Στ' όνομα λέω του Θεού και το σταυρό μου κάνω
Τη θεία χάρη Του ζητώ να φέξει στο μυαλό μου
Πατέρας είναι στοργικός και θέλει το καλό μου.
Πόλεμο να κηρύξομε κατά τ' απατεώνα,
το Γολιάθ να ρίξομε κάτω με τη σφεντόνα.
Πίσω να μην κοιτάζομε, μπροστά να προχωρούμε,
να βγούμε στ' όρος το Θαβώρ να μεταμορφωθούμε.
Ό,τι μπορεί καθένας μας για το Θεό να πράξει
και την αθάνατη ψυχή, αλλιώς δεν ειν' εντάξει.
Με πίστη κι αυταπάρνηση ν' αγωνιστούμε πρέπει,
ο αγωνιστής το στόχο του συνέχεια να βλέπει.
Συγχώρεσέ με αγαπητέ στο κόπο ανε σε βάνω
για το Θεό και την ψυχή και για καλό το κάνω.
Και μ' ένα λόγο του κανείς μπορεί να βοηθήσει,
μόνο για την κατάκριση το στόμα του να κλείσει.
Λόγια που είναι άπρεπα στους άλλους να μη λέμε
αφού να μας φερθούν κι αυτοί ανάλογα δε θέμε.
Όσοι 'ναι φίλοι του Χριστού τα πάθη τους σταυρώνουν,
πονούνε κι υποφέρουνε, μα τσ' άλλους δεν πληγώνουν.
Δεν κοροϊδεύεται ο Θεός δε μοιάζει των ανθρώπω,
που ο ένας τον άλλο ξεγελά με το δικό του τρόπο.
Ό,τι θα σπείρει ο άνθρωπος και να θερίσει θέλει
κι απ' τον κηφήνα ας μη ζητά κανείς να πάρει μέλι.
Από τις αμαρτίες μας έχομε γίνει ράκος
κι έχει ανοιχτό το στόμα του και φοβερίζει ο δράκος.
Ο ελεήμονας Θεός καλεί μας στο τραπέζι
το "όποιος θέλει" λέει μας κανένα δεν πιέζει.
Όποιος δεν θέλει ένα σωρό αιτίες αραδιάζει
για παντρειγιές και για αγρούς και βόδια κουβεντιάζει.
Τον κόσμο αυτό οι αισθήσεις μας έχουνε συνηθίσει
ωσάν τη βδέλα έχει ο νους επάνω του κολλήσει.
Στου Παραδείσου τσ' ομορφιές θα ζει η ψυχή αιώνια
ότι να 'ρθει η άνοιξη να λιώσουνε τα χιόνια.
Εκεί είν' η κατοικία μας που δεν χαλά ποτέ της
εδώ που ζούμε πρόσκαιρα ο κόσμος είναι ψεύτης.
Σήμερα ζει ο άνθρωπος κι αύριο δεν υπάρχει
σε τέτοιο κόσμο είναι σωστό κανείς ελπίδα να 'χει;
Το σώμα το χωμάτινο πάει στο νεκροταφείο
μα η ψυχή πετά ψηλά και λέει του "αντίο".
Αν εσυνεργαστήκανε κι είχανε καλές σχέσεις
θα βρει το σώμα ανάπαυση και η ψυχή ανέσεις.
Με του Χριστού τον ερχομό γίναν' όλα καινούργια
γι' αυτό πρέπει ν' αφήσομε τα παλαιά μας χούγια.
Τα παλαιά περάσανε το "ό,τι σου κάνουν κάνε"
τώρα οι Αγίοι γίνονται χώμα και τους πατάνε.
Κανένας να μην καυχηθεί πως έχει εξυπνάδα
ψηλά ανεβαίνει κι ο καπνός από την καμινάδα.
Με πίστη και ταπείνωση και κόπο και ιδρώτα
και προσευχή ανοίγεται του Παραδείσου η πόρτα.
Άμα ταπεινωθεί κανείς και το "εγώ" του θάψει
και τον παλιό του εαυτό τον πεθαμένο κλάψει,
τον ανασταίνει ο Χριστός και του χαρίζει δώρα
και γίνεται η πορεία του στον κόσμο καρποφόρα.
Τότε το μέλλον της ψυχής είν' εξασφαλισμένο
και γιατί να 'μαστε δειλοί; Δεν το καταλαβαίνω.
Όσο κι αν φαίνεται σκληρό και κάποιων δεν αρέσει
με κόπο στον Παράδεισο μπορείς να πιάσεις θέση.
Αντώνιος Χ. Σαριδάκης.
Από το βιβλίο "Σταυρός και Ανάσταση"
Επιμέλεια Έκτακτο Παράρτημα.