σχόλιο Γ.Θ : Ένα καταπληκτικό άρθρο που αναλύει το πως ξεκίνησε το μίσος μεταξύ τους, ποιοι βοήθησαν το Πακιστάν, ποιος είναι ο συνήθης νικητής στις μεταξύ τους μάχες και τί σχέδια διαγράφονται σήμερα και για τους δύο τους από τους ισχυρούς της Γης...
Γιατί η Ινδία και το Πακιστάν μισούν τόσο πολύ ο ένας τον άλλον; Αν θέλουμε να εντοπίσουμε την απαρχή αυτού του μίσους, τότε θα πρέπει να ταξιδεύσουμε πίσω στα μεσάνυχτα της 14ης Αυγούστου 1947, οπόταν και ξεκίνησε η σύγκρουση.
Ήταν τότε, στα χρόνια που ακολούθησαν τα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε εξαντλημένη από τη μακρά σύρραξη η βρετανική αυτοκρατορία έπρεπε να αποφασίσει γρήγορα τι επέπρωτο να κάνει με την τεράστια ινδική αυτοκρατορία της, της οποίας ο πληθυσμός γίνονταν ολοένα και πιο ανήσυχος, πολιτικά δραστήριος και όλο και πιο δύσκολο να ελεγχθεί. Το ινδικό Κόμμα του Κογκρέσου, με επικεφαλής τον Μαχάτμα Γκάντι, ζητούσε επίμονα τη δημιουργία ενός μεγάλου ομοσπονδιακού κράτους που θα περιλαμβάνει όλη την έκταση της Ινδίας, ενώ ο ηγέτης της Μουσουλμανικής Ένωσης (Λίγκας), Μοχάμαντ Άλι Τζίνα, αξίωνε να αποσπασθεί το 30% του ινδικού εδάφους για να δημιουργηθεί ένα ανεξάρτητο μουσουλμανικό κράτος, προκειμένου να προφυλαχθεί η θρησκευτική μειονότητα από οποιαδήποτε καταπίεση από την ινδουιστική πλειοψηφία.
Ο τελευταίος Βρετανός αντιβασιλέας της Ινδίας, λόρδος Μάουντμπάτεν αποδέχθηκε εν τέλει αυτή την τελευταία λύση και χώρισε την υποήπειρο σε τρία μέρη. Ένα μεγάλο μέρος της νότιας περιοχής, κεντρική και βόρεια, απετέλεσε την κρατική οντότητα που σήμερα αναγνωρίζουμε ως Ινδία, ενώ το βόρειο-δυτικό και βόρειο-ανατολικό άκρο της, που χωρίζονται με μία συνοριογραμμή μήκους 2.000 χλμ. Από την Ινδία, έγινε το κράτος του Πακιστάν (που και από αυτό το δεύτερο βορειο-ανατολικό τμήμα του τελικά απέκτησε την ανεξαρτησία του στη δεκαετία του ’70 κι απετέλεσε το Μπανγκλαντές). Αυτό που έγινε γνωστό ως «Διαχωρισμός» (Partition) τέθηκε σε ισχύ τα μεσάνυχτα της 14ης και της 15ης Αυγούστου 1947, και είναι grosso modo η ημέρα που οι δύο χώρες γιορτάζουν την ημέρα της ανεξαρτησίας τους (το Πακιστάν γιορτάζει στις 14, η Ινδία στις 15).
Η κατάτμηση αυτή ήταν μια τραυματική στιγμή για πολλούς Ινδούς. Η Ινδία ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα περίπλοκο μωσαϊκό διαφορετικών πολιτισμών, γλωσσών και θρησκειών. Είναι αδύνατο να διαχωρισθεί το ένα από το άλλο μόνο με ένα απλό περίγραμμα στον χάρτη. Έτσι, μία ημέρα μετά την έναρξη ισχύος των συμφωνιών, 15 εκατομμύρια άνθρωποι άρχισαν να μετακινούνται προς τα εδάφη εκείνα που ένιωθαν να αντανακλούν καλύτερα τη θρησκεία, τις πεποιθήσεις και την προέλευσή τους, ή αναγκάστηκαν να το κάνουν με τη βία. Εκτιμάται ότι ένα εκατομμύριο άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εκείνες τις ημέρες. Η Ινδία και το Πακιστάν, από την πρώτη ημέρα της ύπαρξής τους, έγιναν θέατρο στυγερών δολοφονιών και ωμής βίας. Αντάρτικα και πραγματικοί πόλεμοι, αψιμαχίες και επιθέσεις μεταξύ των δυνάμεων των δύο χωρών θα συνεχιστούν αμείωτα για τα επόμενα 70 χρόνια.
Η πρώτη από αυτές τις συγκρούσεις ξεκίνησε μόλις λίγους μήνες μετά τον Διαχωρισμό, με αφορμή αυθόρμητες συγκρούσεις μεταξύ κοινοτήτων και σύντομα μετατράπηκε σε ένα πραγματικό πόλεμο, όταν οι στρατοί των δύο χωρών ήλθαν αντιμέτωποι στην κοιλάδα του Κασμίρ, η οποία είναι μια ορεινή περιοχή που και οι δύο χώρες υποστηρίζουν ότι τους ανήκει. Το 1965 και το 1971, η Ινδία και το Πακιστάν συγκρούστηκαν και πάλι ανοικτά. Η απόληξη της δεύτερης ήταν ακριβώς η ανεξαρτησία του Μπαγκλαντές από το υπόλοιπο Πακιστάν. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90 υπήρξε μια νέα περίοδος έντασης, αλλά αυτή τη φορά χωρίς κάποια πραγματική σύγκρουση μεταξύ των στρατών των δύο χωρών. Το Πακιστάν ενθάρρυνε μια σειρά αντάρτικων κινημάτων στο Κασμίρ, οι οποίες μαζί με τη βίαιη καταστολή του ινδικού στρατού, έχει κοστίσει περισσότερους από 40.000 θανάτους. Το 1999 ένα νέο περιστατικό οδήγησε σε μια σύντομη αντιπαράθεση μεταξύ των δυνάμεων των δύο χωρών και η οποία έληξε με μία συμφωνία για κατάπαυση του πυρός, το 2003, η οποία μέχρι σήμερα έχει γίνει σε γενικές γραμμές σεβαστή. Το Πακιστάν, ωστόσο, συνεχίζει να υποθάλπει, σύμφωνα με πολλούς ανεξάρτητους παρατηρητές, ανατρεπτικές ομάδες μέσα στην ινδική επικράτεια και να κατηγορεί την Ινδία ότι κάνει το αντίστοιχο στα δικά του εδάφη. Από τη δεκαετία του ‘90, αφότου και οι δύο χώρες απέκτησαν πυρηνικά όπλα και πυραύλους ικανούς κι έτοιμους να πλήξουν τον μισητό αντίπαλο, μία ενδεχόμενη σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών θα μπορούσε δυνητικά να εμπλέξει ολόκληρο τον κόσμο.
Το ζήτημα του Κασμίρ
Το κομβικό σημείο της σύγκρουσης μεταξύ της Ινδίας και του Πακιστάν αποτελεί η κοιλάδα του Κασμίρ, μια περιοχή μήκους 135 χλμ. και πλάτους περίπου 30 χλμ., που κείται βορειοανατολικά της Ινδίας, σε υψόμετρα πάνω από 1.500 μέτρα. Η ιστορία της κοιλάδας είναι πολυτάραχη. Το 1846 οι Βρετανοί κατατρόπωσαν εκεί την αυτοκρατορία των Σιχ, που κυριαρχούσε στην περιοχή και προσάρτησαν τα περισσότερα από τα εδάφη της. Η κοιλάδα του Κασμίρ και τα γύρω εδάφη, μια ιδιαίτερα πλούσια και εύφορη περιοχή, πωλήθηκαν σε μια πλούσια οικογένεια Ινδών ευγενών, τους Ντόγκρα. Έτσι γεννήθηκε το πριγκιπάτο του Τζάμου και Κασμίρ, ένα από τα 500 ημι-ανεξάρτητα κρατίδια μέσω των οποίων το βρετανικό στέμμα κυβερνούσε εμμέσως τα υποτελή ινδικά εδάφη, χωρίς να ασκεί απ’ ευθείας την εξουσία του.
Σε αντίθεση με πολλά άλλα κρατίδια, όπου ήσαν αμιγώς μουσουλμανικά, ή ινδουιστικά, στο Κασμίρ επικρατούσε μία ιδιάζουσα κατάσταση: ήταν μία περιοχή με πλειοψηφούντα μουσουλμανικό πληθυσμό, αλλά με ινδουιστή ηγέτη. Όταν ήρθε η ώρα να χωριστεί η χώρα το 1947, τόσο η Ινδία όσο και το Πακιστάν ισχυρίστηκαν ότι το μικρό πριγκιπάτο ήταν δικό του, βασίζοντας τις αξιώσεις τους σε θρησκευτικούς, ή πολιτιστικούς λόγους. Οι Πακιστανοί για να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς τους έστειλαν επί τόπου στρατό εθελοντών. Ο τοπικός άρχοντας παραιτήθηκε από την ιδέα να γίνει αυτόνομο έθνος, μία περίπτωση που εξετάσθηκε για βραχύ χρονικό διάστημα και ζήτησε από τον ινδικό στρατό βοήθεια για να αντιμετωπισθεί η άφιξη των Πακιστανών. Η σύγκρουση ήταν σύντομη και τελικά το Πακιστάν κατόρθωσε να αποκτήσει τον έλεγχο μόνο ενός μικρού τμήματος της περιοχής, ενώ μεγάλο μέρος της κοιλάδας και των μουσουλμάνων κατοίκων της παρέμειναν υπό τον έλεγχο της Ινδίας.
Έκτοτε, το Πακιστάν, σύμφωνα με δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου, συνέχισε να στέλνει εθελοντές στην περιοχή και να στηρίζει τις αυτονομιστικές ομάδες, αναγκάζοντας την Ινδία να διατηρήσει μια σημαντική στρατιωτική φρουρά στην περιοχή. Οι επτά εκατομμύρια κάτοικοι της κοιλάδας χρειάστηκε να πληρώσουν υψηλό τίμημα για αυτόν τον πολυετούς κατάστασης συναγερμό. Όλα τούτα τα χρόνια, οι ινδικές στρατιωτικές δυνάμεις έχουν προβεί σε χιλιάδες συλλήψεις, έρευνες και στρατιωτικές επιχειρήσεις. Από τα μέσα της δεκαετίας του '80 έως σήμερα, οι Πακιστανοί αντάρτες και η ινδική καταστολή έχουν προκαλέσει περισσότερους από 40.000 θανάτους.
Ωστόσο, πολλοί μουσουλμάνοι του Κασμίρ προτιμούν σήμερα να ζουν σε μια δημοκρατία όπως η Ινδία αντί για το Πακιστάν, μια πολύ πιο ασταθή χώρα που συχνά στενάζει από τις πάμπολλες στρατιωτικές δικτατορίες που καταλύουν την πολιτική εξουσία. Τούτη η λεπτομέρεια αποτελεί ένα λεπτό στοιχείο που αποκαλύπτει το ουσιαστικό βάθος του προβλήματος: το ζήτημα του Κασμίρ έχει γίνει μια δικαιολογία χάρις στην οποία οι εθνικιστές και στις δύο πλευρές των συνόρων δικαιολογούν μια μόνιμη κατάσταση έχθρας, που εξυπηρετεί τους πολιτικούς τους σκοπούς στο εσωτερικό της χώρας τους.
Μια δύσκολη σχέση
Το ζήτημα του Κασμίρ είναι το πιο ορατό από τα προβλήματα που διαχρονικά κρατούν την Ινδία και το Πακιστάν σε διένεξη, αλλά δεν είναι όμως το μοναδικό. Ο διαχωρισμός άφησε στην Ινδία τα πλουσιότερα και πιο εύφορα εδάφη, ενώ το Πακιστάν βρέθηκε με τα χρόνια χωρισμένο σε δύο μέρη, με το τμήμα του Μπαγκλαντές να αποσπάται από το υπόλοιπο έθνος, καρπούμενο δύο χιλιάδες χιλιόμετρα που ανήκαν κάποτε στην Ινδία. Συνεπώς, το Πακιστάν επιδίωξε να βρει ισχυρούς συμμάχους στην παγκόσμια σκηνή για να προωθεί τις διεκδικήσεις του. Τους βρήκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, για τις οποίες η ασιατική αυτή χώρα έγινε απαραίτητη ως σύνδεσμος μεταξύ των κρατών που βαθμιαία βοηθούσε να συγκροτηθούν στην περιοχή, ώστε να «συγκρατήσουν» την επιρροή της τότε Σοβιετικής Ένωσης.
Από τη δεκαετία του 1950, οι ΗΠΑ χορηγούσαν αφειδώς όπλα και χρηματοδότηση στο Πακιστάν, γεγονός που ώθησε τους Πακιστανούς στρατηγούς να αισθάνονται ασφαλείς και συνέβαλε έτσι στην επιθετική στάση που υιοθέτησαν έναντι της Ινδίας. Ο πακιστανικός στρατός, μετατράπηκε σε μία πολύ σημαντική δύναμη για τη χώρα: στον πρώτο προϋπολογισμό του νέου κράτους προβλεπόταν πως τα τρία τέταρτά του θα αποτελούντο από στρατιωτικές δαπάνες.
Εντούτοις, αυτό το υψηλότατο επίπεδο δαπανών δεν ήταν βιώσιμο και παρόλο που έχει μειωθεί με τα χρόνια, εξακολουθεί να παραμένει δυσθεώρητο για τα πρότυπα μιας αναπτυσσόμενης χώρας όπως το Πακιστάν. Για να δικαιολογηθεί αυτό το υψηλό επίπεδο δαπανών, οι στρατιωτικοί χρειάζονται έναν σκοπό. Η αντιπαλότητα με την Ινδία κι ειδικότερα το ζήτημα του Κασμίρ, έχει γίνει η δικαιολογία που επιτρέπει στους Πακιστανούς στρατηγούς, όχι μόνο για να διατηρούν σε υψηλό βαθμό τις στρατιωτικές δαπάνες, αλλά και να παρεμβαίνουν συχνά στην πολιτική ζωή της χώρας, επιβάλλοντας, ή παύοντας κυβερνήσεις, και αρκετές φορές, καταλαμβάνοντας άμεσα την ηγεσία του έθνους.
Τα τελευταία χρόνια κάτι παρόμοιο συνέβη και στην Ινδία. Το 2015 πέρα από κάθε πρόβλεψη τις εκλογές κέρδισε το ινδικό Πατριωτικό κόμμα BJP, υπό την ηγεσία του σημερινού πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι. Μολονότι το BJP δεν τηρεί ρητά μία εχθρική πολιτική απέναντι στο Πακιστάν στο εσωτερικό του υπάρχουν πολλές ισχυρές φωνές, που τρέφουν εχθρότητα προς τους μουσουλμάνους τρομοκράτες που εξακολουθούν να ζουν στην Ινδία και πάντα υποψιάζονται πακιστανικό δάκτυλο σε κάθε αιματηρό γεγονός που συμβαίνει στη χώρα.
Η οικονομική κατάσταση
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των στρατιωτικών συγκρούσεων μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν είναι ότι, χάρη στους μεγαλύτερους πόρους και τον σαφώς ανώτερο σε αριθμό πληθυσμό του, το Νέο Δελχί κατάφερε πάντα να υπερτερήσει σε όλες τις στρατιωτικές συγκρούσεις, στις οποίες ενεπλάκη με τον γείτονά του. Για το λόγο αυτό, το Πακιστάν έχει συχνά καταφύγει σε εναλλακτικά μέσα αντιμετώπισης του αντιπάλου του: από το αντάρτικο έως την τρομοκρατία, περνώντας βέβαια από την απόκτηση πυρηνικού οπλοστασίου. Τα τελευταία χρόνια όμως η Ινδία κατόρθωσε να κατατροπώσει και οικονομικά το Πακιστάν, γεγονός που θα μπορούσε να έχει αποσταθεροποιητικές συνέπειες στο μέλλον.
Όπως σημειώνει το περιοδικό «Εconomist», στα εβδομήντα χρόνια αντιπαλότητάς τους, το Πακιστάν ήταν εκείνο που αναπτυσσόταν πιο γρήγορα, εν μέρει επειδή είχε λιγότερες βιομηχανίες και υποδομές, δηλ. είχε κάρπιμο έδαφος για επενδύσεις, αλλά κι εν μέρει επειδή η Ινδία για πολύ καιρό διοικούνταν αυταρχικά, ενώ το Πακιστάν ήταν πιο ανοικτό στις διεθνείς συναλλαγές. Ωστόσο, τα τελευταία τριάντα χρόνια η τάση αυτή έχει αντιστραφεί και η Ινδία συστηματικά υπερέβη το Πακιστάν στο επίπεδο των οικονομικών αποτελεσμάτων.
Από τη δεκαετία του 1980, αρκετές ινδικές κυβερνήσεις έχουν κάνει την οικονομία της χώρας πιο ευέλικτη, εξαλείφοντας τους παλαιούς φραγμούς στην οικονομική ανάπτυξη - μερικές φορές μάλιστα φτάνουν και σε υπερβολές προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, η Ινδία παρήγαγε δύο εκατ. μοτοσικλέτες ετησίως. Σήμερα παράγει περισσότερα από είκοσι εκατ. Η εναέρια κυκλοφορία σε εσωτερικές γραμμές έχει διπλασιαστεί μέσα σε δέκα χρόνια. Ο αριθμός των επιβατών μόνο το 2016 αυξήθηκε κατά 23%, με αποτέλεσμα οι ινδικές αεροπορικές εταιρείες να παραγγείλουν συνολικά χίλια νέα αεροσκάφη. Οι εξαγωγές λογισμικού και υψηλής τεχνολογίας έχουν τετραπλασιαστεί σε μια δεκαετία, ενώ τον Φεβρουάριο η ινδική διαστημική υπηρεσία έστειλε 104 δορυφόρους στο Διάστημα με την εκτόξευση μόνον ενός πυραύλου, επίτευγμα που αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ.
Για να αντιμετωπίσει αυτόν τον ανταγωνισμό, το Πακιστάν δεν έχει άλλες επιλογές από το να αναζητήσει νέους ισχυρούς συμμάχους. Αυτή τη στιγμή, ο σημαντικότερος σύμμαχός του στον οικονομικό τομέα είναι η Κίνα. Οι δύο χώρες έχουν πραγματικά μια μακρά ιστορία φιλίας, για τον απλό λόγο ότι η Κίνα ήταν ένας προαιώνιος αντίπαλος της Ινδίας, με την οποία μοιράζεται κοινά και διαμφισβητούμενα σύνορα. Πρόσφατα, η φιλία αυτή έχει καταστήσει το Πακιστάν ως αποδέκτη του μεγαλύτερου επενδυτικού σχεδίου που φιλοδοξεί να δρομολογήσει η Κίνα. Είναι αυτό που αποκαλείται «Νέος Δρόμος του Μεταξιού» για τη μεταφορά των κινεζικών αγαθών από τα δυτικά σύνορα της χώρας μέσω ολόκληρης της Ασίας.
Στην πράξη, το σχέδιο προβλέπει μια επένδυση ύψους 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο Πακιστάν, που αφορά πρωτίστως υποδομές, όπως σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, δρόμοι, σήραγγες, λιμάνια και αεροδρόμια. Ωστόσο, ορισμένοι Πακιστανοί ανησυχούν για την κλίμακα και τις συνέπειες αυτού του σχεδίου. Ο φόβος τους είναι ότι η χώρα θα καταλήξει να παραχωρήσει σημαντικά τμήματα της εθνικής της κυριαρχίας σε Κινέζους επενδυτές. Ανάμεσα στις εταιρείες που θα αναλάβουν τα μεγαλεπήβολα έργα είναι και κάποιες που έχουν στον έλεγχό τους ολόκληρες πόλεις, περιλαμβανομένων και παραστρατιωτικών δυνάμεων στην κινεζική επαρχία Σιντζιάνγκ, όπου μια μειοψηφία μουσουλμάνων, οι Ουιγούροι, υφίσταται συνεχείς διακρίσεις και καταπίεση.
Στην αξιολόγηση των κινεζικών επενδύσεων, ο θρησκευτικός παράγοντας δεν αποτελεί δευτερεύον στοιχείο για πολλούς Πακιστανούς. Το επενδυτικό σχέδιο μιλά για τα θέρετρα και καζίνο, που θα χτιστούν στις ακτές της χώρας, που έως σήμερα αποτελούν σε μεγάλο βαθμό παρθένο έδαφος. Οι Πακιστανοί συντηρητικοί, πολλοί από τους οποίους ασπάζονται περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικές εκδοχές του Ισλάμ, θεωρούν αυτές τις επενδύσεις ως μια πορεία προς την ηθική παρακμή. Τους τελευταίους μήνες, η πακιστανική κυβέρνηση έσπευσε να διαβεβαιώσει ότι δεν πρόκειται να κτισθεί καζίνο και δεν έχει καμία πρόθεση να παραχωρήσει κυριαρχικά δικαιώματα στις κινεζικές εταιρείες.
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ, SigmaLive
Γιατί η Ινδία και το Πακιστάν μισούν τόσο πολύ ο ένας τον άλλον; Αν θέλουμε να εντοπίσουμε την απαρχή αυτού του μίσους, τότε θα πρέπει να ταξιδεύσουμε πίσω στα μεσάνυχτα της 14ης Αυγούστου 1947, οπόταν και ξεκίνησε η σύγκρουση.
Ήταν τότε, στα χρόνια που ακολούθησαν τα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε εξαντλημένη από τη μακρά σύρραξη η βρετανική αυτοκρατορία έπρεπε να αποφασίσει γρήγορα τι επέπρωτο να κάνει με την τεράστια ινδική αυτοκρατορία της, της οποίας ο πληθυσμός γίνονταν ολοένα και πιο ανήσυχος, πολιτικά δραστήριος και όλο και πιο δύσκολο να ελεγχθεί. Το ινδικό Κόμμα του Κογκρέσου, με επικεφαλής τον Μαχάτμα Γκάντι, ζητούσε επίμονα τη δημιουργία ενός μεγάλου ομοσπονδιακού κράτους που θα περιλαμβάνει όλη την έκταση της Ινδίας, ενώ ο ηγέτης της Μουσουλμανικής Ένωσης (Λίγκας), Μοχάμαντ Άλι Τζίνα, αξίωνε να αποσπασθεί το 30% του ινδικού εδάφους για να δημιουργηθεί ένα ανεξάρτητο μουσουλμανικό κράτος, προκειμένου να προφυλαχθεί η θρησκευτική μειονότητα από οποιαδήποτε καταπίεση από την ινδουιστική πλειοψηφία.
Ο τελευταίος Βρετανός αντιβασιλέας της Ινδίας, λόρδος Μάουντμπάτεν αποδέχθηκε εν τέλει αυτή την τελευταία λύση και χώρισε την υποήπειρο σε τρία μέρη. Ένα μεγάλο μέρος της νότιας περιοχής, κεντρική και βόρεια, απετέλεσε την κρατική οντότητα που σήμερα αναγνωρίζουμε ως Ινδία, ενώ το βόρειο-δυτικό και βόρειο-ανατολικό άκρο της, που χωρίζονται με μία συνοριογραμμή μήκους 2.000 χλμ. Από την Ινδία, έγινε το κράτος του Πακιστάν (που και από αυτό το δεύτερο βορειο-ανατολικό τμήμα του τελικά απέκτησε την ανεξαρτησία του στη δεκαετία του ’70 κι απετέλεσε το Μπανγκλαντές). Αυτό που έγινε γνωστό ως «Διαχωρισμός» (Partition) τέθηκε σε ισχύ τα μεσάνυχτα της 14ης και της 15ης Αυγούστου 1947, και είναι grosso modo η ημέρα που οι δύο χώρες γιορτάζουν την ημέρα της ανεξαρτησίας τους (το Πακιστάν γιορτάζει στις 14, η Ινδία στις 15).
Η κατάτμηση αυτή ήταν μια τραυματική στιγμή για πολλούς Ινδούς. Η Ινδία ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα περίπλοκο μωσαϊκό διαφορετικών πολιτισμών, γλωσσών και θρησκειών. Είναι αδύνατο να διαχωρισθεί το ένα από το άλλο μόνο με ένα απλό περίγραμμα στον χάρτη. Έτσι, μία ημέρα μετά την έναρξη ισχύος των συμφωνιών, 15 εκατομμύρια άνθρωποι άρχισαν να μετακινούνται προς τα εδάφη εκείνα που ένιωθαν να αντανακλούν καλύτερα τη θρησκεία, τις πεποιθήσεις και την προέλευσή τους, ή αναγκάστηκαν να το κάνουν με τη βία. Εκτιμάται ότι ένα εκατομμύριο άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εκείνες τις ημέρες. Η Ινδία και το Πακιστάν, από την πρώτη ημέρα της ύπαρξής τους, έγιναν θέατρο στυγερών δολοφονιών και ωμής βίας. Αντάρτικα και πραγματικοί πόλεμοι, αψιμαχίες και επιθέσεις μεταξύ των δυνάμεων των δύο χωρών θα συνεχιστούν αμείωτα για τα επόμενα 70 χρόνια.
Η πρώτη από αυτές τις συγκρούσεις ξεκίνησε μόλις λίγους μήνες μετά τον Διαχωρισμό, με αφορμή αυθόρμητες συγκρούσεις μεταξύ κοινοτήτων και σύντομα μετατράπηκε σε ένα πραγματικό πόλεμο, όταν οι στρατοί των δύο χωρών ήλθαν αντιμέτωποι στην κοιλάδα του Κασμίρ, η οποία είναι μια ορεινή περιοχή που και οι δύο χώρες υποστηρίζουν ότι τους ανήκει. Το 1965 και το 1971, η Ινδία και το Πακιστάν συγκρούστηκαν και πάλι ανοικτά. Η απόληξη της δεύτερης ήταν ακριβώς η ανεξαρτησία του Μπαγκλαντές από το υπόλοιπο Πακιστάν. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90 υπήρξε μια νέα περίοδος έντασης, αλλά αυτή τη φορά χωρίς κάποια πραγματική σύγκρουση μεταξύ των στρατών των δύο χωρών. Το Πακιστάν ενθάρρυνε μια σειρά αντάρτικων κινημάτων στο Κασμίρ, οι οποίες μαζί με τη βίαιη καταστολή του ινδικού στρατού, έχει κοστίσει περισσότερους από 40.000 θανάτους. Το 1999 ένα νέο περιστατικό οδήγησε σε μια σύντομη αντιπαράθεση μεταξύ των δυνάμεων των δύο χωρών και η οποία έληξε με μία συμφωνία για κατάπαυση του πυρός, το 2003, η οποία μέχρι σήμερα έχει γίνει σε γενικές γραμμές σεβαστή. Το Πακιστάν, ωστόσο, συνεχίζει να υποθάλπει, σύμφωνα με πολλούς ανεξάρτητους παρατηρητές, ανατρεπτικές ομάδες μέσα στην ινδική επικράτεια και να κατηγορεί την Ινδία ότι κάνει το αντίστοιχο στα δικά του εδάφη. Από τη δεκαετία του ‘90, αφότου και οι δύο χώρες απέκτησαν πυρηνικά όπλα και πυραύλους ικανούς κι έτοιμους να πλήξουν τον μισητό αντίπαλο, μία ενδεχόμενη σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών θα μπορούσε δυνητικά να εμπλέξει ολόκληρο τον κόσμο.
Το ζήτημα του Κασμίρ
Το κομβικό σημείο της σύγκρουσης μεταξύ της Ινδίας και του Πακιστάν αποτελεί η κοιλάδα του Κασμίρ, μια περιοχή μήκους 135 χλμ. και πλάτους περίπου 30 χλμ., που κείται βορειοανατολικά της Ινδίας, σε υψόμετρα πάνω από 1.500 μέτρα. Η ιστορία της κοιλάδας είναι πολυτάραχη. Το 1846 οι Βρετανοί κατατρόπωσαν εκεί την αυτοκρατορία των Σιχ, που κυριαρχούσε στην περιοχή και προσάρτησαν τα περισσότερα από τα εδάφη της. Η κοιλάδα του Κασμίρ και τα γύρω εδάφη, μια ιδιαίτερα πλούσια και εύφορη περιοχή, πωλήθηκαν σε μια πλούσια οικογένεια Ινδών ευγενών, τους Ντόγκρα. Έτσι γεννήθηκε το πριγκιπάτο του Τζάμου και Κασμίρ, ένα από τα 500 ημι-ανεξάρτητα κρατίδια μέσω των οποίων το βρετανικό στέμμα κυβερνούσε εμμέσως τα υποτελή ινδικά εδάφη, χωρίς να ασκεί απ’ ευθείας την εξουσία του.
Σε αντίθεση με πολλά άλλα κρατίδια, όπου ήσαν αμιγώς μουσουλμανικά, ή ινδουιστικά, στο Κασμίρ επικρατούσε μία ιδιάζουσα κατάσταση: ήταν μία περιοχή με πλειοψηφούντα μουσουλμανικό πληθυσμό, αλλά με ινδουιστή ηγέτη. Όταν ήρθε η ώρα να χωριστεί η χώρα το 1947, τόσο η Ινδία όσο και το Πακιστάν ισχυρίστηκαν ότι το μικρό πριγκιπάτο ήταν δικό του, βασίζοντας τις αξιώσεις τους σε θρησκευτικούς, ή πολιτιστικούς λόγους. Οι Πακιστανοί για να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς τους έστειλαν επί τόπου στρατό εθελοντών. Ο τοπικός άρχοντας παραιτήθηκε από την ιδέα να γίνει αυτόνομο έθνος, μία περίπτωση που εξετάσθηκε για βραχύ χρονικό διάστημα και ζήτησε από τον ινδικό στρατό βοήθεια για να αντιμετωπισθεί η άφιξη των Πακιστανών. Η σύγκρουση ήταν σύντομη και τελικά το Πακιστάν κατόρθωσε να αποκτήσει τον έλεγχο μόνο ενός μικρού τμήματος της περιοχής, ενώ μεγάλο μέρος της κοιλάδας και των μουσουλμάνων κατοίκων της παρέμειναν υπό τον έλεγχο της Ινδίας.
Έκτοτε, το Πακιστάν, σύμφωνα με δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου, συνέχισε να στέλνει εθελοντές στην περιοχή και να στηρίζει τις αυτονομιστικές ομάδες, αναγκάζοντας την Ινδία να διατηρήσει μια σημαντική στρατιωτική φρουρά στην περιοχή. Οι επτά εκατομμύρια κάτοικοι της κοιλάδας χρειάστηκε να πληρώσουν υψηλό τίμημα για αυτόν τον πολυετούς κατάστασης συναγερμό. Όλα τούτα τα χρόνια, οι ινδικές στρατιωτικές δυνάμεις έχουν προβεί σε χιλιάδες συλλήψεις, έρευνες και στρατιωτικές επιχειρήσεις. Από τα μέσα της δεκαετίας του '80 έως σήμερα, οι Πακιστανοί αντάρτες και η ινδική καταστολή έχουν προκαλέσει περισσότερους από 40.000 θανάτους.
Ωστόσο, πολλοί μουσουλμάνοι του Κασμίρ προτιμούν σήμερα να ζουν σε μια δημοκρατία όπως η Ινδία αντί για το Πακιστάν, μια πολύ πιο ασταθή χώρα που συχνά στενάζει από τις πάμπολλες στρατιωτικές δικτατορίες που καταλύουν την πολιτική εξουσία. Τούτη η λεπτομέρεια αποτελεί ένα λεπτό στοιχείο που αποκαλύπτει το ουσιαστικό βάθος του προβλήματος: το ζήτημα του Κασμίρ έχει γίνει μια δικαιολογία χάρις στην οποία οι εθνικιστές και στις δύο πλευρές των συνόρων δικαιολογούν μια μόνιμη κατάσταση έχθρας, που εξυπηρετεί τους πολιτικούς τους σκοπούς στο εσωτερικό της χώρας τους.
Μια δύσκολη σχέση
Το ζήτημα του Κασμίρ είναι το πιο ορατό από τα προβλήματα που διαχρονικά κρατούν την Ινδία και το Πακιστάν σε διένεξη, αλλά δεν είναι όμως το μοναδικό. Ο διαχωρισμός άφησε στην Ινδία τα πλουσιότερα και πιο εύφορα εδάφη, ενώ το Πακιστάν βρέθηκε με τα χρόνια χωρισμένο σε δύο μέρη, με το τμήμα του Μπαγκλαντές να αποσπάται από το υπόλοιπο έθνος, καρπούμενο δύο χιλιάδες χιλιόμετρα που ανήκαν κάποτε στην Ινδία. Συνεπώς, το Πακιστάν επιδίωξε να βρει ισχυρούς συμμάχους στην παγκόσμια σκηνή για να προωθεί τις διεκδικήσεις του. Τους βρήκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, για τις οποίες η ασιατική αυτή χώρα έγινε απαραίτητη ως σύνδεσμος μεταξύ των κρατών που βαθμιαία βοηθούσε να συγκροτηθούν στην περιοχή, ώστε να «συγκρατήσουν» την επιρροή της τότε Σοβιετικής Ένωσης.
Από τη δεκαετία του 1950, οι ΗΠΑ χορηγούσαν αφειδώς όπλα και χρηματοδότηση στο Πακιστάν, γεγονός που ώθησε τους Πακιστανούς στρατηγούς να αισθάνονται ασφαλείς και συνέβαλε έτσι στην επιθετική στάση που υιοθέτησαν έναντι της Ινδίας. Ο πακιστανικός στρατός, μετατράπηκε σε μία πολύ σημαντική δύναμη για τη χώρα: στον πρώτο προϋπολογισμό του νέου κράτους προβλεπόταν πως τα τρία τέταρτά του θα αποτελούντο από στρατιωτικές δαπάνες.
Εντούτοις, αυτό το υψηλότατο επίπεδο δαπανών δεν ήταν βιώσιμο και παρόλο που έχει μειωθεί με τα χρόνια, εξακολουθεί να παραμένει δυσθεώρητο για τα πρότυπα μιας αναπτυσσόμενης χώρας όπως το Πακιστάν. Για να δικαιολογηθεί αυτό το υψηλό επίπεδο δαπανών, οι στρατιωτικοί χρειάζονται έναν σκοπό. Η αντιπαλότητα με την Ινδία κι ειδικότερα το ζήτημα του Κασμίρ, έχει γίνει η δικαιολογία που επιτρέπει στους Πακιστανούς στρατηγούς, όχι μόνο για να διατηρούν σε υψηλό βαθμό τις στρατιωτικές δαπάνες, αλλά και να παρεμβαίνουν συχνά στην πολιτική ζωή της χώρας, επιβάλλοντας, ή παύοντας κυβερνήσεις, και αρκετές φορές, καταλαμβάνοντας άμεσα την ηγεσία του έθνους.
Τα τελευταία χρόνια κάτι παρόμοιο συνέβη και στην Ινδία. Το 2015 πέρα από κάθε πρόβλεψη τις εκλογές κέρδισε το ινδικό Πατριωτικό κόμμα BJP, υπό την ηγεσία του σημερινού πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι. Μολονότι το BJP δεν τηρεί ρητά μία εχθρική πολιτική απέναντι στο Πακιστάν στο εσωτερικό του υπάρχουν πολλές ισχυρές φωνές, που τρέφουν εχθρότητα προς τους μουσουλμάνους τρομοκράτες που εξακολουθούν να ζουν στην Ινδία και πάντα υποψιάζονται πακιστανικό δάκτυλο σε κάθε αιματηρό γεγονός που συμβαίνει στη χώρα.
Η οικονομική κατάσταση
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των στρατιωτικών συγκρούσεων μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν είναι ότι, χάρη στους μεγαλύτερους πόρους και τον σαφώς ανώτερο σε αριθμό πληθυσμό του, το Νέο Δελχί κατάφερε πάντα να υπερτερήσει σε όλες τις στρατιωτικές συγκρούσεις, στις οποίες ενεπλάκη με τον γείτονά του. Για το λόγο αυτό, το Πακιστάν έχει συχνά καταφύγει σε εναλλακτικά μέσα αντιμετώπισης του αντιπάλου του: από το αντάρτικο έως την τρομοκρατία, περνώντας βέβαια από την απόκτηση πυρηνικού οπλοστασίου. Τα τελευταία χρόνια όμως η Ινδία κατόρθωσε να κατατροπώσει και οικονομικά το Πακιστάν, γεγονός που θα μπορούσε να έχει αποσταθεροποιητικές συνέπειες στο μέλλον.
Όπως σημειώνει το περιοδικό «Εconomist», στα εβδομήντα χρόνια αντιπαλότητάς τους, το Πακιστάν ήταν εκείνο που αναπτυσσόταν πιο γρήγορα, εν μέρει επειδή είχε λιγότερες βιομηχανίες και υποδομές, δηλ. είχε κάρπιμο έδαφος για επενδύσεις, αλλά κι εν μέρει επειδή η Ινδία για πολύ καιρό διοικούνταν αυταρχικά, ενώ το Πακιστάν ήταν πιο ανοικτό στις διεθνείς συναλλαγές. Ωστόσο, τα τελευταία τριάντα χρόνια η τάση αυτή έχει αντιστραφεί και η Ινδία συστηματικά υπερέβη το Πακιστάν στο επίπεδο των οικονομικών αποτελεσμάτων.
Από τη δεκαετία του 1980, αρκετές ινδικές κυβερνήσεις έχουν κάνει την οικονομία της χώρας πιο ευέλικτη, εξαλείφοντας τους παλαιούς φραγμούς στην οικονομική ανάπτυξη - μερικές φορές μάλιστα φτάνουν και σε υπερβολές προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, η Ινδία παρήγαγε δύο εκατ. μοτοσικλέτες ετησίως. Σήμερα παράγει περισσότερα από είκοσι εκατ. Η εναέρια κυκλοφορία σε εσωτερικές γραμμές έχει διπλασιαστεί μέσα σε δέκα χρόνια. Ο αριθμός των επιβατών μόνο το 2016 αυξήθηκε κατά 23%, με αποτέλεσμα οι ινδικές αεροπορικές εταιρείες να παραγγείλουν συνολικά χίλια νέα αεροσκάφη. Οι εξαγωγές λογισμικού και υψηλής τεχνολογίας έχουν τετραπλασιαστεί σε μια δεκαετία, ενώ τον Φεβρουάριο η ινδική διαστημική υπηρεσία έστειλε 104 δορυφόρους στο Διάστημα με την εκτόξευση μόνον ενός πυραύλου, επίτευγμα που αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ.
Για να αντιμετωπίσει αυτόν τον ανταγωνισμό, το Πακιστάν δεν έχει άλλες επιλογές από το να αναζητήσει νέους ισχυρούς συμμάχους. Αυτή τη στιγμή, ο σημαντικότερος σύμμαχός του στον οικονομικό τομέα είναι η Κίνα. Οι δύο χώρες έχουν πραγματικά μια μακρά ιστορία φιλίας, για τον απλό λόγο ότι η Κίνα ήταν ένας προαιώνιος αντίπαλος της Ινδίας, με την οποία μοιράζεται κοινά και διαμφισβητούμενα σύνορα. Πρόσφατα, η φιλία αυτή έχει καταστήσει το Πακιστάν ως αποδέκτη του μεγαλύτερου επενδυτικού σχεδίου που φιλοδοξεί να δρομολογήσει η Κίνα. Είναι αυτό που αποκαλείται «Νέος Δρόμος του Μεταξιού» για τη μεταφορά των κινεζικών αγαθών από τα δυτικά σύνορα της χώρας μέσω ολόκληρης της Ασίας.
Στην πράξη, το σχέδιο προβλέπει μια επένδυση ύψους 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο Πακιστάν, που αφορά πρωτίστως υποδομές, όπως σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, δρόμοι, σήραγγες, λιμάνια και αεροδρόμια. Ωστόσο, ορισμένοι Πακιστανοί ανησυχούν για την κλίμακα και τις συνέπειες αυτού του σχεδίου. Ο φόβος τους είναι ότι η χώρα θα καταλήξει να παραχωρήσει σημαντικά τμήματα της εθνικής της κυριαρχίας σε Κινέζους επενδυτές. Ανάμεσα στις εταιρείες που θα αναλάβουν τα μεγαλεπήβολα έργα είναι και κάποιες που έχουν στον έλεγχό τους ολόκληρες πόλεις, περιλαμβανομένων και παραστρατιωτικών δυνάμεων στην κινεζική επαρχία Σιντζιάνγκ, όπου μια μειοψηφία μουσουλμάνων, οι Ουιγούροι, υφίσταται συνεχείς διακρίσεις και καταπίεση.
Στην αξιολόγηση των κινεζικών επενδύσεων, ο θρησκευτικός παράγοντας δεν αποτελεί δευτερεύον στοιχείο για πολλούς Πακιστανούς. Το επενδυτικό σχέδιο μιλά για τα θέρετρα και καζίνο, που θα χτιστούν στις ακτές της χώρας, που έως σήμερα αποτελούν σε μεγάλο βαθμό παρθένο έδαφος. Οι Πακιστανοί συντηρητικοί, πολλοί από τους οποίους ασπάζονται περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικές εκδοχές του Ισλάμ, θεωρούν αυτές τις επενδύσεις ως μια πορεία προς την ηθική παρακμή. Τους τελευταίους μήνες, η πακιστανική κυβέρνηση έσπευσε να διαβεβαιώσει ότι δεν πρόκειται να κτισθεί καζίνο και δεν έχει καμία πρόθεση να παραχωρήσει κυριαρχικά δικαιώματα στις κινεζικές εταιρείες.
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ, SigmaLive