Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*
«Οι αρχές της στρατηγικής αποτελούν, στον μεν πόλεμο προγυμνάσματα για τη νίκη, στον δε καιρό της ειρήνης μαθήματα για την εξάσκηση της διάνοιας.»
(Πολύαινος)
«Η τέχνη του πολέμου είναι ζωτικής σημασίας για το κράτος. Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, ο δρόμος είτε για την ασφάλεια είτε για την καταστροφή. Συνεπώς είναι ένα θέμα μελέτης το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να παραμεληθεί.»
(Σουν Τζου)
Η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατέχει ένα ρεκόρ από τα πιο αξιοζήλευτα: βρίσκεται μέσα στις πλέον μακρόβιες δυνάμεις της ιστορίας.
Ανάλογα από το που θα ορίσουμε την αρχή της Βυζαντινής ιστορίας, ουσιαστικά της μεταβάσεως από την αρχαία, «καθαυτό ρωμαϊκή» εποχή στον ελληνοχριστιανικό «Μεσαίωνα», η αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως κράτησε πάνω από 1000-1100 έτη. Ένας ωκεανός χρόνου χωρίζει τις κοσμοϊστορικές στιγμές της οικοδομήσεως της Νέας Ρώμης από τον Μέγα Κωνσταντίνο ή της αναγορεύσεως του χριστιανισμού ως επισήμου θρησκείας από το Θεοδόσιο, με την εσχάτη Άλωση από τους Οθωμανούς.
Πολλοί παράγοντες συνέβαλαν σε αυτήν την εκπληκτική μακροβιότητα-και μάλιστα σε πείσμα παθογενειών όπως οι συχνές εναλλαγές δυναστειών, οι εμφύλιοι πόλεμοι και το ευάλωτο της γεωγραφίας. Η άψογη τοποθεσία και οχύρωσης της Κωνσταντινουπόλεως απέτρεψε πολλές φορές τον χαμό της αυτοκρατορίας σε κρίσιμες στιγμές. Η ρωμαϊκή διοικητική κληρονομιά παρείχε ένα εξεζητημένο νομικό σύστημα, οργανωμένη γραφειοκρατία και ένα πανίσχυρο νόμισμα. Η ευρύτατη επέκταση της ελληνικής γλώσσης και της ορθοδόξου πίστεως υπήρξαν σημαντικοί παράγοντες εσωτερικής συνοχής και εξωτερικής ακτινοβολίας.
Σε μία περίοδο τόσο ασταθή και επικίνδυνη όσο ο Μεσαίωνας και μία περιοχή τόσο μεγάλης γεωπολιτικής σημασίας όσο η λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου, η αμυντική ικανότητα της αυτοκρατορίας ήταν πρωταρχικής σημασίας. Αυτό είναι αλήθεια για κάθε κράτος κάθε εποχής, όμως συγκεκριμένοι παράγοντες καθιστούσαν τη Ρωμανία πιο προσφιλή στόχο αφ’ ενός και περισσότερο ευάλωτη αφ’ ετέρου. Το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος ήταν από τους πιο ανεπτυγμένους, υλικά και πνευματικά, πολιτισμούς.
Πολλές περιοχές του, όπως η Αίγυπτος, η Συρία και η Μικρά Ασία ήταν, στην απώτερη αρχαιότητα και τα όρια της προϊστορίας, κοιτίδες της γεωργίας, του μονίμως εγκατεστημένου βίου και μήτρες σπουδαίων αυτοκρατοριών.
Η Ρωμανία ήταν σπαρμένη από μεγάλες και μεσαίες πόλεις, κέντρα εμπορίου και βιοτεχνίας, δελεαστικοί στόχοι για κάθε επίδοξο επιδρομέα. Ο υψηλός εκχρηματισμός της οικονομίας σήμαινε την ευρεία κυκλοφορία χρυσού, ο οποίος συσσωρευόταν και στις μεγάλες εκκλησίες και μονές με την μορφή δωρεών, πολυτελών εικόνων και υφασμάτων κ.α.
Είτε μιλάμε για μία αντίπαλη οργανωμένη αυτοκρατορία ή μία ληστοσυμμορία νομάδων, σε κάθε περίπτωση τα άπληστα μάτια θα στρέφονταν προς την Ρωμανία. Από την άλλη, η καίρια γεωγραφική της θέση μεταξύ Νοτιοανατολικής Ευρώπης-Μέσης Ανατολής-Βορείου Αφρικής και Μεσογείου-Ευξείνου Πόντου-Ευρασιατικής Στέπας-Καυκάσου την καθιστούσε αναγκαστικά δίοδο ή εμπόδιο σε μεγάλες μεταναστεύσεις λαών ή την κατακτητική πορεία νεαρών δυνάμεων.
Μέχρι και σήμερα αυτοί οι χώροι είναι διαφιλονικούμενοι από τις παγκόσμιες δυνάμεις και πεδία ανελεήτου ανταγωνισμού, όπως έχει δείξει η μεταψυχροπολεμική εποχή, από τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας μέχρι τα ανοικτά μέτωπα της Συρίας και της Ουκρανίας.
Αυτό συνεπάγεται πως η αυτοκρατορία δεχόταν πιέσεις από το βορρά (Γότθοι, Σλάβοι, Βούλγαροι, Άβαροι, Ρώσοι, νομάδες της στέπας), τη δύση (Φράγκοι, Γερμανοί, Νορμανδοί), και την ανατολή (Πέρσες, Άραβες, Τούρκοι). Η διάσπαση της χερσαίας μάζας της αυτοκρατορίας σε δύο μέρη χωριζόμενα από θάλασσα, κυρίως την Μικρά Ασία και την χερσόνησο του Αίμου, περιέπλεκε ακόμη περισσότερο την κατάσταση από άποψη επικοινωνιών, επιμελητείας κ.α. Αυτό γίνεται ακόμη χειρότερο αν χρειαστεί να προσθέσουμε τις αποκομμένες κτήσεις στα Παρευξείνια (Κριμαία), την Ιταλία, την Αφρική ή το εφήμερο προγεφύρωμα της Ισπανίας (6-7ος αι.). Τέλος, η αίγλη της Βασιλίσσης των Πόλεων και του ρωμαϊκού θρόνου τα καθιστούσαν βαρύτιμα τρόπαια που ονειρεύονταν ξένοι βασιλείς, χάνοι και σουλτάνοι.
Απέναντι σε τόσες προκλήσεις, σε κάθε μέτωπο και σε βάθος χρόνου, η μόνη περίπτωση να επιβιώσει και να ευημερήσει η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν να ελιχθεί. Εάν αντιμετώπιζε κάθε αντίπαλο με κατά μέτωπον επίθεση και ωμή βία, πολύ γρήγορα το έμψυχο και υλικό δυναμικό της θα κατέρρεε.
Η βασιλεία της Κωνσταντινουπόλεως βρέθηκε συχνά στο στόχαστρο δυνάμεων ισοτίμων ή και ισχυροτέρων από εκείνη (Σασσανιδική Περσία, Αραβικό Χαλιφάτο, αυτοκρατορίες των Φραγκο-Γερμανών), ενώ και μικρότερες δυνάμεις μπόρεσαν να αποτελέσουν μόνιμη πληγή και επικίνδυνο ανταγωνιστή στο πεδίο της μάχης (Πατζινάκες, Βούλγαροι, Νορμανδοί).
Ακόμη χειρότερα, συνήθως οι ξένες απειλές συνέπιπταν μεταξύ τους: η καταστροφή του 11ου αιώνος ήρθε μέσα από τη σύμπτωση των επιθέσεων (κατά σειρά σημαντικότητος) Ούγγρων, Πατζινάκων, Νορμανδών και Σελτζούκων Τούρκων. Την εποχή των Ισαύρων (8ος αι.) η άμυνα κατά του Χαλιφάτου συνδυάστηκε με δράση περιορισμού της Βουλγαρικής απειλής και των σλαβικών επιδρομών-μεταναστεύσεων. Η αυτοκρατορία της Νικαίας ήταν εγκλωβισμένη μεταξύ των Σταυροφόρων κατακτητών της Πόλεως και των τουρκικών φύλων της Μικράς Ασίας.
Ακόμη και στις περιόδους της μεγαλύτερης ακμής, πλούτου και ισχύος, όπως του Ιουστινιανού ή του Βασιλείου Β’, η Νέα Ρώμη δεν είχε το περιθώριο απλά να συνθλίβει τους εχθρούς της δια του σιδήρου. Φυσικά η αυτοκρατορία παρέτασσε, το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της, στρατούς προετοιμασμένους, πειθαρχημένους και εκπαιδευμένους, επίφοβο μέσο αποτροπής για κάθε εχθρό.
Αλλά η δύναμη είχε τα όρια της. Κανείς δεν μπορεί να δρα συνεχώς σαν λιοντάρι, πρέπει να σκέπτεται και σαν αλεπού. Ακόμη και όταν γινόταν χρήση βίας, έπρεπε να είναι προσεκτική, ειδάλλως παραμόνευε η καταστροφή. Οι Ρωμαίοι είχαν πλήρη συνείδηση πως για να επιτευχθεί η απαραίτητη οικονομία δυνάμεων, έπρεπε στο παιχνίδι να μπουν όροι όπως η διπλωματία, η κατασκοπία και το τέχνασμα. Οι τακτικε΄ς αυτές άρμοζαν απολύτως σε μία δύναμη καθεστωτική-status quo όπως η Ρωμανία, η οποία ενδιαφερόταν πρωτίστως να διαφυλάξει τα εκτεταμένα εδάφη και πλούτη της και όχι να κάνει νέες κατακτήσεις. Προς μεγάλη απογοήτευση των αντιπάλων της, που συχνά εκλάμβαναν αυτήν την εξεζητημένη έμμεση προσέγγιση ως δείγμα δειλίας και ατιμίας, η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία χρησιμοποίησε όλη την εργαλειοθήκη της ισχύος με δεξιοτεχνία, από τις αίθουσες του Ιερού Παλατίου μέχρι το αιματοβαμμένο πεδίο της μάχης.
Πόλεμος, ειρήνη και τάξη στην Ρωμαϊκή κοσμοθεωρία
Για τις αντιλήψεις των «Βυζαντινών» γύρω από τις σκοπιμότητες του πολέμου και τις αξίες της πολιτικής τάξεως και εξουσίας, μαζί με τα ηθικά προβλήματα που ανακύπτουν, έχουμε μιλήσει λεπτομερώς αλλού. Πριν όμως μπούμε στο δια ταύτα, στην καρδιά της αυτοκρατορικής στρατηγικής, πρέπει να κάνουμε μία μικρή ανακεφαλαίωση. Αν ο πόλεμος, όπως είχε γράψει ο Κλάουζεβιτς, είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, τότε πρέπει να οριστεί ποιο είναι το πολιτικό πρόγραμμα και οι πολιτικές αρχές που εξυπηρετούν οι στρατιωτικές εφαρμογές και ο συναφής σχεδιασμός.
Η ανατολική θεολογία ποτέ δεν ανέπτυξε θεωρία δικαίου ή ιερού πολέμου. Παρ’ ότι η Εκκλησία ευλογούσε την «υπέρ πίστεως και πατρίδος» προσπάθεια, ενεθάρρυνε τους στρατιώτες και διαβεβαίωνε πως στον ιερό αγώνα της Νέας Ιερουσαλήμ (Κωνσταντινούπολη) και του Νέου Ισραήλ (Ρωμαίοι) ο Θεός στηρίζει τον λαό του (Nobiscum Deus), η ίδια η έννοια του πολέμου και του φόνου σε αυτόν παρέμενε ακανθώδης. Δεν δημιουργήθηκε πλαίσιο δικαιολόγησης αλλά περισσότερο συγκατάβασης. Κανένας πόλεμος δεν είναι δίκαιος, ορισμένοι απλά είναι αναγκαίες κακίες Ο φονεύων στον πόλεμο ναι μεν αντιμετωπίζει κατανόηση, αλλά εξακολουθεί να διαπράττει αμάρτημα και η ψυχή του βρίσκεται σε κίνδυνο. Ο Μέγας Βασίλειος φθάνει στο σημείο να συνιστά επιτίμιο τριετούς αποχής από τη Θεία Ευχαριστία για τους στρατιώτες που είχαν σκοτώσει εχθρούς. Ο Θεός ευλογεί τους πιστούς που διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να υπερασπίσουν την αυτοκρατορία και τους κατοίκους της (το Νέο Ισραήλ), να διαφυλάξουν και να ανακτήσουν τα όσια και ιερά της Εκκλησίας (Άγιο Μανδήλιο της Εδέσσης, Τίμιος Σταυρός), η ίδια η Θεοτόκος εμφανίζεται φοβερή στις επάλξεις της Κωνσταντινουπόλεως για να συντρίψει τους Αβάρους και τους Βαράγγους, όμως αυτά γίνονται κατ’ οικονομίαν και υπέρβασιν του θείου νόμου, όχι ως απόρροια του.
Ο αυτοκράτορας, ως ισαπόστολος του Χριστού και τοποτηρητής του στη Γη, είχε καθήκον την εδραίωση της ειρήνης και την αποτροπή του πολέμου-από τους πιο επιφανείς τίτλους του ήταν αυτός του ειρηνοποιού (pacificus). Διαπραγματευόμενος με τους Σασσανίδες Πέρσες, ο απεσταλμένος του Ιουστινιανού Ιωάννης Πατρίκιος δηλώνει «Μολονότι έχουμε σίγουρη την νίκη, επιλέγουμε την ειρήνη, γιατί πιστεύουμε ότι οι νικητές ζουν κάκιστα και υποφέρουν από τα δάκρυα που χύνουν οι νικημένοι». Ο πόλεμος ήταν καταφύγιο εσχάτου ανάγκης και καθήκον που οι χριστιανοί έπρεπε να αναλαμβάνουν «βαριά τη καρδία». Όπως αναφέρει ο Runciman για τη βυζαντινή αντίληψη,«ο πόλεμος κατά των απίστων είναι οικτρός και εναντίον αδελφών χριστιανών διπλά ολέθριος».
Στα πλαίσια του «καθρεπτισμού» της Βασιλείας των Ουρανών στην Βασιλεία των Ρωμαίων, ο αυτοκράτορας δρούσε ως θεματοφύλακας και υπερασπιστής της «τάξεως», η οποία διασφαλιζόταν από την σύμπνοια των ανθρωπίνων κοινωνιών στην άμεσο ή έμμεσο εξουσία της Κωνσταντινουπόλεως, σε πνεύμα χριστιανικής αγάπης. Ο βασιλεύς είναι ο πατήρ της οικογενείας των πεπολιτισμένων, πιστών λαών, προστατεύοντας και κολάζοντας αναλόγως τις συνθήκες. Καθήκον έχει την υπεράσπιση των κτήσεων της αυτοκρατορίας και την ανάκτηση των απολεσθέντων, ενώ ιδιαίτερης σημασίας είναι η υπεράσπιση της Εκκλησίας από τους απίστους, οι οποίοι πρέπει να ευαγγελίσθούν ή να απομακρυνθούν δια των όπλων.
Η ρωμαϊκή τάση προς την διπλωματία και την έμμεση προσέγγιση τροφοδοτείται από την «ιδεολογική» αποστροφή προς την βία και την άσκοπη αιματοχυσία, από την οποία στο κάτω κάτω νικητής έβγαινε μόνο ο Σατανάς. Φυσικά υπάρχουν και πολλά πρακτικά οφέλη όπως είδαμε παραπάνω. Η υψηλή και στρατιωτική στρατηγική της Κωνσταντινουπόλεως έδινε πολύ μεγάλο βάρος στις διαπραγματεύσεις, την ευελιξία και την συγκάλυψη, την κατασκοπία και την εξαπάτηση. Ήταν πολύ σημαντικό να υπάρχει καλή πληροφόρηση για τους γείτονες (δυνητικούς συμμάχους ή εχθρούς), να έχει η ημετέρα πλευρά γνώση των αδυναμιών και των συμφερόντων τους, να ξέρει ο αυτοκράτορας που να καλοπιάσει με δώρα, που να προτείνει συνοικέσια, που να εξαγοράσει με χρήμα ή να απειλήσει με αιματηρά αντίποινα. Στρατός, στόλος και κυβέρνηση εξαρτούσαν την αποτελεσματικότητα τους από την λεπτομερή μελέτη και τον σχεδιασμό, την οργανωμένη επιμελητεία για την υποστήριξη των πολεμιστών, αποθέματα χρημάτων και τροφίμων, ακόμη και ειδικευμένα βιβλία με συμβουλές για τους στρατηγούς. Η δε λήψη αποφάσεων έπρεπε να γίνεται υπολογισμένα και προσεκτικά, σε καθεστώς νηφαλιότητος και ψυχραιμίας.
Αυτή η έκθεση λοιπόν των γεωπολιτικών συνθηκών και των αρχών της υψηλής στρατηγικής του Βυζαντίου μας επιτρέπουν να περάσουμε στο κύριο μέρος, στις ακριβείς μεθόδους δηλαδή με τις οποίες οι Ρωμαίοι βασιλείς και πολέμαρχοι διαφύλασσαν την αυτοκρατορία από τους εχθρούς.
*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών
(mnovakopoulos.blogspot.com)