Κάποιες θέσεις σε δημόσιους φορείς προκηρύχτηκαν και είπα κι εγώ να δοκιμάσω την τύχη μου ή την ατυχία μου. Όπως το πάρει κανείς!
Με τον φάκελο παραμάσχαλα μπαίνω στο αρμόδιο κτίριο για να τον καταθέσω και το ταξίδι στη χώρα των “θαυμάτων” ξεκινάει. Ένα σουρεάλ σκηνικό που έχω βεβαίως χιλιοδεί, αλλά ποτέ με τα μάτια της εν δυνάμει ομοτράπεζης. Γι’ αυτό και τα πάντα γίνονται extra large!
Παιδί … βλέπετε … ανέκαθεν του ιδιωτικού τομέα - από πεποίθηση. Ας όψεται ο τυφώνας που ΤΟΝ σαρώνει και ΤΟΝ στεγνώνει μέρα με τη μέρα.
Στην είσοδο με υποδέχεται ένας ταλαίπωρος ηλικιωμένος άνδρας - με χρέη τελάλη - που δίνει ανεπαρκείς πληροφορίες. Από έναν διάδρομο εμφανίζεται ταυτόχρονα μια κυριούλα, μ’ ένα τάπερ γεμάτο καλούδια, που διαλαλεί την πραμάτεια της στους συναδέλφους της, σε φάση απόλυτης απώλειας συνείδησης για το που βρίσκεται.
Μπαίνω στο Γραφείο Νο.1, όπου αντικρίζω κάποιες ‘bon viveur’ κυρίες εν μέσω βουδιστικής άσκησης. Με σαφή ενδυματολογική προτίμηση στο μπλε και το πράσινο και με σαφείς ρεπερτοριακές επιλογές παραλιακής ανταλλάσσουν συνταγές ως άλλες μαγείρισσες με περγαμηνές. Δε δυσκολεύομαι να το κάνω εικόνα!
Η πρώτη αναγνωριστική επαφή, με σκανάρισμα του ολογράμματός μου, γίνεται με κατά μέτωπο κοίταγμα πάνω απ’ τα γυαλιά. Με ανέκφραστο πρόσωπο, χωρίς περιττές εισαγωγικές χαιρετούρες, μου ζητά μια εξ αυτών να πω το παρασύνθημα, ενοχλημένη καθώς κωλυσιεργώ και καθυστερώ το βεβαρημένο πρόγραμμά τους.
Με ύφος άκρως επιβλητικό είναι έτοιμη για ‘attack’ αν υποπέσω στο ατόπημα της ανυπακοής. Οτιδήποτε μου υποδεικνύεται είναι νόμος απαράβατος, απολύτως λογικός, χωρίς περιθώρια αμφισβήτησης.
Με βροντερή ομιλία γεμάτη πυγμή, ξεφυσά βαθύτατα δυσαρεστημένη που τολμώ να επισημάνω μια διαδικαστική αστοχία που αγγίζει τα όρια του παραλόγου. Έχει μπει σε ρόλο σοβαρού στελέχους πολυεθνικής με καθήκοντα πολυεπίπεδα, πολυδιάστατα και πολυσύνθετα που η εκτέλεσή τους χρίζει ιδιαιτέρων ικανοτήτων.
Δε βρίσκουμε άκρη και προχωρώ στο Γραφείο Νο.2, στα αριστερά μου (ή όπως το δει κανείς…!) Εξάλλου, αυτό το “office tour” είναι μια συνήθης ελληνική τακτική στην προσπάθεια επίλυσης κάποιου δημόσιου γρίφου.
Εκεί συναντώ κάποιες άλλες κυρίες - χωρίς πείρα στο ευ ζην ακόμη καθότι νεοφερμένες - με δυναμισμό και νεύρο που αποδεικνύονται πιο διαβασμένες. Με εναλλακτική διάθεση εκδηλώνουν αντιδραστικά τη δυσφορία τους για την ανεπάρκεια του γραφείου 1, χωρίς να τους πτοεί η παρουσία μου. Τελικά, αρνούνται να εξυπηρετήσουν, καθώς αυτό που ζητώ δεν αποτελεί αρμοδιότητά τους.
Τότε, έρχεται η προϊσταμένη και όλα τελειώνουν. Επί τη εμφανίσει, λοιπόν, του “θεσμού” η επαναστατική τους διάθεση, ως δια μαγείας, χάνεται και περιορίζεται σε ένα συνεχές μουρμουρητό διαμαρτυρίας. Διαμαρτυρία μεν … υπακοή δε!
Το ματς λήγει κάπου εδώ. Κάθομαι στον διάδρομο και αποστραγγισμένη από ενέργεια παρατηρώ γύρω μου.
Βλέπω ένα περιβάλλον που νοσεί και καταθλίβομαι.
Σιχαίνομαι τους αφορισμούς και τις απολυτότητες. Δεν θα τσουβαλιάσω συλλήβδην τον δημόσιο τομέα, γιατί θα ήταν άδικο για κάποιες δεκάδες χιλιάδες εργαζομένων. Έχω παραστεί σε υπηρεσίες που θα κόντραραν στα ίσια ιδιωτικές επιχειρήσεις, τόσο σε κόπο και στρες όσο σε αποτελεσματικότητα και εξυπηρέτηση. ΑΛΛΑ…
…δυστυχώς παραμένουν μειοψηφικές. Η εμπειρία του μέσου Έλληνα είναι πλειοψηφικά τραυματική και στενάχωρη.
Βλέπει γκρίζα ντουβάρια που εκπέμπουν έλλειψη έμπνευσης, δημιουργικότητας και προοπτικής. Διάχυτη μια μυρωδιά αβάσταχτης στασιμότητας. Έναν συμπαγή υπαλληλικό μικρόκοσμο που έχει πειστεί για τη φυσιολογικότητα του τοπίου.
Είμαι σίγουρη, λοιπόν, ότι θέλω να γίνω μέρος αυτής της παραδοξότητας;
Άραγε … αν περάσω αυτό το κατώφλι επισήμως και με τη βούλα … θα αναγνωρίζω τον εαυτό μου μετά από χρόνια;
Είναι δυνατόν να εισπνέω αυτόν τον βαρύ δυσκίνητο αέρα και να μην υποκύψω;
Και πού πήγαν τα εναπομείναντα όνειρά μου;
Κι όμως … όπου κι αν κοιτάξω βλέπω μαύρο καπνό. Κοιτώ ‘ψηλά’ και δεν μπορώ να διακρίνω το ξέφωτο. Κοιτώ ‘χαμηλά’ και δεν βλέπω πάτο. Μόνο ευθεία μπορώ να δω … το μονοπάτι της μετριότητας. Κι αυτό … προς το παρόν!
Όσο πυκνώνει ο καπνός, κάθε μου βήμα φαντάζει σκακιστικά μετρημένο και αναπόφευκτα επικίνδυνο. Πού φτάσαμε;
Κινούμαι μεταξύ Σκύλας και Χάρυβδης. Από τη μια το μαστίγωμα της μπατιριμένης ιδιώτευσης, με αντιστάθμισμα τον ανάλαφρο αέρα της δημιουργίας. Από την άλλη το ψυχοπλάκωμα του προβληματικού δημοσίου, με στάση κάπου ανάμεσα σε ελεύθερο χρόνο και ποιότητα ζωής.
Πουθενά δε βρίσκω ησυχία!
Και το ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Να καταθέσω τον φάκελο ή όχι; Να ενδώσω στη δελεαστική έκπτωση ονείρων, έστω και με τίμημα την πλήξη και το άνευ σοβαρών προοπτικών μέλλον μου; Ή να παραμείνω στις επάλξεις, με κόστος την κόπωση μέχρι δακρύων και την άνευ σοβαρών απολαβών πορεία μου;
Όπως κι αν το δω, καλούμαι κάτι να στερηθώ. Πρόκειται για σικέ παιχνίδι που όσο καλά κι αν παίζω, στο τέλος θα χάσω.
Επομένως, το θέμα μου δεν είναι η ήττα αυτή καθαυτή, αλλά ο τρόπος υλοποίησής της.
Διαλέγω και παίρνω…
Με τον φάκελο παραμάσχαλα μπαίνω στο αρμόδιο κτίριο για να τον καταθέσω και το ταξίδι στη χώρα των “θαυμάτων” ξεκινάει. Ένα σουρεάλ σκηνικό που έχω βεβαίως χιλιοδεί, αλλά ποτέ με τα μάτια της εν δυνάμει ομοτράπεζης. Γι’ αυτό και τα πάντα γίνονται extra large!
Παιδί … βλέπετε … ανέκαθεν του ιδιωτικού τομέα - από πεποίθηση. Ας όψεται ο τυφώνας που ΤΟΝ σαρώνει και ΤΟΝ στεγνώνει μέρα με τη μέρα.
Στην είσοδο με υποδέχεται ένας ταλαίπωρος ηλικιωμένος άνδρας - με χρέη τελάλη - που δίνει ανεπαρκείς πληροφορίες. Από έναν διάδρομο εμφανίζεται ταυτόχρονα μια κυριούλα, μ’ ένα τάπερ γεμάτο καλούδια, που διαλαλεί την πραμάτεια της στους συναδέλφους της, σε φάση απόλυτης απώλειας συνείδησης για το που βρίσκεται.
Μπαίνω στο Γραφείο Νο.1, όπου αντικρίζω κάποιες ‘bon viveur’ κυρίες εν μέσω βουδιστικής άσκησης. Με σαφή ενδυματολογική προτίμηση στο μπλε και το πράσινο και με σαφείς ρεπερτοριακές επιλογές παραλιακής ανταλλάσσουν συνταγές ως άλλες μαγείρισσες με περγαμηνές. Δε δυσκολεύομαι να το κάνω εικόνα!
Η πρώτη αναγνωριστική επαφή, με σκανάρισμα του ολογράμματός μου, γίνεται με κατά μέτωπο κοίταγμα πάνω απ’ τα γυαλιά. Με ανέκφραστο πρόσωπο, χωρίς περιττές εισαγωγικές χαιρετούρες, μου ζητά μια εξ αυτών να πω το παρασύνθημα, ενοχλημένη καθώς κωλυσιεργώ και καθυστερώ το βεβαρημένο πρόγραμμά τους.
Με ύφος άκρως επιβλητικό είναι έτοιμη για ‘attack’ αν υποπέσω στο ατόπημα της ανυπακοής. Οτιδήποτε μου υποδεικνύεται είναι νόμος απαράβατος, απολύτως λογικός, χωρίς περιθώρια αμφισβήτησης.
Με βροντερή ομιλία γεμάτη πυγμή, ξεφυσά βαθύτατα δυσαρεστημένη που τολμώ να επισημάνω μια διαδικαστική αστοχία που αγγίζει τα όρια του παραλόγου. Έχει μπει σε ρόλο σοβαρού στελέχους πολυεθνικής με καθήκοντα πολυεπίπεδα, πολυδιάστατα και πολυσύνθετα που η εκτέλεσή τους χρίζει ιδιαιτέρων ικανοτήτων.
Δε βρίσκουμε άκρη και προχωρώ στο Γραφείο Νο.2, στα αριστερά μου (ή όπως το δει κανείς…!) Εξάλλου, αυτό το “office tour” είναι μια συνήθης ελληνική τακτική στην προσπάθεια επίλυσης κάποιου δημόσιου γρίφου.
Εκεί συναντώ κάποιες άλλες κυρίες - χωρίς πείρα στο ευ ζην ακόμη καθότι νεοφερμένες - με δυναμισμό και νεύρο που αποδεικνύονται πιο διαβασμένες. Με εναλλακτική διάθεση εκδηλώνουν αντιδραστικά τη δυσφορία τους για την ανεπάρκεια του γραφείου 1, χωρίς να τους πτοεί η παρουσία μου. Τελικά, αρνούνται να εξυπηρετήσουν, καθώς αυτό που ζητώ δεν αποτελεί αρμοδιότητά τους.
Τότε, έρχεται η προϊσταμένη και όλα τελειώνουν. Επί τη εμφανίσει, λοιπόν, του “θεσμού” η επαναστατική τους διάθεση, ως δια μαγείας, χάνεται και περιορίζεται σε ένα συνεχές μουρμουρητό διαμαρτυρίας. Διαμαρτυρία μεν … υπακοή δε!
Το ματς λήγει κάπου εδώ. Κάθομαι στον διάδρομο και αποστραγγισμένη από ενέργεια παρατηρώ γύρω μου.
Βλέπω ένα περιβάλλον που νοσεί και καταθλίβομαι.
Σιχαίνομαι τους αφορισμούς και τις απολυτότητες. Δεν θα τσουβαλιάσω συλλήβδην τον δημόσιο τομέα, γιατί θα ήταν άδικο για κάποιες δεκάδες χιλιάδες εργαζομένων. Έχω παραστεί σε υπηρεσίες που θα κόντραραν στα ίσια ιδιωτικές επιχειρήσεις, τόσο σε κόπο και στρες όσο σε αποτελεσματικότητα και εξυπηρέτηση. ΑΛΛΑ…
…δυστυχώς παραμένουν μειοψηφικές. Η εμπειρία του μέσου Έλληνα είναι πλειοψηφικά τραυματική και στενάχωρη.
Βλέπει γκρίζα ντουβάρια που εκπέμπουν έλλειψη έμπνευσης, δημιουργικότητας και προοπτικής. Διάχυτη μια μυρωδιά αβάσταχτης στασιμότητας. Έναν συμπαγή υπαλληλικό μικρόκοσμο που έχει πειστεί για τη φυσιολογικότητα του τοπίου.
Είμαι σίγουρη, λοιπόν, ότι θέλω να γίνω μέρος αυτής της παραδοξότητας;
Άραγε … αν περάσω αυτό το κατώφλι επισήμως και με τη βούλα … θα αναγνωρίζω τον εαυτό μου μετά από χρόνια;
Είναι δυνατόν να εισπνέω αυτόν τον βαρύ δυσκίνητο αέρα και να μην υποκύψω;
Και πού πήγαν τα εναπομείναντα όνειρά μου;
Κι όμως … όπου κι αν κοιτάξω βλέπω μαύρο καπνό. Κοιτώ ‘ψηλά’ και δεν μπορώ να διακρίνω το ξέφωτο. Κοιτώ ‘χαμηλά’ και δεν βλέπω πάτο. Μόνο ευθεία μπορώ να δω … το μονοπάτι της μετριότητας. Κι αυτό … προς το παρόν!
Όσο πυκνώνει ο καπνός, κάθε μου βήμα φαντάζει σκακιστικά μετρημένο και αναπόφευκτα επικίνδυνο. Πού φτάσαμε;
Κινούμαι μεταξύ Σκύλας και Χάρυβδης. Από τη μια το μαστίγωμα της μπατιριμένης ιδιώτευσης, με αντιστάθμισμα τον ανάλαφρο αέρα της δημιουργίας. Από την άλλη το ψυχοπλάκωμα του προβληματικού δημοσίου, με στάση κάπου ανάμεσα σε ελεύθερο χρόνο και ποιότητα ζωής.
Πουθενά δε βρίσκω ησυχία!
Και το ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Να καταθέσω τον φάκελο ή όχι; Να ενδώσω στη δελεαστική έκπτωση ονείρων, έστω και με τίμημα την πλήξη και το άνευ σοβαρών προοπτικών μέλλον μου; Ή να παραμείνω στις επάλξεις, με κόστος την κόπωση μέχρι δακρύων και την άνευ σοβαρών απολαβών πορεία μου;
Όπως κι αν το δω, καλούμαι κάτι να στερηθώ. Πρόκειται για σικέ παιχνίδι που όσο καλά κι αν παίζω, στο τέλος θα χάσω.
Επομένως, το θέμα μου δεν είναι η ήττα αυτή καθαυτή, αλλά ο τρόπος υλοποίησής της.
Διαλέγω και παίρνω…