Ἡ
ὀμορφιά της εἶναι ἀπερίγραπτη... Συνδυάζει ἄψογα τὸ μέγεθος μὲ
τὴν ἁρμονία τῶν ἀναλογιῶν, χωρὶς καμιὰ ὑπερβολὴ καὶ χωρὶς καμιὰ ἔλλειψη, ὥστε νὰ
ξεπερνᾶ τὸ κοινὸ μέτρο στὴ μεγαλοπρέπεια, χωρὶς ὅμως νὰ θυσιάζει τὴν ἰσορροπία στὴν
ὑπερβολὴ καὶ εἶναι λουσμένη στὸ φῶς καὶ στὶς ἀνταύγειες τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων. Θὰ
μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ, ὅτι δὲν εἶναι ὁ ἥλιος ποὺ φωτίζει ἐξωτερικὰ τὸν χῶρο, ἀλλὰ
ἡ ἴδια ἡ ἐκκλησία εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ φωτός. Τόσος πλοῦτος φωτὸς περιλούει τὸν
ἱερὸ αὐτὸν χῶρο. […]
Ὁλόκληρη
ἡ ὀροφὴ ἔχει ἐπικαλυφθεῖ μὲ καθαρὸ χρυσάφι, συνδυάζοντας τὴν ὀμορφιὰ μὲ τὴν
ἐντυπωσιακὴ μεγαλοπρέπεια, ἀλλὰ
καὶ ἡ λάμψη τῶν πολύτιμων λίθων ἀνταγωνίζεται τὴ λάμψη τοῦ χρυσοῦ... Ποιος θὰ
μποροῦσε νὰ περιγράψει τὸν γυναικωνίτη ἢ τὶς πολυπληθεῖς στοὲς καὶ τὶς
περίστυλες ἁψίδες μὲ τὶς ὁποῖες περιβάλλεται ὁ ναός; Καὶ ποιος θὰ μποροῦσε νὰ
μετρήσει τὴν ὀμορφιὰ τῶν κιόνων καὶ τῶν λίθων, ποὺ στολίζουν τὸν
ναό; Εἶναι σὰν νὰ βρέθηκε κάποιος σὲ ἕνα λιβάδι γεμάτο λουλούδια. Θὰ μποροῦσε ἀσφαλῶς
νὰ θαυμάσει σὲ ἄλλους (κίονες) τὸ πορφυρένιο χρῶμα, σὲ ἄλλους τὸ πράσινο, σὲ
ἄλλους τὸ ἀνοικτὸ κόκκινο, σὲ ἄλλους τὸ λευκό, κι ἀκόμη σὲ ἄλλους τὶς χρωματικὲς
ἀντιθέσεις, σὰν νὰ τὶς ζωγράφισε ἡ ἴδια ἡ φύση.
Αὐτοὶ
ποὺ ἔρχονται στὸν ναὸ νὰ προσευχηθοῦν, καταλαβαίνουν ἀμέσως
ὅτι αὐτὸ τὸ ἔργο καλλιτεχνήθηκε ὄχι ἀπὸ ἀνθρώπινη δύναμη ἢ τέχνη, ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη
τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ὁ νοῦς ἀνυψώνεται ἀνάερος πρὸς τὸν Θεὸ καὶ νομίζει πὼς Ἐκεῖνος δὲν
βρίσκεται μακριά, ἀλλὰ κατοικεῖ σ’ αὐτὸν τὸν ναὸ ποὺ ὁ Ἴδιος διάλεξε. Κι αὐτὸ δὲν
συμβαίνει μόνο στὴν πρώτη ἐπίσκεψη, ἀλλὰ ὅσες φορὲς κι ἂν τὸν ἐπισκεφθεῖ κανεὶς
εἶναι σὰν νὰ τὸν βλέπει γιὰ πρώτη φορά. Κανεὶς ποτὲ δὲν χόρτασε νὰ βλέπει αὐτὸ τὸ
θέαμα, ἀλλὰ κι ὅταν ἐπισκέπτονται τὸ ἱερὸ οἱ ἄνθρωποι τὸ χαίρονται γιὰ ὅσα βλέπουν,
κι ὅταν φεύγουν μακριὰ καμαρώνουν νὰ διηγοῦνται γιὰ τὸν ναό.
ΠΗΓΗ
: ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΩΣ, «ΠΕΡΙ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ»
(6ος αἰ.), σὲ μετάφραση Θεοχάρη Δετοράκη.