του Νεκτάριου Δαπέργολα
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου... Ένα ήδη οδυνηρό καλοκαίρι βαίνει αργά προς το τέλος του, προοιωνίζοντας δυστυχώς ακόμη πιο επώδυνες μέρες. Μέρες θλίψης και ανέχειας. Αλλά και αγωνίας για όλους όσους βλέπουν πια τα μαύρα σύννεφα να συγκεντρώνονται πάνω από τη ρημαγμένη χώρα και - βλέποντάς τα - συνειδητοποιούν τα πασίδηλα πλέον σημεία των καιρών…
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Λίγες μόλις ώρες αφότου, θεαρχίω νεύματι οι θεοφόροι απόστολοι, υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι, εκ περάτων συνέδραμον του κηδεύσαι την της ζωής Μητέρα. Αι δε υπέρταται των ουρανών δυνάμεις, συν τω οικείω Δεσπότη παραγενόμεναι, το θεοδόχον σώμα προέπεμψαν, τω δέει κρατούμεναι. Και σπεύσαμε βέβαια μαζικά κι εμείς να πλημμυρίσουμε τις εκκλησιές. Μα ειλικρινά δεν ξέρω τι κατορθώσαμε να αισθανθούμε και πάλι από το μεγάλο μας Πάσχα του καλοκαιριού. Τι κατορθώσαμε να της πούμε και τι να της ζητήσουμε. Ποιο δώρημα δηλαδή που να ταιριάζει πραγματικά προς το συμφέρον της αιτήσεως…
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Ενός Δεκαπενταύγουστου σε καιρούς κλιμακούμενης απόγνωσης.
(...)
...πού να ελπίσει αυτός ο λαός της αποστασίας, που έχει τόσο πολύ εθιστεί πια στο να παρακολουθεί αποχαυνωμένος «υπερήφανους ομοφυλόφιλους» (να παρελαύνουν ή να συμβιώνουν δια νόμου), στο να καίγεται μόνο για τον απλό πονοκέφαλο της οικονομικής κρίσης (μη δίνοντας δεκάρα για τον θανατηφόρο καρκίνο της πνευματικής κατάρρευσης) και στο να καταπίνει αμάσητα τόσα και τόσα νεοταξίτικα «προοδευτικά» σκουπίδια; Είναι πραγματικά τόσο βαθιά πλέον η παρακμή μέσα στο άθλιο ψευδοκράτος που εδώ και δεκαετίες παράγει κυρίως απάτη κι ασυναρτησία, ώστε είναι ν’ απορείς ποια απερινόητη μεγαλοθυμία του Ετάζοντος καρδίας και νεφρούς μάς κρατάει ακόμα και δεν μας καταποντίζει οριστικά μες στ’ αποκαΐδια. Και την ίδια ώρα βέβαια δεν ξέρεις και πού να στρέψεις το βλέμμα, αναζητώντας δειλά κάποιο μικρό στήριγμα. Όλα υπό διάλυσιν, όλοι οι θεσμοί ξεχαρβαλωμένοι απ’ τη φαυλότητα ή τη μετριότητα, όλα να καταρρέουν με κρότο εκκωφαντικό. Πολιτικές δυνάμεις απαξιωμένες κάτω από το ασήκωτο βάρος δεκαετιών ανομίας και χυδαιότητας.
(...)Και λίγο πιο πέρα φυσικά, η θλιβερή σύναξη των εκκλησιαστικών μας ταγών, πάντοτε ασελγούσα (πλην ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων) επί του Σώματος και του Αίματος του εν ύδασι την γην Κρεμάσαντος. Από τη μια με τις οικουμενιστικές ή μασωνικές ακαθαρσίες μέσα στις οποίες βυθίζονται πια τόσοι και τόσοι ιεράρχες μας, από την άλλη με τις πάντα ανοιχτές και κακοφορμισμένες πληγές της ελλειμματικής πνευματικότητας, της σιμωνίας, του καριερισμού, της εκκοσμίκευσης, της αδιαφορίας για τα πάντα. Οπότε τι μας απομένει πλέον άραγε ως παρηγοριά;
Μα να λοιπόν τι μας απομένει. Η μεγαλύτερη πηγή παρηγοριάς και δύναμης. Ο γλυκασμός των αγγέλων, η χαρά των θλιβομένων, η απαλλαγή των ασθενούντων. Το άρρηκτον τείχος μας, ο ηλιοστάλακτος θρόνος, η ακαταίσχυντος προστασία, η αμετάθετος μεσιτεία μας προς τον Ποιητήν. Μαζί της, μάς απομένει και η γη μας, μια γη γεμάτα κόκαλα αγίων, ποτισμένη με το αίμα χιλιάδων μαρτύρων και ηρώων, σμιλεμένη απ’ τον πόνο και το δάκρυ, μπολιασμένη απ’ τα ατέλειωτα βάσανα και τους καημούς της Ρωμηοσύνης. Και μας απομένουν βέβαια κι οι λίγες φωνές όσων τάχθηκαν να φυλάγουν τις σύγχρονες Θερμοπύλες - και θα συνεχίσουν φυσικά να το πράττουν, παγερά αδιάφοροι για το αν «οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε». Ψυχές που αγωνίζονται στην αφάνεια, «ελεύθεροι κι ωραίοι που ζουν σε κάποιες φυλακές» (στα μοναστήρια και στον κόσμο) και μας κρατάνε ακόμη όρθιους.
Κι από πίσω τους βαδίζουμε στα σκυφτά κι εμείς, με όλα τα πάθη και τις αδυναμίες μας, στα μικρά μας μετερίζια εδώ και χρόνια. «Είμαστε ακόμα εδώ, ψάχνοντας στα τυφλά καινούργιους δρόμους», όπως θα τραγούδαγαν κι οι Κατσιμιχαίοι. Κι είναι στα τυφλά βέβαια, γιατί κι εμείς ελάχιστα νιώσαμε στον δρόμο - κι όσα κι αν μάθαμε να λέμε για πατρίδα, πίστη και παράδοση, θεωρίες ήτανε πιο πολύ παρά βίωμα και πράξη. Μα έστω κι έτσι, προσπαθήσαμε κάπως να ακολουθούμε από πίσω. Αναζητώντας εναγωνίως και τις ευρύτερες υγιείς δυνάμεις που (λέγεται ότι) υπάρχουν, αλλά συνεχίζουν πάντοτε να υπνώττουν στους κόλπους του ταλαίπωρου λαού.
Ίσως γιατί δεν ήρθε ακόμη το πλήρωμα του χρόνου για να βγουν επιτέλους στο προσκήνιο. Δεν ήρθε ακόμη η ώρα τα μετερίζια να συντονιστούν και να ενωθούν τα ρυάκια. Προφανώς δεν είχε ευλογία άνωθεν - για να το πούμε απλά. Υπήρξαμε μάλλον πολύ μικροί κι ανάξιοι, άδεια σαρκία κι εμείς, ανάλγητοι κι αμετανόητοι, χαμένοι στα πλέγματα και τους εγωισμούς μας, αποστάτες ανέστιοι, «κύνες επί τον ίδιον έμετον επιστρέφοντες». Γι’ αυτό και ό, τι ξεκινήσουμε κατά καιρούς να φτιάξουμε (ομάδες, παρατάξεις, κινήσεις και σχήματα), έμεινε λειψό και ατελέσφορο. Γιατί δεν είχε χάρη. Και πώς να έχει άραγε; Ποιοι ήμασταν εμείς δηλαδή, ώστε να έχει;
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου. Ενός Δεκαπενταύγουστου σε αγριεμένους καιρούς. Καιρούς αποστασίας και μάταιης περιπλάνησης. Μα όσα κι αν πράξαμε, σε ό,τι κι αν φταίξαμε, όσο κι αν «πήραμε τη ζωή μας λάθος», είναι τέτοια η λαίλαπα που έρχεται (και ειλικρινά η οικονομική κατάρρευση είναι το τελευταίο που εννοώ), που ίσως να πλησιάζει η ώρα που, όποιος έχει απομείνει ζωντανός σε τούτον τον τόπο, επιτέλους θα κληθεί και να το αποδείξει. Με πράξεις όμως πλέον κι όχι με λόγια - τέλος πια οριστικό κι αμετάκλητο για τις διαπιστώσεις, τις ζυμώσεις, τα συμπεράσματα, τις ατέρμονες αναλύσεις. Και φυσικά αυτές οι πράξεις μπορεί να γίνουν μόνο συν Θεώ. Μόνο με το αυτεπίγνωτον της αθλιότητάς μας, μόνο με την οριστική ταφή του ελεεινού πτώματος μέσα μας, μόνο με το αυθεντικό κλάμα της ειλικρινούς επιστροφής μας, μόνο με την επίκληση του ελέους Του και της μεσιτείας Της. Μόνο έτσι μπορούμε να προχωρήσουμε πια. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι καιροί μας τελειώνουν πλέον κάπου εδώ. Τελεία και παύλα. Και ό,τι επί αιώνες χτίσαμε, χάνεται οσονούπω οριστικά μαζί μας μες στα συντρίμμια.
Βράδυ Δεκαπενταύγουστου... Λίγο μόλις μετά το δεύτερο Πάσχα μας - εκείνο του καλοκαιριού. Λίγο μετά αφού η την ζωήν κυήσασα προς την ζωήν μεταβέβηκεν. Λίγες ώρες αφότου η του αενάου φωτός Μητέρα μετέστη από της γης εις τα άνω. Από εκεί που βρίσκεται, ας ξαναβάλει το χέρι της, για μια ακόμη φορά…
(Απόσπασμα από άρθρο Εφημ. "Αντιφωνητής" της Θράκης)