π. Αρσένιος ο κατάδικος ”ΖΕΚ – 18376”– (Πέτρος Αντρέγιεβιτς Σελτσώφ)
Ιδιαίτερη αγάπη έτρεφε ο δημοσιογράφος για την ποίηση. Ήξερε απ’ έξω αναρίθμητα ποιήματα παλαιών και νεότερων Ρώσων ποιητών. Πολλά βράδια, μετά το κλείδωμα της παράγκας, καθόταν στο κρεβάτι του και διάβαζε σιγανά, σ’ όσους ήθελαν ν’ ακούσουν. Όταν διάβαζε ποιήματα, γινόταν άλλος άνθρωπος. Το πρόσωπό του φωτιζόταν. Σε πολλούς κρατουμένους έμεινε αξέχαστη η βραδιά εκείνη, που άκουσαν το ποίημα του Σίμονωφ «Περίμενε με, θα γυρίσω».
Είχαν μαζευτεί γύρω απ’ το δημοσιογράφο κάμποσοι και συζητούσαν. Σε μια στιγμή κάποιος τον παρακάλεσε να τους διαβάσει κανένα ποίημα.
– Θα σας πω ένα ποίημα του Σίμονωφ, είπε μετά από λίγο. Το έγραψε το ’42, στον πόλεμο, και μου το διάβασε ο ίδιος. Ακούστε…
Περίμενέ με, θα γυρίσω
Μόνο περίμενέ με για πολύ. Περίμενέ με, όταν χτυπά η θλίψη, Όταν ξεσπούν οι κίτρινες βροχές. Περίμενέ με, όταν έρχονται τα χιόνια. Περίμενέ με, όταν σφίγγουνε οι ζέστες, περίμενε όταν οι υπόλοιποι δεν περιμένουν, όταν οι άλλοι έχουν ξεχάσει.Περίμενέ με, όταν άλλους πια δεν περιμένουν,
Όταν το χθες το λησμονούν. Περίμενέ με, όταν από μακριά Γράμματα πια δεν έρχονται. Περίμενέ με, όταν θα ‘χεις πια βαρεθεί, περίμενε υπομονετικά ακόμα όταν σου λένε από καρδιάς ότι πρέπει να ξεχάσεις …Περίμενε μέχρι το τέλος…”
Σχεδόν με αδιαφορία άκουσε η παρέα τους πρώτους στίχους. Σε λίγο, όμως, τόσο η μελαγχολική νοσταλγικότητα των νοημάτων όσο και η θέρμη της απαγγελίας τους μαγνήτισαν όλους. Από τη μια το αδιέξοδο, η απελπισία, το φάσμα του θανάτου – το σκληρό παρόν κι από την άλλη οι συγγενείς, οι φίλοι, η ελεύθερη ζωή – το πολυφίλητο παρελθόν που έφυγε. Όλα τούτα αναμόχλευσε μέσα στις καρδιές και τις μνήμες το ποίημα του Σίμονωφ.
”… Περίμενέ με, θα γυρίσω Στο πείσμα όλων των θανάτων. Όποιος δεν περιμένει είναι κενός . Έτσι ήταν γραφτό…Ποτέ δεν θα καταλάβουν πως μέσα από τη φωτιά με την αναμονή σου, αγαπημένη μου, έσωσες τη ζωή μου.
Μόνο εγώ κι εσύ θα ξέρουμε πώς με έκανες να επιβιώσω, – απλά εσύ ήξερες να περιμένεις, όπως κανείς άλλος “, θα πει.
Από το βιβλίο, π. Αρσένιος ο κατάδικος ”ΖΕΚ – 18376”, (σελ.187-191), Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου
πηγή
Ιδιαίτερη αγάπη έτρεφε ο δημοσιογράφος για την ποίηση. Ήξερε απ’ έξω αναρίθμητα ποιήματα παλαιών και νεότερων Ρώσων ποιητών. Πολλά βράδια, μετά το κλείδωμα της παράγκας, καθόταν στο κρεβάτι του και διάβαζε σιγανά, σ’ όσους ήθελαν ν’ ακούσουν. Όταν διάβαζε ποιήματα, γινόταν άλλος άνθρωπος. Το πρόσωπό του φωτιζόταν. Σε πολλούς κρατουμένους έμεινε αξέχαστη η βραδιά εκείνη, που άκουσαν το ποίημα του Σίμονωφ «Περίμενε με, θα γυρίσω».
Είχαν μαζευτεί γύρω απ’ το δημοσιογράφο κάμποσοι και συζητούσαν. Σε μια στιγμή κάποιος τον παρακάλεσε να τους διαβάσει κανένα ποίημα.
– Θα σας πω ένα ποίημα του Σίμονωφ, είπε μετά από λίγο. Το έγραψε το ’42, στον πόλεμο, και μου το διάβασε ο ίδιος. Ακούστε…
Περίμενέ με, θα γυρίσω
Μόνο περίμενέ με για πολύ. Περίμενέ με, όταν χτυπά η θλίψη, Όταν ξεσπούν οι κίτρινες βροχές. Περίμενέ με, όταν έρχονται τα χιόνια. Περίμενέ με, όταν σφίγγουνε οι ζέστες, περίμενε όταν οι υπόλοιποι δεν περιμένουν, όταν οι άλλοι έχουν ξεχάσει.Περίμενέ με, όταν άλλους πια δεν περιμένουν,
Όταν το χθες το λησμονούν. Περίμενέ με, όταν από μακριά Γράμματα πια δεν έρχονται. Περίμενέ με, όταν θα ‘χεις πια βαρεθεί, περίμενε υπομονετικά ακόμα όταν σου λένε από καρδιάς ότι πρέπει να ξεχάσεις …Περίμενε μέχρι το τέλος…”
Σχεδόν με αδιαφορία άκουσε η παρέα τους πρώτους στίχους. Σε λίγο, όμως, τόσο η μελαγχολική νοσταλγικότητα των νοημάτων όσο και η θέρμη της απαγγελίας τους μαγνήτισαν όλους. Από τη μια το αδιέξοδο, η απελπισία, το φάσμα του θανάτου – το σκληρό παρόν κι από την άλλη οι συγγενείς, οι φίλοι, η ελεύθερη ζωή – το πολυφίλητο παρελθόν που έφυγε. Όλα τούτα αναμόχλευσε μέσα στις καρδιές και τις μνήμες το ποίημα του Σίμονωφ.
”… Περίμενέ με, θα γυρίσω Στο πείσμα όλων των θανάτων. Όποιος δεν περιμένει είναι κενός . Έτσι ήταν γραφτό…Ποτέ δεν θα καταλάβουν πως μέσα από τη φωτιά με την αναμονή σου, αγαπημένη μου, έσωσες τη ζωή μου.
Μόνο εγώ κι εσύ θα ξέρουμε πώς με έκανες να επιβιώσω, – απλά εσύ ήξερες να περιμένεις, όπως κανείς άλλος “, θα πει.
Από το βιβλίο, π. Αρσένιος ο κατάδικος ”ΖΕΚ – 18376”, (σελ.187-191), Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου
πηγή