ΑΝΑΚΑΛΩΝΤΑΣ ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ¨ΚΑΛΕ ΠΑΝΗΓΥΡΙ¨ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΝΑ ΤΟΥ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΙΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ ΤΣΙΡΤΑΒΗ
Κείμενο του Ιωάννη Α. Σαρσάκη (Καστροπολίτη)
Ξεσκονίζοντας κάτι παλιά βιβλία, έπεσε στα χέρια μου το εποχιακό περιοδικό «Θρακικός Οιωνός» τεύχος ΙΔ΄ Θέρος 2001, Αλεξανδρούπολη. Το υπόψη περιοδικό (που μοιάζει περισσότερο με βιβλίο), συνέγραψε ο αείμνηστος Διδυμοτειχίτης δημοσιογράφος Ευστράτιος Τσιρταβής και είναι κυρίως αφιερωμένο στην πόλη μας, έχοντας ως τίτλο «Εικόνες από το παλιό Διδυμότειχο και τον Έβρο».
Το τεύχος προλογίζει ο επίσης Διδυμοτειχίτης, λογοτέχνης, συγγραφέας και βραβευμένος ποιητής Βασίλης Σιναπίδης, ο οποίος γνωριζόταν με τον συγγραφέα από τα παιδικά τους χρόνια. Μέσα από τον πρόλογο του κου Σιναπίδη και το αυτοβιογραφικό τελευταίο κείμενο του περιοδικού, που συνέγραψε ο Τσιρταβής, μπορούμε να αντλήσουμε τα παρακάτω βιογραφικά στοιχεία που αφορούν τον συγγραφέα - δημοσιογράφο : γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ο πατέρας του Αθανάσιος Τσιρταβής δάσκαλος στο επάγγελμα και η μητέρα του Μετάξω το γένος Τσακίρη ήταν πρόσφυγες καταγόμενοι από την Απολλωνία της Μικράς Ασίας. Ο Τσιρταβής υπήρξε μαθητής του τρίτου μικτού δημοτικού σχολείου και του γυμνασίου Διδυμοτείχου. Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής υπηρέτησε στη Νομαρχία Έβρου η οποία είχε ως έδρα το Διδυμότειχο, δίπλα στους Νομάρχες Ι. Φραγκούλη, Σ. Ευταξία και Γ. Φλωρίδη. Τα επόμενα χρόνια νυμφεύθηκε την Ανθούλα Τσιρταβή το γένος Δημητριάδη και εγκαταστάθηκε στην Αλεξανδρούπολη. Με τη δημοσιογραφία ασχολήθηκε μετά τη μεταπολίτευση, συνεργαζόμενος με όλο τον τοπικό τύπο και τα περιοδικά. Διετέλεσε για δύο χρόνια διευθυντής στην συνεταιριστική εφημερίδα «Γνώμη» και κατόπιν αρχισυντάκτης στην «Πανθρακική».
Λόγω του ότι πλησιάζει το πανηγύρι της Πεντηκοστής στο Διδυμότειχο (το οποίο και φέτος θα εορτασθεί από 3 έως 5 Ιουν επάνω στο ιστορικό Κάστρο), αναδημοσιεύουμε, μέσα από το εν λόγω περιοδικό, το κείμενο που έχει ως τίτλο «Το Καλέ Πανηγύρι». Πρόκειται για μια καταγραφή των γεγονότων, των εικόνων και του χώρου, βασισμένη στα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα, τα οποία σε συνδυασμό με το συγγραφικό του ταλέντο, ανακαλούν με τον καλύτερο τρόπο τη θύμηση των παλαιοτέρων, αποτελώντας παράλληλα και μια καταγραφή – παρακαταθήκη για τους νεότερους και τους επιγενομενούς.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι, στα πλαίσια της διάσωσης αλλά και του εκσυγχρονισμού της παράδοσης, ο Στρατής Τσιρταβής με τα κείμενα του που αφορούν το ¨παλιό Διδυμότειχο¨, μας άφησε ένα πολύτιμο έργο, πάνω στο οποίο μπορούμε να εργαστούμε, προβάλλοντας τα ήθη και τα έθιμα του Διδυμοτείχου, σεβόμενοι βεβαίως το παρελθόν, προσαρμόζοντας στο παρόν και οικοδομώντας για το μέλλον.
Κείμενο του Ιωάννη Α. Σαρσάκη (Καστροπολίτη)
Ξεσκονίζοντας κάτι παλιά βιβλία, έπεσε στα χέρια μου το εποχιακό περιοδικό «Θρακικός Οιωνός» τεύχος ΙΔ΄ Θέρος 2001, Αλεξανδρούπολη. Το υπόψη περιοδικό (που μοιάζει περισσότερο με βιβλίο), συνέγραψε ο αείμνηστος Διδυμοτειχίτης δημοσιογράφος Ευστράτιος Τσιρταβής και είναι κυρίως αφιερωμένο στην πόλη μας, έχοντας ως τίτλο «Εικόνες από το παλιό Διδυμότειχο και τον Έβρο».
Το τεύχος προλογίζει ο επίσης Διδυμοτειχίτης, λογοτέχνης, συγγραφέας και βραβευμένος ποιητής Βασίλης Σιναπίδης, ο οποίος γνωριζόταν με τον συγγραφέα από τα παιδικά τους χρόνια. Μέσα από τον πρόλογο του κου Σιναπίδη και το αυτοβιογραφικό τελευταίο κείμενο του περιοδικού, που συνέγραψε ο Τσιρταβής, μπορούμε να αντλήσουμε τα παρακάτω βιογραφικά στοιχεία που αφορούν τον συγγραφέα - δημοσιογράφο : γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ο πατέρας του Αθανάσιος Τσιρταβής δάσκαλος στο επάγγελμα και η μητέρα του Μετάξω το γένος Τσακίρη ήταν πρόσφυγες καταγόμενοι από την Απολλωνία της Μικράς Ασίας. Ο Τσιρταβής υπήρξε μαθητής του τρίτου μικτού δημοτικού σχολείου και του γυμνασίου Διδυμοτείχου. Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής υπηρέτησε στη Νομαρχία Έβρου η οποία είχε ως έδρα το Διδυμότειχο, δίπλα στους Νομάρχες Ι. Φραγκούλη, Σ. Ευταξία και Γ. Φλωρίδη. Τα επόμενα χρόνια νυμφεύθηκε την Ανθούλα Τσιρταβή το γένος Δημητριάδη και εγκαταστάθηκε στην Αλεξανδρούπολη. Με τη δημοσιογραφία ασχολήθηκε μετά τη μεταπολίτευση, συνεργαζόμενος με όλο τον τοπικό τύπο και τα περιοδικά. Διετέλεσε για δύο χρόνια διευθυντής στην συνεταιριστική εφημερίδα «Γνώμη» και κατόπιν αρχισυντάκτης στην «Πανθρακική».
Λόγω του ότι πλησιάζει το πανηγύρι της Πεντηκοστής στο Διδυμότειχο (το οποίο και φέτος θα εορτασθεί από 3 έως 5 Ιουν επάνω στο ιστορικό Κάστρο), αναδημοσιεύουμε, μέσα από το εν λόγω περιοδικό, το κείμενο που έχει ως τίτλο «Το Καλέ Πανηγύρι». Πρόκειται για μια καταγραφή των γεγονότων, των εικόνων και του χώρου, βασισμένη στα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα, τα οποία σε συνδυασμό με το συγγραφικό του ταλέντο, ανακαλούν με τον καλύτερο τρόπο τη θύμηση των παλαιοτέρων, αποτελώντας παράλληλα και μια καταγραφή – παρακαταθήκη για τους νεότερους και τους επιγενομενούς.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι, στα πλαίσια της διάσωσης αλλά και του εκσυγχρονισμού της παράδοσης, ο Στρατής Τσιρταβής με τα κείμενα του που αφορούν το ¨παλιό Διδυμότειχο¨, μας άφησε ένα πολύτιμο έργο, πάνω στο οποίο μπορούμε να εργαστούμε, προβάλλοντας τα ήθη και τα έθιμα του Διδυμοτείχου, σεβόμενοι βεβαίως το παρελθόν, προσαρμόζοντας στο παρόν και οικοδομώντας για το μέλλον.
Πριν από το κείμενο, αξίζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του περιοδικού που συνέγραψε ο Τσιρταβής, ο οποίος αναφέρει : ¨Χωρίς να διεκδικώ δάφνες από πρωτεία και αυθεντικότητα, είναι έτσι όπως τα βιώσαμε και τα νοιώσαμε. Θεωρώ δε το εγχείρημά μου σαν μια ελάχιστη προσφορά της αγάπης μου για το όμορφο, ιστορικό και αρχοντικό Διδυμότειχο και γενικότερα για την ευρύτερη περιοχή, τον Έβρο. Που τόσα έχει να μας διηγηθεί από τα βάθη των αιώνων. Είμαι μια αναδρομή στα περασμένα, που ο χρόνος πια τα έχει ξεθωριάσει, για να θυμούνται οι κάποιας ηλικίας και να μαθαίνουν οι νέοι, σ΄ αυτούς που παραδώσαμε τη σκυτάλη με την μεγάλη ευχή «Πολλώ κάρρονες»¨.
ΤΟ ΚΑΛΕ ΠΑΝΗΓΥΡΙ
Η φετινή Πεντηκοστή μου ‘φερε στο μυαλό παλιά αξέχαστα χρόνια, που τα πανηγύρια κι οι γιορτές ήταν η ευτυχία μας. Τέτοιο ένα πανηγύρι, που μας έδινε την πιο μεγάλη χαρά, μια και έπεφτε με την αρχή του καλοκαιριού, τις πολυπόθητες διακοπές και το τροφαντό κεράσι, ήταν κι αυτό. Τρεις ολάκαιρες μέρες κρατούσε. Το Σάββατο, την Κυριακή της Πεντηκοστής και Δευτέρα, τ΄ Άγιο Πνεύμα.
Τα κοριτσάκια, πολύχρωμα πουλάκια, κρεμούσαν σκουλαρίκια στ΄ αυτάκια τους τα πιο διαλεχτά κεράσια και με χαρούμενες φωνούλες γέμιζαν τον αγέρα : ¨ήρθαν πάλι τα κεράσια κόκκινα και δροσερά ….¨.
Κέντρο της γιορτής η εκκλησία του Χριστού. Παλιό Βυζαντινό μοναστήρι, πάνω στο Κάστρο του Διδυμοτείχου. Η μεγάλη βαριά ασημοκέντητη εικόνα του Χριστού, θαυματουργή και μεγαλόπρεπη, γιόρταζε κι οι πιστοί έτρεχαν να προσκυνήσουν. Γιόρταζε τη μεγάλη κι ηρωική εκείνη επέτειο, που ξεκινά από τα μέσα του 13ου αιώνα, όταν χάρις στην άγια εικόνα σώθηκε η πόλη απ΄ τους βαρβάρους πολιορκητές. Οι κάτοικοι, δείχνοντας την ευγνωμοσύνη τους στην θαυματουργή συμπαράσταση Του. Σαν άλλος Ακάθιστος Ύμνος, αφιέρωσαν τη μέρα αυτή. Η λιτάνευση της άγιας εικόνας ανήμερα την Πεντηκοστή, ανάμεσα στα στενά σοκάκια του Καλέ, όπως περίπου και σήμερα γίνεται, έπαιρνε στην φαντασία μας διαστάσεις της Βυζαντινής μεγαλοπρέπειας κι ανάσταινε στις ψυχές μας μέρες θρύλου, δόξας και μεγαλείου.
Τα γύρω χωριά, για να προλάβουν το προσκύνημα, ξεκινούσαν χαράματα. Πολλοί, σαν τόχαν ταμένο, από βραδύς ξενυχτούσαν στη χάρη Του, κάτω από την Αγία σκέπη, δίπλα εκεί στα κελιά με τους αλλοπαρμένους. Το ξεκίνημα, με όλα εκείνα τα μέσα της εποχής, είχε την ξέχωρη ομορφιά του. Γέμιζαν οι στράτες με σούστες καλοδουλεμένες, ομορφομπογιατισμένες, με τα καλύτερα άλογα ζεμένες και στολισμένα με γλυκόηχα κουδουνάκια (χάμουρα) γυαλισμένα και άφθονες πολύχρωμες κορδέλες, αλλά και βοϊδάμαξα ανθοστολισμένα με τέντες για την αντηλιά, απ΄ ολοκαίνουργιες ψάθες, και τέλος γαϊδουράκια με πλουμιστά χράμια πάνω στα σαμάρια κι’ ομπρελίνο στο χέρι των αναβατών. Κάθε χωριό ξεχώριζε από το ντύσιμό του, μια κι οι φορεσιές τους γινόταν με χάρη και κέφι με τα ίδια τους τα χέρια. Συμπλήρωμα οι χρωματιστές μαντήλες και οι χρυσοκέντητες ποδιές, πάνω σε βελούδο, σε μετάξι ή μάλλινο πανί, δεμένες στη μέση σε φαρδιές ζώνες κι ασημοκαπνισμένες πόρπες. Ακόμα δεν έλειπαν τα στολίδια, τα μπιχλιμπίδια κι οι αράδες τα φλουριά, π’ αστραποβολούσαν στα τροφαντά τους στήθια. Εικόνα φολκλορική, έτσι π’ ανηφόριζαν το λιθόστρωτο για την εκκλησία, με τις φανταχτερές χωριάτικες φορεσιές τους, κρατώντας λαμπάδες, που ΄φταναν και ως το μπόι. Μετά την ανηφόρα για το προσκύνημα και σαν τελείωνε η εκκλησία, άρχιζε η κατηφόρα για τα τσαΐρια, εκεί προς τ’ αλώνια της πόλης, όπου γινότανε το κοσμικό πια ¨παναΐρι¨. Κάθε λογής πραματευτάδες είχαν από καιρό στήσει τα πρόχειρα σεργκιά και διαλαλούσαν τις πραμάτιες τους. Μικροπαράγκες για ταβέρνες, σκεπαστά με φρέσκιες δροσερές ιτιές, αλάνια για χορούς, ζουρνάδες, πίπιζες, γκάιντες και νταούλια, όλα μαζί σ’ ένα ανάκατο πλούσιο θέαμα για μικρούς και μεγάλους. Ένα ζωντανό, ζωηρό, πολύχρωμο φανταχτερό και πολύβουο ανακάτεμα.
Πιοτό, χορός, τραγούδι, μικρεμπόριο και κοτραπάνι, όλα μαζί και καθένα χωριστά φτιάχναν τον ενθουσιασμό. Το κορύφωμα ήταν το τρέξιμο με άλογα κι οι παλαίστρες. Λεβέντες καβαλαραίοι, με περήφανα άτια και φοράδες που σκάβαν το χώμα με τις οπλές τους, ώσπου να ξεκινήσουν. Κάθε χωριό περηφανευόταν για το βιός του. Όσο για τους ¨πεχλιβάνηδες¨, άλλο πράγμα. Μάζευαν κόσμο και κοσμάκη γύρω τους, με τα λαδωμένα μπρούτζινα κορμιά τους και τα πέτσινα κοντοβράκια τους. Τσαλίμια, σκέρτσα και μπόλικα κόλπα, ως να ρίξει ο ένας τον άλλο κάτω, να φάει η πλάτη χώμα. Κι έπειτα. Η γύρα για το μπαχτσίσι.
Ξέχωρη χαρά έδινε το πανηγύρι για τα ζευγάρια, αρραβωνιασμένα ή καινουργιοπαντρεμένα. Εκεί έκαναν την κοσμική επίσημη εμφάνισή τους κι εκεί έδειχναν την ομορφιά, ¨τα καλά και τα πολλά τους¨. Όνειρο του κάθε κοριτσιού ήταν να παραβρεθεί, να στολιστεί, να χαρεί, να ξεφαντώσει κι ακόμη να φλερτάρει.
Πολλά ειδύλλια και συμπεθεριά άρχιζαν εκεί και πολλά είχαν ευτυχισμένο τέλος. Και σαν έπαιρνε να γέρνει ο ήλιος τα γύρω σπαρτά, αψηλά και χρυσωμένα, καλοδέχονταν τα ζευγάρια να ξαποστάσουν την ολοήμερη κούραση τους και γινότανε βουβή μάρτυρες της αγάπης τους. Το φεγγάρι ολόγιομο ψηλά αρμένιζε και με συγκατάβαση και συμπάθια χαμογελούσε στην ανθρώπινη φύση, καθώς το χαρούμενο τζιτζίκι σιγοντάριζε με το ερωτικό του τραγούδι. Ένα κύκλωμα ρομαντικό, νοσταλγικό μα πια ξεπερασμένο …
ΤΟ ΚΑΛΕ ΠΑΝΗΓΥΡΙ
Η φετινή Πεντηκοστή μου ‘φερε στο μυαλό παλιά αξέχαστα χρόνια, που τα πανηγύρια κι οι γιορτές ήταν η ευτυχία μας. Τέτοιο ένα πανηγύρι, που μας έδινε την πιο μεγάλη χαρά, μια και έπεφτε με την αρχή του καλοκαιριού, τις πολυπόθητες διακοπές και το τροφαντό κεράσι, ήταν κι αυτό. Τρεις ολάκαιρες μέρες κρατούσε. Το Σάββατο, την Κυριακή της Πεντηκοστής και Δευτέρα, τ΄ Άγιο Πνεύμα.
Τα κοριτσάκια, πολύχρωμα πουλάκια, κρεμούσαν σκουλαρίκια στ΄ αυτάκια τους τα πιο διαλεχτά κεράσια και με χαρούμενες φωνούλες γέμιζαν τον αγέρα : ¨ήρθαν πάλι τα κεράσια κόκκινα και δροσερά ….¨.
Κέντρο της γιορτής η εκκλησία του Χριστού. Παλιό Βυζαντινό μοναστήρι, πάνω στο Κάστρο του Διδυμοτείχου. Η μεγάλη βαριά ασημοκέντητη εικόνα του Χριστού, θαυματουργή και μεγαλόπρεπη, γιόρταζε κι οι πιστοί έτρεχαν να προσκυνήσουν. Γιόρταζε τη μεγάλη κι ηρωική εκείνη επέτειο, που ξεκινά από τα μέσα του 13ου αιώνα, όταν χάρις στην άγια εικόνα σώθηκε η πόλη απ΄ τους βαρβάρους πολιορκητές. Οι κάτοικοι, δείχνοντας την ευγνωμοσύνη τους στην θαυματουργή συμπαράσταση Του. Σαν άλλος Ακάθιστος Ύμνος, αφιέρωσαν τη μέρα αυτή. Η λιτάνευση της άγιας εικόνας ανήμερα την Πεντηκοστή, ανάμεσα στα στενά σοκάκια του Καλέ, όπως περίπου και σήμερα γίνεται, έπαιρνε στην φαντασία μας διαστάσεις της Βυζαντινής μεγαλοπρέπειας κι ανάσταινε στις ψυχές μας μέρες θρύλου, δόξας και μεγαλείου.
Τα γύρω χωριά, για να προλάβουν το προσκύνημα, ξεκινούσαν χαράματα. Πολλοί, σαν τόχαν ταμένο, από βραδύς ξενυχτούσαν στη χάρη Του, κάτω από την Αγία σκέπη, δίπλα εκεί στα κελιά με τους αλλοπαρμένους. Το ξεκίνημα, με όλα εκείνα τα μέσα της εποχής, είχε την ξέχωρη ομορφιά του. Γέμιζαν οι στράτες με σούστες καλοδουλεμένες, ομορφομπογιατισμένες, με τα καλύτερα άλογα ζεμένες και στολισμένα με γλυκόηχα κουδουνάκια (χάμουρα) γυαλισμένα και άφθονες πολύχρωμες κορδέλες, αλλά και βοϊδάμαξα ανθοστολισμένα με τέντες για την αντηλιά, απ΄ ολοκαίνουργιες ψάθες, και τέλος γαϊδουράκια με πλουμιστά χράμια πάνω στα σαμάρια κι’ ομπρελίνο στο χέρι των αναβατών. Κάθε χωριό ξεχώριζε από το ντύσιμό του, μια κι οι φορεσιές τους γινόταν με χάρη και κέφι με τα ίδια τους τα χέρια. Συμπλήρωμα οι χρωματιστές μαντήλες και οι χρυσοκέντητες ποδιές, πάνω σε βελούδο, σε μετάξι ή μάλλινο πανί, δεμένες στη μέση σε φαρδιές ζώνες κι ασημοκαπνισμένες πόρπες. Ακόμα δεν έλειπαν τα στολίδια, τα μπιχλιμπίδια κι οι αράδες τα φλουριά, π’ αστραποβολούσαν στα τροφαντά τους στήθια. Εικόνα φολκλορική, έτσι π’ ανηφόριζαν το λιθόστρωτο για την εκκλησία, με τις φανταχτερές χωριάτικες φορεσιές τους, κρατώντας λαμπάδες, που ΄φταναν και ως το μπόι. Μετά την ανηφόρα για το προσκύνημα και σαν τελείωνε η εκκλησία, άρχιζε η κατηφόρα για τα τσαΐρια, εκεί προς τ’ αλώνια της πόλης, όπου γινότανε το κοσμικό πια ¨παναΐρι¨. Κάθε λογής πραματευτάδες είχαν από καιρό στήσει τα πρόχειρα σεργκιά και διαλαλούσαν τις πραμάτιες τους. Μικροπαράγκες για ταβέρνες, σκεπαστά με φρέσκιες δροσερές ιτιές, αλάνια για χορούς, ζουρνάδες, πίπιζες, γκάιντες και νταούλια, όλα μαζί σ’ ένα ανάκατο πλούσιο θέαμα για μικρούς και μεγάλους. Ένα ζωντανό, ζωηρό, πολύχρωμο φανταχτερό και πολύβουο ανακάτεμα.
Πιοτό, χορός, τραγούδι, μικρεμπόριο και κοτραπάνι, όλα μαζί και καθένα χωριστά φτιάχναν τον ενθουσιασμό. Το κορύφωμα ήταν το τρέξιμο με άλογα κι οι παλαίστρες. Λεβέντες καβαλαραίοι, με περήφανα άτια και φοράδες που σκάβαν το χώμα με τις οπλές τους, ώσπου να ξεκινήσουν. Κάθε χωριό περηφανευόταν για το βιός του. Όσο για τους ¨πεχλιβάνηδες¨, άλλο πράγμα. Μάζευαν κόσμο και κοσμάκη γύρω τους, με τα λαδωμένα μπρούτζινα κορμιά τους και τα πέτσινα κοντοβράκια τους. Τσαλίμια, σκέρτσα και μπόλικα κόλπα, ως να ρίξει ο ένας τον άλλο κάτω, να φάει η πλάτη χώμα. Κι έπειτα. Η γύρα για το μπαχτσίσι.
Ξέχωρη χαρά έδινε το πανηγύρι για τα ζευγάρια, αρραβωνιασμένα ή καινουργιοπαντρεμένα. Εκεί έκαναν την κοσμική επίσημη εμφάνισή τους κι εκεί έδειχναν την ομορφιά, ¨τα καλά και τα πολλά τους¨. Όνειρο του κάθε κοριτσιού ήταν να παραβρεθεί, να στολιστεί, να χαρεί, να ξεφαντώσει κι ακόμη να φλερτάρει.
Πολλά ειδύλλια και συμπεθεριά άρχιζαν εκεί και πολλά είχαν ευτυχισμένο τέλος. Και σαν έπαιρνε να γέρνει ο ήλιος τα γύρω σπαρτά, αψηλά και χρυσωμένα, καλοδέχονταν τα ζευγάρια να ξαποστάσουν την ολοήμερη κούραση τους και γινότανε βουβή μάρτυρες της αγάπης τους. Το φεγγάρι ολόγιομο ψηλά αρμένιζε και με συγκατάβαση και συμπάθια χαμογελούσε στην ανθρώπινη φύση, καθώς το χαρούμενο τζιτζίκι σιγοντάριζε με το ερωτικό του τραγούδι. Ένα κύκλωμα ρομαντικό, νοσταλγικό μα πια ξεπερασμένο …