ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΩΝ ΔΡΑΜΑΤΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ: ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ, ΜΕΓΑ ΣΠΗΛΑΙΟ, ΑΓΙΑ ΛΑΥΡΑ
Είθισται τέτοιες θλιβερές Επετείους, είτε να τις θυμόμαστε
φευγαλέα, είτε καθόλου, είτε επειδή “έτσι πρέπει”, για να
κάνουμε…αγγαρεία: Κι όμως, αν κάθε Έλληνας και Ελληνίδα μάθαινε
στοιχειωδώς την Ιστορία αυτού του τόπου και σεβόταν τους ηρωϊκούς
νεκρούς και μάρτυρες, δεν θα μπορούσε κανείς, ούτε ξένος ούτε εγχώριος
προδότης, να την “ξαναγράψει” ή να τη μηδενίσει.
Σήμερα, συμπληρώνονται 69 χρόνια από ένα από τα μεγαλύτερα
εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, στην μακραίωνη Ιστορία της: Το
ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ των Καλαβρύτων.
Βάζουμε τη λέξη με
κεφαλαία, γιατί δυστυχώς κάποιοι ξεχνούν εύκολα τα ελληνικά
Ολοκαυτώματα, ενώ ευχαρίστως ενθυμούνται με…συγκίνηση αυτά άλλων λαών.
Είναι η επιλεκτική λήθη και μνήμη που χαρακτηρίζει την εποχή μας.
Οι Γερμανοναζί λοιπόν, έκαψαν τα Καλάβρυτα. Σκότωσαν όλους τους
άρρενες κατοίκους τους. Πόσοι όμως ξέρουν ότι δεν αρκέστηκαν εκεί; Ότι
σκόρπισαν τον τρόμο σε ολόκληρη την περιοχή; Ότι ΠΥΡΠΟΛΗΣΑΝ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ
ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΕΣΦΑΞΑΝ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΥΣ; Κάνοντάς δηλαδή ότι και οι
Τούρκοι, στην ίδια περιοχή, έναν αιώνα περίπου μετά;
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά:Η διαταγή για
την «Επιχείρηση Καλάβρυτα» (Untermehmen Kalawrita) υπογράφηκε στις
25/11/1943 (Op. No 1296/43) από τον διοικητή της 117 Μεραρχίας Κυνηγών
υποστράτηγο Καρλ Φον Λε Σουίρ (Karl von Le Suire). Σκοπός της
επιχείρησης ήταν η τρομοκρατία του πληθυσμού με εκτελέσεις αμάχων και
λεηλασίες, η πυρπόληση σπιτιών και η εκκαθάριση του ορεινού όγκου του
Χελμού από αντιστασιακές ομάδες.
Η ΓΕΡΜΑΝΟΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΚΤΗΝΩΔΙΑ ΣΤΟ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ ΤΗΣ: Μέχρι και
τους προσκυνητές (!!!) έριξαν στον γκρεμό οι βαρβαροπίθηκοι Ούννοι, μαζί
με τους Μοναχούς και τους υπαλλήλους της Μονής Μεγάλου Σπηλαίου
Αποκορύφωμα της επιχείρησης ήταν, στις 13/12, η λεηλασία,
πυρπόληση και ολοκληρωτική καταστροφή των Καλαβρύτων και, τέλος, η
εκτέλεση όλου του ανδρικού πληθυσμού της πόλης, από 14 χρονών και πάνω,
στη Ράχη του Καππή. Το ολοκαύτωμα συνεχίστηκε και την επόμενη ημέρα στο
χωριό Βυσωκά και στο ιστορικό Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, όπου και
έπεσε η αυλαία της επιχείρησης. Στο υπ’ αρ. 1595/43 απόρρητο σήμα της
117 Μεραρχίας Καταδρομών καταγράφεται ο τελικός απολογισμός της
«Επιχείρησης Καλάβρυτα» ως εξής:
- Καταστράφηκαν ολοκληρωτικά τα κάτωθι χωριά: Ρωγοί, Κερπινή, Σιδηροδρομικός Σταθμός Κερπινής, Ανω Ζαχλωρού, Κάτω Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Καλάβρυτα, Μονή Μεγάλου Σπηλαίου, Μονή Αγίας Λαύρας, Αγία Κυριακή, Αυλές, Βυσωκά, Φτέρη, Κλαπατσούνα (Πλατανιώτισσα), Πυργάκι, Βάλτσα, Μελίσσια, Μονή Ομπλού, Λαπαναγοί, Μάζι, Μαζέικα, Παγκράτι, Μορόχωβα, Δερβένι, Βάλτος, Πλανητέρου, Καλύβια.
- 696 Έλληνες εκτελέστηκαν.
Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων
Οι Γερμανοί εισήλθαν στα Καλάβρυτα στις 9 Δεκεμβρίου 1943. Την
έντονη ανησυχία των κατοίκων κατεύνασαν οι διαβεβαιώσεις του Γερμανού
διοικητή ότι δε θα διέτρεχαν κανένα κίνδυνο. Μάλιστα ορισμένοι
Καλαβρυτινοί που είχαν εγκαταλείψει την πόλη από το φόβο αντιποίνων
επέστρεψαν στα σπίτια τους. Όμως, το πρωί της 13ης
Δεκεμβρίου, ημέρα Δευτέρα, χτύπησαν οι καμπάνες της κεντρικής εκκλησίας
και δόθηκε διαταγή να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στο δημοτικό
σχολείο, αφού πάρουν μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα μιας ημέρας. Στη
συνέχεια, οι γυναίκες, τα παιδιά και οι λιγοστοί υπερήλικες της πόλης
κλείστηκαν σε αίθουσες διδασκαλίας, ενώ όλοι οι άνδρες από 14 έως 65
ετών οδηγήθηκαν σε φάλαγγες σε κοντινή επικλινή τοποθεσία, τη Ράχη του
Καππή. Ο χώρος ήταν προσεκτικά επιλεγμένος, καθώς η αμφιθεατρική του
διαμόρφωση δε θα επέτρεπε σε κανέναν να γλιτώσει από τις ριπές των
πολυβόλων που είχαν τοποθετηθεί περιμετρικά.
Λίγο αργότερα ξεκίνησε η πυρπόληση των Καλαβρύτων. Ολόκληρη η
πόλη παραδινόταν στις φλόγες, ενώ η φωτιά πλησίαζε απειλητικά στο
κτήριο του σχολείου, το οποίο φρουρούσαν πάνοπλοι Γερμανοί στρατιώτες.
Την ίδια στιγμή ο οδοντωτός σιδηρόδρομος κατηφόριζε με τις σοδιές από
τις λεηλασίες των Γερμανών σε σπίτια, καταστήματα και αποθήκες, απ’ όπου
άρπαξαν ό,τι πολύτιμο υπήρχε. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, με τη ρίψη
φωτοβολίδων, δόθηκε το σύνθημα της εκτέλεσης. Το εκτελεστικό απόσπασμα
αποτελούσαν 35 Γερμανοί στρατιώτες και η διαταγή δόθηκε από τον
Γερμανό δεκανέα Τένερ (Κόνραντ Ντένερτ (Konrad Diphnert). Οι ριπές των
πολυβόλων θέρισαν τους Καλαβρυτινούς. Το έγκλημα ολοκληρώθηκε με τις
χαριστικές βολές στους επιζώντες. Τελικά, διασώθηκαν 13 άτομα που
«θάφτηκαν» κάτω από τα σώματα των εκτελεσθέντων.
Στο δημοτικό σχολείο τα γυναικόπαιδα έζησαν στιγμές αγωνίας και
τρόμου, καθώς οι φλόγες έζωναν το κτήριο. Σπάζοντας πόρτες και
παράθυρα κατάφεραν να ξεφύγουν και αναζήτησαν τους οικείους τους.
Ανηφορίζοντας προς τον αγρό όπου οι Γερμανοί είχαν οδηγήσει τους άνδρες
αντίκρισαν το φρικιαστικό θέαμα πατεράδων, γιων και αδελφών που
κείτονταν νεκροί. Μια άμορφη μάζα, πλημμυρισμένη στο αίμα. Τα νιάτα, οι
δημιουργικές δυνάμεις της πόλης, περιουσίες και κόποι ετών αφανίστηκαν
στις 14.34 της 13ης Δεκεμβρίου 1943, όπως δείχνουν οι
δείκτες του σταματημένου ρολογιού της εκκλησίας. Το δράμα ολοκληρώθηκε,
τις επόμενες ημέρες, με τις Καλαβρυτινές να σκάβουν πρόχειρους τάφους
για να θάψουν τους νεκρούς τους. Με τις κουβέρτες που είχαν μαζί τους,
μετέφεραν ορισμένους στο νεκροταφείο, ενώ άλλους τους έθαψαν στο λόφο.
Μαρτυρία του Νίκου Φερλελή, από τους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων:
«Εκεί που καθόμασταν στη λάκκα [το μέρος που είχαν συγκεντρώσει τους άντρες]
όλοι οι άντρες, μας έκαναν νόημα να σηκωθούμε. Και μόλις έπεσαν οι
φωτοβολίδες, άρχισαν να μας “θερίζουν” με τα μυδράλλια. Όταν πέσαμε
όλοι, πλησίασαν οι Γερμανοί με τα πόδια να βουλιάζουν στο αίμα και σ’
έναν-έναν έδιναν τη χαριστική βολή. Εγώ είχα μείνει ζωντανός. Δυο
αδέρφια ακόμα και κάποιοι άλλοι δίπλα μου. Μιαμιάμισυ ώρα είχε κρατήσει η
εκτέλεση κι άλλες δυο και περισσότερο η χαριστική βολή. Είχα ένα
γείτονα που ζούσε ακόμα και μου λέει: έρχεται η σειρά μας. Εμένα είχε
πιαστεί, η αναπνoή και δεν μπορούσα να μιλήσω. Φτάνoυν σε μας, δίνουν
δυo πιστoλιές στο γείτονά μου, στο κεφάλι – τον αποτέλειωσαν. Πετάχτηκαν
τα αίματά του απάνω μου. Εμένα, όπως είχα το χέρι στο κεφάλι, μου
δίνουν μια πιστολιά, η σφαίρα τρύπησε το χέρι μου και με λάβωσε στο
μέτωπο. Λέω – πάλι τη γλύτωσα. Δεν πέθανα. Μετά από καμιά δεκαριά λεπτά,
έρχεται άλλος, με γραπώνει απ’ το γιακά, μου γυρίζει το πρόσωπο και μου
δίνει άλλη μια πιστολιά. Να εδώ, στην κoρφή. Έμεινα για λίγο
αναίσθητος. Είχα μουδιάσει ολόκληρος. Τέλος φύγανε. Ανασηκώθηκα τότε
ανάμεσα στους σκοτωμένους, κοιτάω και βλέπω από κείνο το δρομάκι εκεί
ερχόταν η μάνα μου. Μου λέει – πού είναι οι άλλοι; Είχα άλλα δυο
αδέρφια, το Βασίλη και τον Κίμωνα. Bρήκαμε τον έναν, ύστερα και τον
άλλον σκοτωμένους. Έφυγα από κει, και θυμάμαι πάταγα μέσ’ στο αίμα και
το πόδι μου βούλιαζε ως το γόνα. Το αίμα κύλαγε ποτάμι, είχε φτάσει ως
κάτω στο δρόμο …».