Δεν θα πω τίποτα για τον Γέρο,εκτός ίσως απο το βοήθα,βοήθα να νιώσουμε αυτό που ένιωθες εσυ για την πατρίδα και την πίστη!
Δεν θα πω ξύπνα,ξύπνα να μας οδηγήσεις.ΟΧΙ!
Τον αγώνα σου σου τον έδωσες,τον έδωσες μεσα απο την καρδιά σου και κόντεψαν να σε σκοτώσουνε ως προδότη!
Εμείς είμαστε που πρέπει να ξυπνησουμε λοιπόν,όχι εσυ.
51 χρονών ήσουνα,δεν είπες εγω γέρασα,να πάνε οι νεώτεροι.
Ούτε όταν ήσουν μικρός φοβήθηκες και είπες,καλύτερα να φύγω κάπου καλύτερα να κάνω οικογένεια και να ζήσω την ζωή μου.
Η ζωή σου ήταν μια θυσία,θυσιάστηκαν οι συγγενείς σου,θυσιάστηκαν τα παιδιά σου και την στιγμή που σε καταδίκασαν σε θάνατο,το μόνο που είπες ήτανε
-Κύριε ελέησον! Μνήσθητι μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου…
-Αντίκρυσα, τους λέει, τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε και τώρα τον φοβάμαι.
Ενα θέλω να πεις μόνο και να το πεις σε Εκείνη που το είπες πριν 2 αιώνες περίπου εκεί στο Χρυσοβίτσι,όταν έκλαιγες την Ελλάδα:
"Παναγιά μου,βοήθησε και τούτην την φορά τους Έλληνες δια να εμψυχωθούν!"
Και μετά να υψώσεις την φωνή σου να σε ακούσουν όλοι οι Έλληνες σήμερα να ξαναλές:
"...οχι τα άψυχα δέντρα,οχι τα κλαδιά να μας κόψης,οχι τα δέντρα,όχι τα σπίτια που μας έκαψες,μόνο πέτρα επάνω στην πέτρα να μην μείνη,ημείς δεν προσκυνούμεν.Τι τα δέντρα μας αν κόψης και κάψης την γην,δεν θελει την σηκώσης και η ίδια η γης που τα έθρεψε,αυτή η ίδια γη μενει δική μας και τα ματακάνει.Μόνο ένας Έλληνας να μείνη,πάντα θα πολεμούμε και μην ελπίζης πως την γην μας,θα την κάνεις δική σου,βγάλτο απο το νού σου."
Κλείνω με τα τελευταία λόγια του γέρου στα απομνημονεύματα του Τερτσέτη:
"Ολες τές ήμέρες, Πανάγαθε, Πανάγιε, σού είναι άρεστή ή δέησις τού Χριστιανού, άλλά
μάλλον είς τήν σημερινήν, είς τήν μεθαυριανήν πανήγυριν πού σού ένθυμίζουν τές ήμέρες
έκείνες, όταν οî Έλληνες Χριστιανοί μαζί μέ τά δάκρυα τής δεήσεως öσμιξαν τόν ιδρωτα
τών πολεμικών κινδύνων διά τήν δόξαν σου. Δός μας φώτισιν, Θεέ, νά σέ έννοούμεν, στερέωσέ μας νά πιστεύομεν ότι οι εύλογίες σου πέφτουν είς τά δίκαια έθνη, τά άνόσια άποστρέφεσαι. Καί αν άργείς, δέν λησμονείς. Αναψε φανόν γνώσεως είς τά στήθη μας, οτι ζωή χω-
ρίς τίμια καί γενναία έργα δέν είναι ζωή, δέν έχει ούτε όνομα, ούτε άξία, άλλά είναι μαρα-
σμός, θάνατος, έγκλημα. Ενδυμένοι τές άκτίνες τής σοφίας σου, έσύ θά είσαι ό πατέρας μας,
καί ήμείς τά τέκνα σου»."
Δεν θα πω ξύπνα,ξύπνα να μας οδηγήσεις.ΟΧΙ!
Τον αγώνα σου σου τον έδωσες,τον έδωσες μεσα απο την καρδιά σου και κόντεψαν να σε σκοτώσουνε ως προδότη!
Εμείς είμαστε που πρέπει να ξυπνησουμε λοιπόν,όχι εσυ.
51 χρονών ήσουνα,δεν είπες εγω γέρασα,να πάνε οι νεώτεροι.
Ούτε όταν ήσουν μικρός φοβήθηκες και είπες,καλύτερα να φύγω κάπου καλύτερα να κάνω οικογένεια και να ζήσω την ζωή μου.
Η ζωή σου ήταν μια θυσία,θυσιάστηκαν οι συγγενείς σου,θυσιάστηκαν τα παιδιά σου και την στιγμή που σε καταδίκασαν σε θάνατο,το μόνο που είπες ήτανε
-Κύριε ελέησον! Μνήσθητι μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου…
-Αντίκρυσα, τους λέει, τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε και τώρα τον φοβάμαι.
Ενα θέλω να πεις μόνο και να το πεις σε Εκείνη που το είπες πριν 2 αιώνες περίπου εκεί στο Χρυσοβίτσι,όταν έκλαιγες την Ελλάδα:
"Παναγιά μου,βοήθησε και τούτην την φορά τους Έλληνες δια να εμψυχωθούν!"
Και μετά να υψώσεις την φωνή σου να σε ακούσουν όλοι οι Έλληνες σήμερα να ξαναλές:
"...οχι τα άψυχα δέντρα,οχι τα κλαδιά να μας κόψης,οχι τα δέντρα,όχι τα σπίτια που μας έκαψες,μόνο πέτρα επάνω στην πέτρα να μην μείνη,ημείς δεν προσκυνούμεν.Τι τα δέντρα μας αν κόψης και κάψης την γην,δεν θελει την σηκώσης και η ίδια η γης που τα έθρεψε,αυτή η ίδια γη μενει δική μας και τα ματακάνει.Μόνο ένας Έλληνας να μείνη,πάντα θα πολεμούμε και μην ελπίζης πως την γην μας,θα την κάνεις δική σου,βγάλτο απο το νού σου."
Κλείνω με τα τελευταία λόγια του γέρου στα απομνημονεύματα του Τερτσέτη:
"Ολες τές ήμέρες, Πανάγαθε, Πανάγιε, σού είναι άρεστή ή δέησις τού Χριστιανού, άλλά
μάλλον είς τήν σημερινήν, είς τήν μεθαυριανήν πανήγυριν πού σού ένθυμίζουν τές ήμέρες
έκείνες, όταν οî Έλληνες Χριστιανοί μαζί μέ τά δάκρυα τής δεήσεως öσμιξαν τόν ιδρωτα
τών πολεμικών κινδύνων διά τήν δόξαν σου. Δός μας φώτισιν, Θεέ, νά σέ έννοούμεν, στερέωσέ μας νά πιστεύομεν ότι οι εύλογίες σου πέφτουν είς τά δίκαια έθνη, τά άνόσια άποστρέφεσαι. Καί αν άργείς, δέν λησμονείς. Αναψε φανόν γνώσεως είς τά στήθη μας, οτι ζωή χω-
ρίς τίμια καί γενναία έργα δέν είναι ζωή, δέν έχει ούτε όνομα, ούτε άξία, άλλά είναι μαρα-
σμός, θάνατος, έγκλημα. Ενδυμένοι τές άκτίνες τής σοφίας σου, έσύ θά είσαι ό πατέρας μας,
καί ήμείς τά τέκνα σου»."