«Ώς χίλια έτη, Κύριε, ή ήμέρα ή έχθές, ήτις διήλθε καί φυλακή έν νυκτί» δέν μπορούσε νά τόν καταλάβη.
Καί έπειδή σ’ αύτό τό Μοναστήρι δέν υπήρχε κανένας έμπειρος διδάσκαλος νά τόν βοηθήση, έκανε έπίμονη προσευχή στόν Κύριο νά τοΰ άποκαλύψη τήν έννοια αύτοϋ τοΰ στίχου. Πράγματι ό Κύριος ύπήκουσε στήν προσευχή του καί μία ήμέρα, μετά τόν όρθρο, άφοΰ έφυγαν οί άλλοι άδελφοί γιά τά κελ λιά τους, αύτός έμεινε νά προσευχηθή, κατά τήν συνήθειά του μέσα στήν εκκλησία. Τότε βλέπει ξαφνικά ένα πολύ ωραίο άετό νά πετά πάνω άπό τό κεφάλι του μέσα στήν εκκλησία. Χάρηκε πολύ άπό τήν ώραιότητά του καί θέλησε νά τόν πιάση. Ό άετός όμως άπομακρυνόταν λίγολίγο καί ό μοναχός τόν ακολουθούσε, άλλά δέν πετούσε πολύ ψηλά, όπως οί άλλοι άετοί. Ακολουθώντας τον ό Μοναχός βγήκε έξω άπό τήν έκκλησία καί τό Μοναστήρι καί έφθασε σ’ ένα δάσος. Έκεΐ εισήλθε σ’ ένα άπόκρυφο μέρος τοΰ δάσους καί άρχισε ό άετός νά ψάλλη μία γλυκυτάτη καί άγγελική ψαλμωδία, ώστε ό Μοναχός απορροφημένος άπό τήν γλυκειά μελωδία, έξέχα σε όλα τά πράγματα τοΰ κόσμου καί μέ τήν σκέψι καί τήν ψυχή του εύρισκόταν στόν Παράδεισο. Μέ τήν χάρι τοΰ Θεοΰ δέν αισθανόταν κόπους, πείνα, κρύο, δίψα ή άλλες άνάγκες τοΰ σώματος. Αισθανόταν μέσα του τόση άλλοίωσι, ώστε έπί 300 χρόνια άκουε εύφραινόμενος τήν αγγελική ψαλμωδία, διότι άγγελος ήταν ό φαινόμενος άετόςί
Μετά ό άγγελος υψώθηκε στούς ουρανούς, ένώ ό Μοναχός επανερχόμενος στόν εαυτό του άπ’ αύτή τήν θεωρία, επέστρεψε στό Μοναστήρι του, νομίζοντας ότι μία μόνο ώρα έπέρασε άπό τότε πού έφυγε άπό τό Μοναστήρι.
Φθάνοντας έκεΐ ό πορτάρης τόν ερώτησε άπό ποΰ είσαι;
Τότε αύτός άπόρησε, διότι δέν είδε αύτόν πού ώς πορτάρη έγνώριζε καί τοΰ είπε:
-Έγώ είμαι ό τάδε μοναχός, δέν μέ γνωρίζεις;
Ό πορτάρης ένόμισε ότι ό έπισκέπτης του θά έχασε τά μυαλά του καί τοΰ είπε: Πήγαινε στόν δρόμο σου, άδελφέ μου, διότι εμείς δέν έχουμε τέτοιο άδελφό. Εσένα δέν σέ είδα καμμιά φορά, ούτε μπήκες ποτέ σ’ αύτό τό Μοναστήρι.
Τότε ό Μοναχός σαστισμένος καί ταραγμένος τοΰ είπε όλα τά τυπικά του Μοναστηριού καί τά ονόματα τών άδελφών. Κατόπιν πηγαίνοντας στόν Ηγούμενο καί λέγοντας όλα αύτά, εκείνος συγκέντρωσε όλους τούς μοναχούς, άλλά άπ’ αυτούς κανένας δέν τόν έγνώριζε. Τότε ό παράδοξος Μοναχός τούς είπε μέ άπορία:
-Θαυμάζω καί εξίσταμαι, πατέρες, πώς έγινε αύτή ή άλλαγή γιά μιά ώρα πού απουσίασα άπό έδώ, ώστε ν’ αλλάξουν τά πρόσωπα σας καί νά μή γνωρίζω κανένα άπό εσάς, ούτε καί εσείς νά γνωρίζετε εμένα. Μάρτυς μου είναι ό Θεός ότι δέν έπέρασε παρά μία ώρα πού εξήλθα άπό τό Μοναστήρι μας, άφοΰ πρίν διαβάσαμε τήν άκο λουθία τοΰ όρθρου. Καί ήγούμενος ήταν ό τάδε, προεστοί οί τάδε καί άδελφοί οί τάδε.
Τότε ό Ήγούμενος έξετάζοντας τόν κώδικα τοΰ Μοναχολογίου, όπου ήταν γραμμένα τά ονόματα όλων τών αδελφών, έδιάβαζε τά ονόματα τών Μοναχών πού τοΰ έλεγε ό Μοναχός και κατάλαβε ότι είχαν περάσει 300 χρόνια. Τότε άρχισε νά έρωτα τόν Μοναχό τί είδους άνθρωπος είναι και’ τί άγαθά έργα στήν ζωή του έκανε, γιά νά μάθη πώς άξιώθηκε άπό τόν Θεό μιας τέτοιας χάριτος. Αύτός τοΰ είπε:
-Δέν γνωρίζω καμία άρετή στόν εαυτό μου, παρά μόνο ότι είχα ύπακοή στούς προεστούς τής Μονής, τελεία άγάπη πρός όλους καί δέν σκανδαλιζόμουν ούδέπο τε άπό τίποτε. Ιδιαίτερα είχα πολλή άγάπη καί εύλάβεια στήν Ύπεραγία Θεοτόκο καί κάθε ήμέρα έδιάβαζα στήν Εικόνα της τούς Χαιρετισμούς της.
Κατόπιν τούς διηγήθηκε τήν έμφάνισι τοΰ άετοΰ καί όλη τήν ιστορία στό δάσος καί οί πατέρες κλαίοντες άπό χαρά τόν κατεφίλουν καί τόν έκοίταζαν ώς ένα ούρά νιο καί όχι έπίγειο άνθρωπο, διότι καί τά λόγια του ήταν ούράνια καί θεια. Τότε ό Ήγούμενος τοΰ είπε:
-Δόξασε τόν Παντοδύναμο Θεό πού σέ άξίωσε μιας τέτοιας θαυμαστής οπτασίας, τήν οποία δέν είδε άλλος μ’ αύτόν τόν τρόπο σ’ αύτόν τόν παρόντα κόσμο καί έζησες κάτι άπό τήν άπερίγραπτη χαρά καί γλυκύτητα τοΰ Παραδείσου. Άλλά, γνώριζε, άδελφέ μου, ότι 300 χρόνια έπέρασαν καί όχι μία ώρα, όπως σου έφάνη. Τόση χαρά καί εύφροσύνη θά αίσθάνωνται οί Άγιοι στόν Παράδεισο,όντες ενώπιον τής Αγίας Τριάδος, ώστε θά περνούν χιλιάδες χρόνια ωσάν μία ήμέρα γιά τόν Κύριο καί τούς Αγίους Του, όπως τό λέγη ό Προφήτης Δαβίδ, τοΰ οποίου τόν στίχο μέ τό έργο κατενόησες καί έζησες.
Άκούοντας αύτά ό Μοναχός έδόξασε τόν Θεό, έκλαυσε άπό χαρά καί έζήτησε νά κοινωνήση τών Αχράντων Μυστηρίων. Λαμβάνοντας τό Σώμα καί τό Αίμα τοΰ Χριστού, είπε:
Νΰν άπολύεις τόν δοΰλον σου, Δέσποτα… καί άμέ σως παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοΰ Παναγάθου Θεοΰ.
από το βιβλίο: «ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ΟΠΤΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ» – Ὑπό μον. Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου – ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
https://simeiakairwn.wordpress.com