Από μικρό παιδάκι έζησε τον πόνο, την περιφρόνηση, την ασθένεια της φύσεως. Στην πρόκληση όλων αυτών απάντησε με μια αδιάκριτη και αδιάπτωτη συμπόνοια προς πάντας. Η κραυγή του Αποστόλου Παύλου «τις ασθενεί και ουκ εγώ ασθενώ, τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι;» (Β΄ Κορ. ια΄ 29) καθημερινό βίωμά του. Ποιος τον πλησίασε και βρήκε την πόρτα του κλειστή; Ποιος του ζήτησε κάτι και δεν έφυγε με γεμάτα τα χέρια και πεπληρωμένη την καρδιά; Ποιος ακούμπησε πάνω του και δεν βρήκε κατανόηση; Ποιος τον άγγιξε με θλίψη και δεν ξεχείλισε από παρηγοριά;
Η ελεημοσύνη του απαράμιλλη. Δεν έδινε σε λίγους, ούτε μόνο κάποιες φορές, ούτε λίγα. Έδινε σε όλους ανεξαιρέτως, πάντοτε και ο,τι είχε. Και το έδινε με όλη την μεγάλη του καρδιά. Δεν κράτησε για τον εαυτό του τίποτα. Ράσα παλιά, τριμμένα, φτωχικά, πολυκαιρισμένα, παρατημένα. Υγεία σπασμένη, σκόπιμα σε αυτοεγκατάλειψη. Έφτιαξε θαυμάσιο οίκημα και ο ίδιος έμεινε στο ενοίκιο. Το δωμάτιό του σαν αποθήκη, ακατάσταστο, γεμάτο από όσα του έφερναν και τα οποία δεχόταν, με μόνο σκοπό να τα προσφέρει. Δεν δέχθηκε ποτέ να του το τακτοποιήσουμε. Επίμονα αρνήθηκε να του το βάψουμε η κάπως να του το κάνουμε πιο ευχάριστο. Του είπαμε• άφησέ μας να σε περιποιηθούμε, Γέροντα. Έτσι που ζείς εσένα θα σε επαινούν για την αυταπάρνηση κι εμάς θα μας κατηγορούν για την περιφρόνηση σε σένα. Ούτε έτσι υπεχώρησε. Η φιλοπτωχία και η αμεριμνία ήταν βαθιά ριζωμένες μέσα του.
Τα χρήματα που του έδιναν δεν πρόφθαινε να τα σκορπάει. Τα φύλαγε για να τα δώσει. Όλα τα είδη των νομισμάτων, από όλον τον κόσμο, από τον Καναδά, την Αυστραλία, την Αμερική, την Τουρκία, τη Σερβία, τη Ρουμανία, από όπου κανείς μπορεί να φανταστεί, κυκλοφορούσαν στο δωμάτιό του. Είχε χρήματα μέσα σε ντουλάπια, στον κόρφο του, κάτω από τα σεντόνια του, μέσα στη μαξιλαροθήκη του για να τα προσφέρει την κατάλληλη ώρα και σε όποιον τα χρειαζόταν. Τις ημέρες των Χριστουγέννων και του Πάσχα, τα τρόφιμα που συγκέντρωνε και συσκεύαζε ήταν περισσότερα από όσα μάζευαν όλοι μαζί οι υπόλοιποι ναοί της Μητροπόλεώς μας. Περίπου 7 τόνους λάδι μοίραζε τον χρόνο μόνο στις ενορίες και άγνωστο πόσο σε συλλόγους, φτωχούς και πεινασμένους. Η αποθήκη του Προσκυνήματος είχε τρόφιμα, ρούχα, παιγνίδια, είδη οικιακής χρήσεως, παπούτσια, είχε τα πάντα, ακόμη και νυφικά. Έδινε και ποτέ τα χέρια του δεν ήταν άδεια. Σκόρπιζε και οι αποθήκες του γέμιζαν.
Απλός και σοφός, ασθενικός στη φύση του και δυνατός στο πνεύμα. Εύκολα τον κατατάσσεις στα «μωρά του κόσμου και στα ασθενή και εξουθενημένα», που όμως καταισχύνουν τους σοφούς και τους ισχυρούς. Ένα φαινομενικό τίποτα, που όμως «ουκ ην άξιος αυτού ο κόσμος». Ένας ποταμός αγάπης και παρηγορίας, μία πηγή δυνάμεως και πίστης. Αγάπησε αδιακρίτως τους πάντας, γι’ αυτό και ήταν αγαπητός από όλους, πραγματικά λατρευτός. Συνήρπαζε τον λαό και έκλεβε τις καρδιές με εξαιρετική ευκολία. Εξουδενώθηκε και ελαττώθηκε υπερβολικά, γι’ αυτό και τιμήθηκε υπερβαλλόντως. Ένας ιερομόναχος Δ΄ κατηγορίας, έγινε Μέγας Ηγούμενος∙ ένας άσημος ολιγογράμματος παππούλης τράβηξε την προσοχή Πατριαρχών και Αρχιεπισκόπων και κέρδισε την εμπιστοσύνη του δύσπιστου και απαιτητικού λαού. Έπεισε για την αυθεντικότητά του, γιατί ήταν γνήσιος στην πίστη του. Πετάχθηκε στην άκρη της Αττικής, στην Καμάριζα, και εκεί μέσα σε λίγα χρόνια έφτιαξε ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα στην Ελλάδα, με πανορθόδοξη ακτινοβολία. Όλη τη μέρα στον ναό, όλος ο χρόνος του στη διακονία, όλη του η καρδιά στους ελαχίστους αδελφούς του Χριστού. Αυτός που δεν γνώριζε πολλά γράμματα, γνώριζε ο ίδιος τα ονόματα και την καρδιά χιλιάδων ανθρώπων και έγινε γνωστός σε όλον τον κόσμο.
Ο λόγος του «εν χάριτι, άλατι ηρτυμένος», ζωντανός, μαγευτικός, αληθινός συναρπαστικός. Έξυπνος, χαριτωμένος, ευχάριστος στα δύσκολα. Δεν είχε χάρη μόνον ο λόγος του και η όλη πολιτεία του• ήταν ο ίδιος γεμάτος από την χάρι του Θεού, ο Οποίος αναπαύθηκε επάνω του.
Η ζωή του, η πορεία του, η όλη ύπαρξή του, όλα ένα θαυμαστό σημείο. Η ευαρέσκεια, η εμπιστοσύνη, η ενέργεια του Θεού εμφανής στο ταπεινό του πρόσωπο. Σαν να αντλούσε την αναπνοή του από τον κόσμο της επέκεινα πραγματικότητος, σαν να ρουφούσε αέρα από τον παράδεισο του Θεού και να τον απέπνεε στην καθημερινότητα του καθενός που τον πλησίαζε. Όντως «θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού». Τα χνώτα του, η μυρωδιά του, η ζωή του μας προετοίμασαν γι’ αυτόν τον κόσμο που τώρα βρίσκεται και όχι γι’ αυτόν που μέχρι τώρα γνωρίζαμε.
Ίσως κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει λίγα ελαττώματα στη συμπεριφορά του, που όμως δεν ενοχλούσαν. Η χάρι του και το βλέμμα του Θεού επάνω του ήταν κρυμμένα κάτω από τα λάθη και τις τυχόν αδυναμίες του. Έτσι τον ασφάλισε ο Θεός, έτσι προστάτευσε τον θησαυρό Του, έτσι διεφύλαξε τον άνθρωπό Του, έτσι μας βεβαίωσε για το μυστήριό του.
Πολυσέβαστε και μακαριστέ μας, Γέροντα Νεκτάριε, όντως «μακαρία η οδός η πορεύη σήμερον», αλλά και μακαρία η στενή και τεθλιμμένη οδός, την οποία ακολούθησες στη ζωή σου αίρων τους σταυρούς πλήθους πιστών τέκνων σου μαζί με τον δικό σου. Γιατί από αυτήν την ζωή, μιμούμενος στους τρόπους τον Άγιό σου Νεκτάριο, τον μιμήθηκες και στη δόξα.
Συγχώρεσέ με που θα πω δυό λόγια πιο προσωπικά. Μου εμπιστεύθηκες, ίσως την τελευταία σου γενική εξομολόγηση. Ταξείδευσες μαζί μου στις γωνιές της πολυτάραχης ζωής σου, αναμειγνύοντας τις λεπτομέρειες της μνήμης σου με το άρωμα της πηγαίας δοξολογίας σου. Φανέρωσες τους μυστικούς παλμούς της καρδιάς σου και μίλησες για τους βαθείς πόθους σου. Περιέγραψες ολοζώντανα τις λεπτές πινελιές της αγάπης σου και με παιδική αθωότητα εξέφρασες την πολιά και τη σοφία σου.
Το χαμόγελό σου ένας ατέλειωτος παράδεισος.
Η καρδιά σου μια τεράστια αγκαλιά.
Η πίστη σου ένας ακλόνητος βράχος.
Η ζωή σου ένα διαρκές σημείο.
Με δάκρυα στα μάτια αναμεμειγμένα με δοξολογικό πόνο σε αποχαιρετούμε, όχι γιατί εσύ φεύγεις η πηγαίνεις κάπου αλλού, αλλά γιατί θα μας λείψει η ζεστή εικόνα σου, το αντίκρυσμα της μορφής σου, το άκουσμα της γλυκιάς φωνής σου. Εσύ μένεις εκεί που πάντοτε ήσουν, στον χώρο των αγίων και πορεύεσαι στη γνωστή σου χώρα, αυτήν της βασιλείας του Θεού. Σε υποδέχεται ο Άγιός σου, αυτός που πάντοτε ήταν κοντά σου• σε περιμένει ο Κύριός σου και η Παναγία μητέρα Του, αυτοί από τους οποίους εσύ ποτέ δεν απομακρύνθηκες• σού ανοίγει την αγκαλιά της η δόξα του Θεού. Ολόκληρη η Εκκλησία μας σε αποχαιρετά, χωρίς όμως να αισθάνεται τον χωρισμό σου. Η ίδια και σε υποδέχεται, χωρίς πάλι να νοιώθει πως της έλειπες.
Μας χάρισες τη χαρά του μυστηρίου της ζωής σου. Τώρα μας προσφέρεις και τη μυστική χαρά του μυστηρίου της κοιμήσεώς σου. Γόνυ κλίνουμε στο ιερό σκήνωμά σου και ταπεινά ζητούμε από τον Κύριο την ανάπαυσή σου και από σένα τις αιώνιες προσευχές σου.
Εμείς, η εκκλησιαστική σου οικογένεια «ως απαρχάς της φύσεως σε προσφέρουμε στον Φυτουργό της κτίσεως». Αιωνία να είναι η μνήμη σου, αξιομακάριστε και αοίδιμε, Γέροντά μας, προσφιλέστατε παππούλη μας, πολυσέβαστε πατέρα μας Νεκτάριε.