Θα σας πω δυο ιστορίες που έμαθα από τον πατέρα μου και αφορά τον παππού του τον Παναγιώτη. Δεν έχω λόγο να μην τον πιστέψω κάθε φορά που τα διηγείται δακρύζει και ανατριχιάζει.
Ορφανό παιδί μεγάλωνε στην Πάτρα κοιμόταν μέσα σε μια αποθήκη σταφίδας και σκεπαζόταν με τσουβάλια..
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ με πολλή βροχή, ο μικρός Παναγιώτης-όχι πάνω από 8-9 χρόνων- τουρτούριζε κάτω από τα τσουβάλια.
Πως ήρθε λοιπόν στο παιδικό του μυαλό να κάνει την παρακάτω σκέψη: Α ρε διάβολε..να ερχόσουνα να μου έφερνες φαΐ και να με κανείς πλούσιο. Αλλά να μην έρθεις οπως είσαι και σε δω και φοβηθώ αλλά να έρθεις σαν άνθρωπος και να μου χτυπήσεις την πόρτα.
Δεν περνούν 10 δευτερόλεπτα και ακούγονται δυο χτύποι στην πόρτα...... ο μικρός Παναγιώτης τα έχασε..ξανά δυο χτυπήματα στην πόρτα...και μια φωνή να τον φωνάζει..Τακηηη, Τακηηη...
Μουδιασμένος από το φόβο δεν τόλμησε να απαντήσει στο κάλεσμα. Έκτοτε σε όλα τα χρόνια της ζωής του σε ανύποπτες στιγμές άκουγε τη φωνή να τον φωνάζει Τακηηηηηηη.
Ακόμα και όταν παντρεύτηκε ένα βράδυ που ξαπλώνε με την προγιαγιά μου ακούστηκε πάλι η φωνή. Τακηηηηηη....
-Παναγιώτη σε φωνάζουν δεν ακούς;
-Σσσσσς μην μιλάς μην απαντάς!!
-Μα κάποιος σε φωνάζει χριστιανέ μου, έλεγε η γιαγιά.
-Ειρήνη όταν ακούς αυτή τη φωνή δεν θα απαντάς ποτέ, της απάντησε ο παππούς.
Η γιαγιά μου καθότι περίεργη τον ρωτά:
-Και γιατί σε φωνάζει Τάκη; Αφού δεν σαρεσει να σε φωνάζει κανείς έτσι.
-Έτσι με φωνάζει πάντα, ποτέ Παναγιώτη, το όνομα της Παναγίας, μόνο Τάκη.
Πέρασαν χρόνια πολλα. Η προγιαγιά μου έφυγε από τη ζωή και ο προπάππους μου έγινε μοναχός σε ένα μοναστήρι της Κορινθίας. Κάποια φορά, ήταν στα τελευταία του πλεον, τον επισκέφθηκε ο πατέρας μου. Μπαίνοντας στο κελί του τον είδε ξαπλωμένο σε ένα στενό, παλιό, ξύλινο κρεβάτι και γύρω από το κρεβάτι είχε μπήξει αυτοσχέδια σταυρουδάκια από ξύλο ή σύρμα.
-Παππού τι έχεις κανει εδώ; Γιατί έβαλες σταυρουδάκια γύρω από το κρεβάτι; Τον ρώτησε ο πατέρας μου.
- Αντωνάκη μου, του λέει. Ως εδώ πλησιάζει ο διαβολος.
Ο παππούς Παναγιώτης κοιμήθηκε ειρηνικά περίπου το 1985 όταν εγώ ήμουν 4 χρόνων.
Μια αλλη φορά ο προπάππους γυρνούσε μαζί με τον πατέρα μου, 8 χρόνων τότε, στο μαντρί μετά από βοσκή.
Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά μπροστά περπατούσε ο τράγος με τα μεγάλα κερατά και την κουδούνα του, πίσω ακολουθούσαν 20 περίπου κατσίκες με τα κουδούνια τους και δίπλα τους περπατούσε ο παππούς με την γκατζουνα του στο ένα χέρι και τον πατέρα μου στο άλλο. Ξαφνικά στη μέση του πουθενά και χωρίς προφανή λόγο τα ζώα σταμάτησαν! Κοκκαλωσαν! Τόσο πολύ που δεν κουνιόνταν ούτε οι κουρούνες τους!
Επιτόπου σταμάτησε και ο παππούς. Έσφιγγε πιο πολύ το χέρι του πατέρα μου και περίμεναν ακίνητοι.
Πέρασαν κάποια λεπτά και ξεκίνησε έπιτελους ο τράγος να περπατάει. Ο παππούς έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και χαλάρωσε το χέρι του.
Τότε ο πατέρας μου τον ρώτησε.
- Παππού τι έγινε; Γιατί σταματήσαμε; Τι έπαθαν τα κατσίκια;
- Αντωνάκη μου, του λέει, να τα ακούς τα ζώα. Αν ξανασυμβεί αυτό θα μένεις ακίνητος. Το μέρος εδώ «κρατάει».....
Και μην το πεις στη γιαγιά την Ειρήνη γιατί δε θα σε ξαναφησει να έρθεις μαζί μου στη βοσκή, κατάλαβες;
Ο πατέρας μου δεν μίλησε ποτέ γιαυτο παρά μόνο όταν μεγάλωσε...