειος, που στέφτηκε αυτοκράτορας του Βυζαντίου το 610 μ.Χ. Το 697 οι μουσουλμάνοι Άραβες κατόρθωσαν να γίνουν κύριοι της Καρχηδόνας.

Ο Φλάβιος Ηράκλειος (575 – 11 Φεβρουαρίου 641) ήταν αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 610 έως το 641. Ο πατέρας του Ηράκλειος ο πρεσβύτερος ήταν έξαρχος της Καρχηδόνας και ένας από τους παλαιούς στρατηγούς του αυτοκράτορα Μαυρίκιου, με σημαντικό ιστορικό θριάμβων στο περσικό μέτωπο κατά τον πόλεμο της περιόδου 572-591. Τον καιρό της βάναυσης βασιλείας του σφετεριστή αυτοκράτορα Φωκά, ο οποίος είχε ανατρέψει τον Μαυρίκιο το 602, και της νέας περσικής επέλασης στην Εγγύς Ανατολή με αφορμή το πραξικόπημά του, όπου οι Πέρσες για πρώτη φορά δεν περιορίστηκαν σε μεθοριακές συγκρούσεις στην Αρμενία και τη Μεσοποταμία αλλά εισέβαλαν μαζικά στις ανατολικές ρωμαϊκές επαρχίες, ο Ηράκλειος διέκοψε αρχικά την επικοινωνία με την πρωτεύουσα και την τροφοδοσία της με αφρικανικά σιτηρά. Τελικά συγκέντρωσε ισχυρές ρωμαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις προκειμένου να κινηθεί εναντίον του Φωκά.

Υπό τη διοίκηση του γιου του Ηράκλειου, ο στόλος σαλπάρει από την Καρχηδόνα το 609 ενώ ταυτόχρονα ξεκινά ο στρατός από την ξηρά, υπό τη διοίκηση του ανιψιού του Νικήτα, και οι δυο με τελικό προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Συναντώντας παντού θερμή υποδοχή, και ενισχύοντας καθ’ οδόν το ήδη σημαντικό στράτευμά του, ο νεαρός Ηράκλειος φτάνει πρώτος στη Βασιλεύουσα το 610. Μεγαλόσωμος, με ξανθά μαλλιά και επιβλητικό παρουσιαστικό, εισέρχεται θριαμβευτής στην Πόλη με την υποστήριξη των Πρασίνων και χωρίς μάχη. Η ανακτορική φρουρά των Εξκουβιτόρων αυτομολεί στην πλευρά του και τελικώς ο Φωκάς συλλαμβάνεται και εκτελείται. Τον Οκτώβριο του 610 ο Ηράκλειος παντρεύεται την αγαπημένη του Ευδοκία, και αμέσως μετά στέφεται Ρωμαίος Αυτοκράτορας, σε ηλικία 36 ετών.

Προς τα τέλη της βασιλείας του Ηράκλειου Α΄ εμφανίστηκαν στο ιστορικό προσκήνιο οι ‘Aραβες, ως ένας νέος, καταλυτικός παράγοντας, που επρόκειτο να επηρεάσει τις τύχες όλων των λαών της Μεσογείου. Τα χρόνια που ο Ηράκλειος νικούσε τους Πέρσες, ο προφήτης Μωάμεθ έβαζε τα θεμέλια για τη θρησκευτική και πολιτική ένωση των Αράβων. Υπό την ηγεσία του οι σκορπισμένες φυλές της αραβικής χερσονήσου βρήκαν συνοχή και ξεχύθηκαν να υποτάξουν τους «απίστους». Πρώτος στόχος τους τα δύο μεγάλα γειτονικά κράτη, το περσικό και το βυζαντινό. Η Περσία κατακτήθηκε σχεδόν αμέσως, ενώ το Βυζάντιο έχασε μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια τις ανατολικές επαρχίες του, τη Συρία το 636, την Παλαιστίνη το 638 και το 640/2 την Αίγυπτο.

Η εξάπλωση των Αράβων στη βόρεια Αφρική περιόρισε το βυζαντινό κράτος στη Μικρά Ασία, τα Βαλκάνια και τις ιταλικές του κτήσεις. Οι ‘Aραβες μετά την κατάκτηση της Αφρικής στράφηκαν εναντίον των ευρωπαϊκών εδαφών. Οι προϊσλαμικοί Άραβες δεν υπήρξαν ναυτικός λαός, εκτός από μερικές εξαιρέσεις.

Όπως θα δούμε στη συνέχεια, όταν οι μουσουλμάνοι βρήκαν εδαφική διέξοδο στη Μεσόγειο χρησιμοποίησαν τους στόλους των πρώην Βυζαντινών επαρχιών της Αιγύπτου, της Συρίας, της βόρειας Αφρικής, της Σικελίας κ.ά., οι οποίοι συγκροτούνταν από σκάφη σχεδόν ίδιου τύπου με τα βυζαντινά. Αρχικά, τα πληρώματα τους ήταν εντόπιοι ενώ οι μάχιμοι πεζοναύτες ήταν Άραβες.

Τον 6ο αιώνα, οι Βυζαντινοί οργάνωσαν πλειάδα εκστρατειών στην Βόρεια Αφρική, εγκαθιδρύοντας μία σαθρή κυριαρχία επί της περιοχής. Οι διώξεις που εξαπέλυσαν όμως έναντι των αιρέσεων του Δονατισμού και του Αρειανισμού κατα τον επόμενο αιώνα, προκάλεσαν την ρήξη ανάμεσα στους Βέρβερους και στους Βυζαντινούς, επιτρέποντας στον Μουσουλμάνους Άραβες, να κερδίσουν με σχετική ευκολία την κατοχή των εδαφών στα μέσα του 7ου αιώνα. Οι Άραβες εδραίωσαν τις κατακτήσεις τους στην Βόρεια Αφρική ιδρύοντας νέες πόλεις, εξαπλώνοντας σταδιακά το Ισλάμ και συμμαχόντας με τις ντόπιες φυλές των Βερβέρων.

Η μάχη της Καρχηδόνας διεξήχθη το 698 μΧ. μεταξύ μιας βυζαντινής εκστρατευτικής δύναμης και των στρατών του Αραβικού χαλιφάτου των Ομμευαδων. Αφού έχασε την Καρχηδόνα στους μουσουλμάνους το 695, ο αυτοκράτορας Λεόντιος έστειλε το ναυτικό υπό τη διοίκηση του Ιωάννη του Πατρικίου και του δρουγκαρίου (ναυάρχου) Τιβέριου Αψιμάρου. Εισήλθαν στο λιμάνι και κατάφεραν να την επανακτήσουν με μια εκπληκτική επίθεση έκπληξης το 697, με αποτέλεσμα οι αραβικές δυνάμεις της πόλης να φεύγουν στο Kairouan στην ενδοχώρα.

Οι Βυζαντινοί έφυγαν από την Καρχηδόνα και επιτέθηκαν απευθείας στον στρατό των Αράβων, αλλά νικήθηκαν και ο Βυζαντινός διοικητής αποφάσισε να περιμένει την πολιορκία πίσω από τα τείχη της Καρχηδονας, για να αφήσει τους Άραβες να εξαντληθούν, αφού θα μπορούσε να συνεχίσει με ανεφοδιασμό από τη θάλασσα. Οι Βυζαντινοί υπερασπιστές αντιμετώπισαν τη συντριπτική δύναμη των Αράβων σε άγριες επιθέσεις, καθώς οι άνδρες τους έκαναν επανειλημμένες προσπάθειες να καταλάβουν τα τείχη με σκάλες. Συνδύαζαν αυτή τη χερσαία επίθεση με μια επίθεση από τη θάλασσα που προκάλεσε τους Βυζαντινούς διοικητές να αποσυρθούν από την πόλη και στη συνέχεια κατέληξε στη δεύτερη και τελική μεγάλη καταστροφή της Καρχηδόνας. Οι Βυζαντινοί υποχώρησαν στα νησιά της Κορσικής, της Σικελίας και της Κρήτης για να αντισταθούν περαιτέρω στη μουσουλμανική επέκταση.

Ο Ιωάννης ο Πατρίκιος δολοφονήθηκε αργότερα μετά από συνωμοσία από τον διοικητή του, Τιβέριου Αψιμάρου. Ο Τιβέριος Αψιμάρος, αντί να επιστρέψει στην Αφρική για να πολεμήσει τους μουσουλμάνους, έφυγε αντ ‘αυτού στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από μια επιτυχημένη εξέγερση ανέβηκε στο θρόνο ως Τιβέριος Γ ‘, και αργότερα εκθρονίστηκε από τον πρώην αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β, γνωστό σήμερα ως Ρινότμητο.

Το 702 μ.Χ. οι Άραβες νίκησαν τους χριστιανούς Βερβερους της Αφρικής στην μάχη της Ταμπαρκα, 136 χιλιόμετρα δυτικά της Καρχηδονας και οι Άραβες κατέκτησαν οριστικά την βυζαντινή βόρεια Αφρική και οι ντόπιοι υιοθέτησαν την γλώσσα και την θρησκεία των Αράβων.

Πηγές:

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Καρχηδόνα
https://wol.jw.org/el/wol/d/r11/lp-g/102001806
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Εξαρχάτο

Τα θυμάσαι τα αδέρφια σου;

Έχουμε να γράψουμε ιστορία ακόμη...