Στην πανέμορφη ελληνική Σμύρνη πριν το 1922, τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά αποτελούσε μια από τις επισημότητες σκόλες της χρονιάς με ιδιομορφία δραστηριότητας και χαρακτηριστικών εκδηλώσεων. Ας ζήσουμε για λίγο στη Σμύρνη τις άγιες τούτες μέρες…
«…Από την παραμονή των Χριστουγέννων ανάστατη ολη η οικογένεια στο σμυρναϊκό σπιτι. Απο νωρίς το απογευμα αρχίζαν τα λουσίματα και η καθαριότητα, πρώτα των παιδιών. Θα μεταλαβαίνανε του «Χριστού τη μέρα» που ξημέρωνε, γι’ αυτό ήπρεπε να γίινει «ειδική καθαριότητα». «Σώμα και ψυχή», όπως έλεγε η μητέρα/ σαν φέρνανε αντίρηση τα παιδιά. Λούσιμο, χτένισμα με το ψιλό χτένι/ κόψιμο σύριζα τα νύχια και σαπούνισμα γερό ούλο το κορμί για να μπουν τα παστρικά μοσκομυρισμένα ασπρόρουχα. Νηστεία κρατούσανε ολο το σαρανταήμερο, αλλά για τη μετάληψη έπρεπε να γινει «τρίμερο» με σκέτο νερόβραστο.
Αφού γινούτανε η γενική καθαριότητα στο σώμα, η μητέρα φώναζε ένα – ένα παιδί χωριστά και τόκλεινε στην κρεββατοκάμαρη. «Τώρα και τάλλα σου χρέη», έλεγε σοβαρή – σοβαρή, «τα χρέη της ψυχής, όπως τάπαμε»/ Αυτά ήτανε: – Να πούνε το πιστεύω, τρεις φορές/ το πάτερ ημών και να κάνουνε δέκα μετάννοιες μπροστά στα εικονίσματα. Όταν τελειώνανε κι αυτά τα χρέη/ ερχότανε η σειράγια τα χειροφιλήματα της συγχώρεσης. «Πρώτα τον παππούλη και τη νενέ/ και μη ξεχάσεις να κάνεις μετάνοια,/ αρμήνευε σιγανά η μητέρα. Πάντα, τις γιορτινές μερες, από τις παραμονές, ερχόντουσαν οι παππούληδες στα παντρεμένα τους παιδιά, για να περάσουν μαζί τους τα πατροπαράδοτα έθιμα. Όταν ερχόταν η ώρα να δώσουν την ευχή τους, για να πάνε να μεταλάβουνε τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, άπλωναν με συγκίνηση το γέρικο χέρι τους να το φιλήσουν και έδιναν χιλιες ευκές με τρέμουλη απο τη συγκίνηση φωνη, για υγεία, προκοπή και προ πάντων για γνώση.
Το ίδιο γινότανε κι αυτό απο τον πατέρα και τη μητέρα και όσους θειους και θειες βρισκόντουσαν κοντά. Ποτέ όμως δεν ξεχνούσανε τη νονά. Από πολύ μικρά τα πήγαινε η μάνα τα παιδιά στη νουνά, για να τα ευχηθεί τη μέρα που θα μεταλαβαίνανε. Σαν μεγαλώνανε πηγαίνανε πρόθυμα μόνα τους. Γιατί, η συγχώρευση της νουνάς, είχε μια ιδιαίτερη χαρά. Πάντα μετά το χειροφίλημα και τις ευχές «να γίνουν καλοί Χριστιανοί», ήβαζε κάμποσα μεταλίκια στις τσέπες των βαφτισιμιών της, λέγοντας: «για να ανάψετε κερί αύριο που θα μεταλάβετε». Μετά τη μετάληψη η μητέρα είχε έτοιμο στο σπίτι, σ’ ένα ρακοποτηρο, μοσχάτο κρασί κι έδινε στα παιδια, να πιούνε μια γουλιά/ «για να πάει η αγία κοινωνια κάτω»/ και συνάμα παρέγγελνε, όσο πειστικά μπορούσε: «Προσέξτε παιδιά, να μη φτύστε καθόλου σήμερα/ να μη χτυπήστε και ματώστε/ και προ πάντων/ να μη πείτε άσκημο λόγο/ προσέξτε! έχετε μεταλάβει μη το ξεχάστε!» Οι μέρες απο τα Χριστουγέννα ίσαμε τον Αγιο Βασίλη ητανε σωστό αναστάτωμα, για μικρούς και μεγάλους στην αξέχαστη πατρίδα. Τα σκολειά κλειστά και τα σπίτια όλο ετοιμασίες.
Οι νοικοκυράδες μπαινοβγαίνανε φουριόζες κι όλο μουρμουρίζανε για τα παιδιά, που μπερδεύανε μέσα στα ποδάρια τους και δεν περνούσε μέρα που να μη τα καταχερίσουνε. Μα ανήμερα την Πρωτοχρονιά τα πάντα ήταν εντάξει. Τα σπίτια «πετούσαν» απο πάστρα και μοσκοβολούσαν κανέλλα και καριοφύλλι, περιμένοντας τον καινούργιο χρόνο. Ούλα τα πατροπαράδοτα αντέτια, ήπρεπε να γίνουν οπως τα βρήκανε από τσι γονιοί τους. Πρωί – πρωί ξεκινούσε ολη η οικογένεια, με τα κατάκαλά τους, να πανε στην εκκλησία. Ο νοικοκύρης κρατούσε στην τζέπη του το ρόδι, που θα σπούσε στην πόρτα του σπιτιού σαν θα γυρνούσαν. Για το καλό του χρόνου και για πολλά μπερικέτια, όπως λέγανε. Μετά απ’ αυτό ήπρεπε να μπει με το δεξί στο σπιτικό και να ευχηθεί σ’ ολη τη φαμίλια του «καλή χρονιά», φιλώντας έναν – έναν σταυρωτά. Σαν τέλειωναν οι ευχές, όλη η φαμίλια καθότανε με τάξη γύρω στο αηβασιλιάτικο τραπέζι. Η μητέρα έφερνε αμέσως το θυμιατό, και θύμιαζε με μοσκολίβανο, πρώτα την πίττα και μετά έναν – έναν κάνοντας το σημείο του σταυρού. Ο πατέρας ήκοβε την βασιλιόπιττα με την ίδια κάθε χρόνο σειρά:
Το πρώτο κομμάτι του Χριστού,/ της Παρθένου/ και μετά κατά ηλικία, αρχίζοντας απο τους παπούλήδες. Το νόμισμα ήτανε πάντα μεταλλίκι χρυσό και σ’ εκείνον που θάπεφτε θάφερνε μεγάλο γούρι. Πολλές φορές τύχαινε, την ώρα που κόβανε την πίττα, να έρθουν τα παιδιά του μαχαλά να τα πούνε. Το σήμαντρο χτυπούσε με τέχνη και το ντουμπελέκι κρατούσε το ίσιο. Οι παιδικές φωνές συμπλήρωναν τη χαρούμενη ατμόσφαιρα του σπιτιού και τα λόγια τους έφερναν στον καθένα ένα καλό μήνυμα:
Αρχή μηνιά κι αρχή χρονιά ψιλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνο τραγουδούσαν τα παιδόπουλα, μα τόνιζαν ιδιαίτερα τις ευχές για τον νοικοκύρη του σπιτιού: χρόνια πολλά να ζήσει, ποντάροντας σ’ ένα καλύτερο μπαξίσι. Δεν πρόφταινε καλά – καλά να τελειώσει το κόψιμο της πιττας/ και το μοίρασμα των μπουναμάδων/ κι αρχίζανε να καταφτάνουν τα πρώτα βίζιτα./ Παλιό αντένι κι αυτό. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, συγγενείς και φίλοι/ μόνο άντρες/ ανταλάανε βίζιτα για να ευχηθούν «τα έτη πολλά». Ακόμη και άγνωστοι μπαίνανε από μέσα, για να πούνε τις ευχές τους. Οι πόρτες του σμυρναίικου σπιτιού, ούλη μέρα της Πρωτοχρονιάς έμεναν ανοιχτές, για όλο τον κόσμο. Μόνοι οι γιατροί,/ σαν γιατροί/ πηγαίνανε/ τη χρονιάρα μέρα/ στα σπίτια. Και ανάγκη να ήτανε, αποφεύγανε να τους καλέσουνε. Όλοι οι επισκέπτες ήπρεπε να σερβιριστούν απο το μεγάλο τραπέζι της σάλας, που ηταν ανοιγμένο πέρα για πέρα. Στρωμένο με το άσπρο λινό τραπεζομάντηλο, απο τα προυκιά της νοικοκυράς, με κεντημένα στη μέση τα ψημιά της. Όλα τα καλά του Θεού βρισκόντουσαν, για το καλό της χρονιάς, απάνω σε εκείνο το τραπεζι. Βαλμένα με τάξη στα καλά σερβίτσια, που φύλαγαν για τις χρονιάρες μέρες.
Μεσ’ τη μέση η μεγάλη φρουτιέρα με το «Χριστό». Έτσι λέγανε τη μέρα εκείνη τα λογιών – λογιών ξερά φρούτα. Σωστό φρουτατζίδικο ήτανε ο λεγόμενος «Χριστός». Τίποτα δεν έλειπε. Και τι δεν είχε σε κεινη την πελώρια κρυστάλινη φρουτιέρα. Ό,τι ήθελες και τραβούσε η όρεξή σου. Δαμάσκηνα, φουντούκια, τζίτζιφα, κουκουνάρια, σουλτανιές σταφίδες, μύγδαλα, καρύδια, ως και κουντουρούδια. Μα ποτέ δεν ήλιπε το μάνα τ’ ουρανού. Ούλα αυτά στολισμένα με πρασινάδες και ου, δείχνανε πραγματικά την ευλογία του Χριστού. Άσε πια εκείνα που είχανε φτιάξει τα άξια χέρια της νοικοκυράς. Μια στοίβα σεκέρ λουκούμια/ πασπαλισμένα με άχνη/ μοιάζανε με χιονισμένο βουνό. Δίπλα τα φοινίκια ποτισμένα στο μέλι. Βασιλοπιττάκια λογιών λογιών. Αστρουλάκια, καρδίτσες, αετουδάκια, όλα με το καρεφυλάκι στη μέση που μοσκομυρίζανε και θρούσανε μολις τάβαζες στο στόμα. Μα στην πρώτη γραμμή, απ’ όλα τα κατασκευάσματα ερχούντανε η Βασιλόπιττα. Κάθε Σμυρνιά νοικοκυρά, ήβαζε ούλα τση τα δυνατά να στολίσει καλύτερα από τσ’ άλλης την πίττα του σπιτικού της. Στη μέση ήπρεπε να μπει / απαραίτητα/ ο δικέφαλος αετός και γύρω – γύρω μικρότερα αετουδάκια και λογιών – λογιών πλουμιά. Άστρα, πουλουδάκια και ό,τι άλλο κατέβαζε το γούστο της για να γίνει πιο όμορφη.
Αυτά ήτανε αντέτια που τα κρατούσανε, ανάλογα, όλα τα σπιτικά της Σμύρνης, πλούσια και φτωχά. Οι νοικοκυρές δεχόντουσαν τα βίζιτα στολισμένες με ούλα τα καλά τους/ για να τιμήσουν τους άντρες τους/ και να φανεί η αγάπη που τους έχουν. Μεγάλη τιμή για τη νοικοκυρά ήταν/ τα βίζιτα να πάρουν απ’ ούλα τα καλούδια που είχε φτιάξει και να τα παινέψουν. Το σμυρναιϊκο σπίτι ήταν φιλόξενο και οι Σμυρνιές τόχανε καμάρι να ρετσιβάρουν τους μουσαφιραίους. Τα φαγιά τους ήτανε μιλημένα. Ο χριστουγεννιάτικος διάνος ήθελε ολόκληρη επιστήμη για να γίνει όπως πρέπει. Παραγεμισμένος με καβουρντισμένο κυγμά με ψιλό – ψιλό κρεμμυδάκι, και ξεροψημένα κάστανα στη χόβολη του μαγκαλιού. Μπόλκο μαύρο πιπέρι και κουκουναράκια. Ροδοκοκκινισμένος και γαρνιρισμένος με ολόκληρες πατετούλες, άνοιγε σ’ όλους την όρεξη. Όλα τα φαγιά που ψήνανε οι Σμυρνιές νοικοκυράδες ήτανε σωστός πειρασμός. Όποιος έτυχε να φάει το στιφάδο τους, ποτέ δεν το ξεχνά. Με μπόλικα ολόκληρα κρεμμυδάκια και όλων των λογιών τα μπαχαρικά μέσα. Το κρέας, όμως, ήπρεπε νάναι γουρουνίσιο ή αγριογούρουνο, άμα ήτανε η εποχή του. Αμ οι γιαπρακιένιες ντολμάδες με κιμά ή γιαλαντσί, τι σου λένε! ‘Η το ατζέμ πιλάφι πούμενε κουκι – κουκί, ακόμη και την άλλη μέρα. Άσε πια τα σουτζουκάκια! με το σκορδάκι και το μπόλικο κίμινο, που μύριζαν δυο μαχαλάδες πέρα. Στα γλυκίσματα και τα ρετσέλια πια, δεν τις έφτανε κανείς. Σαν έτρωγες απ’ αυτά, ήταν να γλύφεις και τα δάχτυλά σου, που λέει ο λόγος…
Οι γυναίκες στη Σμύρνη, δεχόντουσαν μόνο ανήμερα της Πρωτοχρονιάς και κάνανε τα βίζιτά τους (τις επισκέψεις τους) την άλλη μέρα ή την παραπάνω. Σκέτο «γυναικείο» όταν το λέγανε. Στα βίζιτα αυτά πια, γινούτανε και το «μορστράρισμα» των μποναμάδων. Ό,τι ήθελε να τους δωρήσουν την Πρωτοχρονιά, ήπρεπε να το φορέσουν στο βίζιτο εκείνο. Προ πάντων οι παντρεμένες και αρραβωνιασμένες. Ό,τι χρυσαφικό παίρνανε από τσι άντρες τους και αρραβωνιαστικούς, για καμάρι το βάζανε κι ας είχαν άλλα τόσα. Κι ήβλεπες μάτια μου χρυσαφικά/ σαν να βρισκόσουνα στα κουγιουμτζίδικα του καπαλι τσαρσιού. Κορδόνια, μακριά και κοντά και Κωσταντινάτα. Μαλαματένια βραχιόλια, λογιών – λογιών. Στριφτά, μάπες ή βέργες. Σκουλαρίκια καφασωτά που λαμποκοπούσανε. Δαχτυλίδια μονόπετρα με διαμάντια σα ρεβύθι. Στα καρέ τους φιγουράρανε ρέστες – ρέστες τα μαργαριτάρια. Πολλές φορές ανακατωμένες με αληθινά κοράλια. Καταστόλιστες ξεκινούσαν για τα βίζιτα οι Σμυρνιές της καλής τάξης όπως τις λεγανε, με τα πιο καλά τους λούσα και στολίδια. Μπουάδες, μανσόν και παπούτσι λουστρίνι καϊκάκι να τρίζει. Απαραίτητο όμως ήταν το καπέλλο με φτερό. Κορδωμένες στα αστραφτερά «λαντώ», κάνανε πιο πρωτοχρονιάτικο αντέτι στα συγγενικά και φιλικά σπίτια…