«…Ένα μεσημέρι ο Σατανάς το 'δειξε με το δικό του τρόπο στον Ηγούμενο, τον Γέροντα Ιάκωβο, στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ. Με κλειστή πόρτα φάνηκε ξαφνικά στην αυλή μια δύστυχη άσκημη γριά με χαλκά στη μύτη. Ο γέροντας:
- Έλα να προσκυνήσεις, πουθ' έρχεσαι; Κάτσε να ξεκουραστείς μια μέρα.
Καί η γριά:..
- Τί λες, εδώ δεν κάθομαι ούτε μισή ώρα, εδώ λειτουργάτε κάθε μέρα, προσευχόσαστε... πάω στο (τάδε μοναστήρι), θ' ανακατώσω καμιά βδομάδα κι έπειτα θα πάω αλλού.
- «Μήπως είσαι ο Σατανάς»; καί προτείνει ο Ηγούμενος τον ξύλινο Σταυρό καταπάνω της. Ο Σατανάς με τη μορφή γριάς εξαφανίστηκε αμέσως, αλλά δεν απογοητεύτηκε. Την άλλη μέρα, μέσα στο κελί του, την ώρα πού ετοιμαζότανε ν' αρχίσει την πολύωρη προσευχή κι έβαζε λιβάνι στο θυμιατό, ένας τρομακτικός σκελετός φάνηκε μπροστά του. Ξεκρέμασε ο γέροντας την εικόνα της Παναγίας, την πρότεινε καταπάνω του κι εξαφανίστηκε. Αυτό έγινε πολλές φορές. Άλλοτε ο Σατανάς πήρε τη μορφή απαίσιου μεγαλόσωμου τράγου καί πήγε να χτυπήσει το γέροντα καταπρόσωπο.
Είχε όμως κι άλλο τρόπο να ενεργεί ο Σατανάς, πολύ πιο αποτελεσματικό. Έβαζε ανθρώπους να καταπατούν τα πολύ λίγα χωράφια του μοναστηριού ή να το αδικούν αλλιώς. Έτσι καί τη φορά τούτη. Ο γέροντας λιποψύχησε. Το κατάλαβε ο Σατανάς, εμφανίστηκε καί του είπε:
- Εγώ στα κάνω ρε... να σε σκάσω, δε θα σ' αφήσω να ησυχάσεις, αύριο θα πάρεις κι ένα χαρτί. Την άλλη μέρα πράγματι του ήρθε κλήση για δικαστήριο. Έχασε το κουράγιο του ο γέροντας. Τον βρήκε η ανιψιά του Μαρία σε κακό χάλι. Άδικα προσπάθησε να τον παρηγορήσει. Κατεβήκανε από το κελί, να πάνε στην κουζίνα για ένα καφέ. Περνώντας από την κεντρική πόρτα του ναού, ο γέροντας έστριψε δεξιά καί μπήκε στο ναό. Ακολούθησε απορημένη καί η Μαρία, πού στάθηκε στο παγκάρι. Εκείνος προχώρησε ίσια στο τέμπλο, στην εικόνα του οσίου Δαβίδ. Εκεί άκουσε η Μαρία τα εξής:
- Τί κάθεσαι, άγιέ μου Δαβίδ. Εσύ κάθεσαι στην εικόνα σου κι αφήνεις τον Ιάκωβο να τα βγάλει πέρα... Ο Ιάκωβος τελείωσε, δεν μπορεί τίποτα, δε σου κάνει τίποτα άλλο, κατέβα καί κανόνισέ τα...
Είπε κι άλλα ο γέροντας με το ίδιο αυστηρό ύφος, αλλά η Μαρία φοβήθηκε, βγήκε, δεν άκουσε τα υπόλοιπα.
Από το βιβλίο: «Ιάκωβος Τσαλίκης» του Στυλ. Γ. Παπαδόπουλου
- Έλα να προσκυνήσεις, πουθ' έρχεσαι; Κάτσε να ξεκουραστείς μια μέρα.
Καί η γριά:..
- Τί λες, εδώ δεν κάθομαι ούτε μισή ώρα, εδώ λειτουργάτε κάθε μέρα, προσευχόσαστε... πάω στο (τάδε μοναστήρι), θ' ανακατώσω καμιά βδομάδα κι έπειτα θα πάω αλλού.
- «Μήπως είσαι ο Σατανάς»; καί προτείνει ο Ηγούμενος τον ξύλινο Σταυρό καταπάνω της. Ο Σατανάς με τη μορφή γριάς εξαφανίστηκε αμέσως, αλλά δεν απογοητεύτηκε. Την άλλη μέρα, μέσα στο κελί του, την ώρα πού ετοιμαζότανε ν' αρχίσει την πολύωρη προσευχή κι έβαζε λιβάνι στο θυμιατό, ένας τρομακτικός σκελετός φάνηκε μπροστά του. Ξεκρέμασε ο γέροντας την εικόνα της Παναγίας, την πρότεινε καταπάνω του κι εξαφανίστηκε. Αυτό έγινε πολλές φορές. Άλλοτε ο Σατανάς πήρε τη μορφή απαίσιου μεγαλόσωμου τράγου καί πήγε να χτυπήσει το γέροντα καταπρόσωπο.
Είχε όμως κι άλλο τρόπο να ενεργεί ο Σατανάς, πολύ πιο αποτελεσματικό. Έβαζε ανθρώπους να καταπατούν τα πολύ λίγα χωράφια του μοναστηριού ή να το αδικούν αλλιώς. Έτσι καί τη φορά τούτη. Ο γέροντας λιποψύχησε. Το κατάλαβε ο Σατανάς, εμφανίστηκε καί του είπε:
- Εγώ στα κάνω ρε... να σε σκάσω, δε θα σ' αφήσω να ησυχάσεις, αύριο θα πάρεις κι ένα χαρτί. Την άλλη μέρα πράγματι του ήρθε κλήση για δικαστήριο. Έχασε το κουράγιο του ο γέροντας. Τον βρήκε η ανιψιά του Μαρία σε κακό χάλι. Άδικα προσπάθησε να τον παρηγορήσει. Κατεβήκανε από το κελί, να πάνε στην κουζίνα για ένα καφέ. Περνώντας από την κεντρική πόρτα του ναού, ο γέροντας έστριψε δεξιά καί μπήκε στο ναό. Ακολούθησε απορημένη καί η Μαρία, πού στάθηκε στο παγκάρι. Εκείνος προχώρησε ίσια στο τέμπλο, στην εικόνα του οσίου Δαβίδ. Εκεί άκουσε η Μαρία τα εξής:
- Τί κάθεσαι, άγιέ μου Δαβίδ. Εσύ κάθεσαι στην εικόνα σου κι αφήνεις τον Ιάκωβο να τα βγάλει πέρα... Ο Ιάκωβος τελείωσε, δεν μπορεί τίποτα, δε σου κάνει τίποτα άλλο, κατέβα καί κανόνισέ τα...
Είπε κι άλλα ο γέροντας με το ίδιο αυστηρό ύφος, αλλά η Μαρία φοβήθηκε, βγήκε, δεν άκουσε τα υπόλοιπα.
Από το βιβλίο: «Ιάκωβος Τσαλίκης» του Στυλ. Γ. Παπαδόπουλου