«ΤΕΤΟΙΟΙ
ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΜΕΛΛΟΝΤΑ ΑΙΩΝΑ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΕΡΙΒΕΒΛΗΜΕΝΟΙ
ΑΣΩΜΑΤΩΣ ΜΕ ΣΩΜΑΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ…»
ΤΟΥ ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ*
Μιὰ μέρα, καθὼς προσευχόταν...
μὲ καθαρότητα καὶ συνομιλοῦσε μὲ τὸ Θεό, εἶδε πὼς ὁ ἀέρας ἄρχισε νὰ φωτίζει τὸ νοῦ του, καὶ ἐνῷ ἦταν μέσα στὸ κελλί του νόμιζε ὅτι βρισκόταν ἔξω, σ’ ἀνοιχτὸ χῶρο.
μὲ καθαρότητα καὶ συνομιλοῦσε μὲ τὸ Θεό, εἶδε πὼς ὁ ἀέρας ἄρχισε νὰ φωτίζει τὸ νοῦ του, καὶ ἐνῷ ἦταν μέσα στὸ κελλί του νόμιζε ὅτι βρισκόταν ἔξω, σ’ ἀνοιχτὸ χῶρο.
Ἦταν
νύχτα, ποὺ μόλις εἶχε ξεκινήσει. Τότε ἄρχισε νὰ φέγγει ἀπὸ ψηλὰ ὅπως τὸ πρωινὸ
ροδοχάραμα –ὢ τῶν φρικτῶν ὀπτασιῶν τοῦ ἀνδρός!–, καὶ τὸ οἴκημα κι ὅλα τ’ ἄλλα
ἐξαφανίστηκαν, καὶ νόμιζε ὅτι δὲν ἦταν καθόλου σὲ οἴκημα.
Τὸν συνέπαιρνε ὁλότελα θεία ἔκσταση ἀντιλαμβανόμενος καλὰ μὲ τὸ νοῦ του τὸ φῶς ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἐμφανιζόταν. Αὐτὸ
μεγάλωνε λίγο-λίγο κι ἔκανε τὸν ἀέρα νὰ φαίνεται πιὸ λαμπερὸς κι αἰσθανόταν τὸν
ἑαυτό του μ’ ὁλόκληρο τὸ σῶμα του νὰ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὰ γήινα.
Ἀλλὰ
ἐπειδὴ ἐξακολουθοῦσε νὰ λάμπει ἀκόμη περισσότερο ἐκεῖνο τὸ φῶς καὶ τοῦ φαινόταν
σὰν ἥλιος ποὺ μεσουρανώντας ἔλαμπε ἀπὸ ψηλά, αἰσθανόταν σὰν νὰ στέκεται στὸ
μέσο τοῦ φωτὸς ποὺ φαινόταν καὶ ὅτι ὁλόκληρος ὁ ἑαυτός του μαζὶ μὲ τὸ σῶμα του
ἦταν γεμάτος ἀπὸ χαρὰ καὶ δάκρυα λόγῳ τῆς γλυκύτητας ποὺ τοῦ προξενοῦσε ἡ
παρουσία του. Παράλληλα ἔβλεπε ὅτι τὸ ἴδιο φῶς κατὰ τρόπο θαυμαστὸ ἦρθε σὲ
ἐπαφὴ μὲ τὸ σῶμα του καὶ σιγά-σιγὰ διαπερνοῦσε τὰ μέλη του. Ἡ ἔκπληξη αὐτῆς τῆς
ὀπτασίας τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν προηγούμενη θεωρία καὶ τὸν ἔκανε νὰ αἰσθάνεται
μόνο αὐτὸ τὸ ἐξαίσιο πράγμα ποὺ συνέβαινε μέσα του. Ἔβλεπε, λοιπόν, ὅτι τὸ φῶς
ἐκεῖνο σιγά-σιγὰ εἰσχώρησε σ’ ὁλόκληρο τὸ σῶμα του, τὴν καρδιὰ καὶ τὰ ἔγκατά
του καὶ τὸν ἔκανε ὁλόκληρο σὰν φωτιὰ καὶ φῶς. Καὶ ὅπως προηγουμένως τὸ οἴκημα,
ἔτσι καὶ τώρα τὸν ἔκανε νὰ χάσει τὴν αἴσθηση τοῦ σχήματος, τῆς θέσεως, τοῦ
βάρους καὶ τῆς μορφῆς τοῦ σώματος καὶ σταμάτησε νὰ κλαίει.
Τότε ἀκούει μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὸ φῶς νὰ τοῦ λέει: «Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο εἶναι ἀποφασισμένο ν’ ἀλλάξουν οἱ Ἅγιοι ποὺ θὰ ζοῦν καὶ θὰ βρίσκονται ἀκόμη ἐδῶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἔσχατης σάλπιγγας, κι ἔτσι μεταμορφωμένοι θ’ ἁρπαγοῦν, ὅπως λέει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος».
Γιὰ πολλὲς ὧρες ὄντας ὁ μακάριος σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση, ἀνυμνώντας μυστικὰ καὶ ἀκατάπαυστα τὸ Θεὸ καὶ κατανοώντας τὴ δόξα ποὺ τὸν περιέβαλλε καὶ τὴν αἰώνια μακαριότητα ποὺ πρόκειται νὰ δοθεῖ στοὺς Ἁγίους, ἄρχισε νὰ σκέφτεται καὶ νὰ μονολογεῖ μέσα του: «Ἄραγε θὰ ξαναγυρίσω πάλι στὴν προηγούμενη κατάσταση τοῦ σώματός μου ἢ θὰ ζήσω ἔτσι συνέχεια;».
Μόλις ἔκανε τὴ σκέψη αὐτή, ἀμέσως αἰσθάνθηκε νὰ περιφέρει τὸ σῶμα του σὰν σκιὰ ἢ σὰν πνεῦμα. Καταλάβαινε ὅτι εἶχε γίνει, ὅπως εἴπαμε, ὁλόκληρος μὲ τὸ σῶμα του φῶς χωρὶς μορφή, χωρὶς σχῆμα καὶ ἄυλο. Καὶ τὸ μὲν σῶμα του τὸ αἰσθανόταν νὰ ὑπάρχει, πλὴν ὅμως χωρὶς ὑλικὲς διαστάσεις καὶ σὰν πνευματικό. Αἰσθανόταν δηλαδὴ νὰ μὴν ἔχει καθόλου βάρος ἢ ὄγκο κι
ἀποροῦσε βλέποντας τὸν ἑαυτό του ποὺ εἶχε σῶμα νὰ εἶναι σὰν ἀσώματος. Καὶ τὸ
φῶς ποὺ λαλοῦσε μέσα του, ὅπως καὶ προηγουμένως, τοῦ ἔλεγε καὶ πάλι: «Τέτοιοι θὰ εἶναι μετὰ τὴν ἀνάσταση στὸν
μέλλοντα αἰώνα ὅλοι οἱ ἅγιοι περιβλημένοι ἀσωμάτως μὲ σώματα πνευματικὰ ἢ
ἐλαφρότερα καὶ λεπτότερα καὶ πιὸ αἰθέρια ἢ παχύτερα καὶ βαρύτερα καὶ πιὸ γεώδη,
ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ καθορισθεῖ γιὰ τὸν καθένα ἡ στάση καὶ ἡ τάξη καὶ ἡ οἰκείωση μὲ
τὸ Θεό».
Αὐτὰ ὅταν ἄκουσε ὁ θεοπτικότατος καὶ θεόληπτος Συμεὼν κι ἀφοῦ εἶδε τὸ ἀνέκφραστο θεϊκὸ φῶς κι εὐχαρίστησε τὸ Θεό, ποὺ δόξασε τὸ γένος μας καὶ τὸ ἔκανε μέτοχο τῆς θεότητας καὶ τῆς βασιλείας Του, ξαναγύρισε πάλι στὸν ἑαυτό του καὶ βρέθηκε ξανὰ μὲς στὸ κελλί του στὴν προηγούμενη ἀνθρώπινη καὶ φυσικὴ κατάσταση. Ὅμως μὲ ὅρκους διαβεβαίωνε ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους εἶχε θάρρος καὶ φανέρωνε τὰ μυστικά του, ὅτι «γιὰ πολλὲς ἡμέρες αἰσθανόμουν αὐτὴ τὴν ἐλαφρότητα τοῦ σώματος χωρὶς νὰ καταλαβαίνω καθόλου οὔτε κόπο, οὔτε πείνα, οὔτε δίψα».
Ἐπειδή, λοιπόν, μὲ αὐτὰ ἑνωνόταν μόνο μὲ τὸ Πνεῦμα κι ἦταν γεμάτος ἀπὸ τὰ θεϊκὰ χαρίσματά Του –καὶ φυσικὰ εἶχε καθαρίσει καὶ ὁ ἴδιος πλήρως τὸ νοῦ του–, ἔβλεπε ὀπτασίες καὶ φρικτὲς ἀποκαλύψεις τοῦ Κυρίου ὅπως παλιὰ οἱ Προφῆτες.
Ἔτσι, ἔχοντας ἀποστολικὴ διάνοια, ἐπειδὴ τὴν ὕπαρξή του κατηύθυνε καὶ κινοῦσε τὸ θεῖο Πνεῦμα, εἶχε καὶ τὸ χάρισμα τοῦ λόγου ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ χείλη του καί, ἐνῷ ἦταν ὅπως κι ἐκεῖνοι ἀγράμματος, θεολόγησε καὶ μὲ τὰ θεόπνευστα συγγράμματά του διδάσκει τοὺς πιστοὺς τὴν ἀκρίβεια τῆς εὐσεβοῦς ζωῆς.
Ἔχοντας ἀνέλθει σ’ ἕνα τέτοιο πνευματικὸ ἐπίπεδο, ἀρχίζει νὰ συγγράφει ἀσκητικοὺς λόγους κατὰ κεφάλαια γιὰ τὶς διάφορες ἀρετὲς καὶ τὰ πάθη ποὺ ἀντίκεινται σ’ αὐτές, ἀπὸ ὅσα αὐτὸς ἔμαθε ἀπὸ τὴν προσωπική του ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ τὴ θεία γνώση ποὺ τοῦ δόθηκε, καὶ περιγράφει μὲ ἀκρίβεια τὴ μοναχικὴ ζωὴ γιὰ ὅσους τὴν ἀσκοῦν καὶ ἔτσι γίνεται γιὰ τὸν ἰσραηλιτικὸ λαὸ τῶν μοναχῶν ποταμὸς Θεοῦ γεμάτος πνευματικὰ νερά.
Σημ.
Ο Νικήτας Στηθάτος εχρημάτισε μαθητής του Οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.
ΠΗΓΗ: Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀπόδοση
στὰ νέα ἑλληνικὰ ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ν. Σμύρνης κ. Συμεών.