(αναδημοσίευση από το Istoria.gr).
Ο ωραίος και αθλητικός
γιος του Κωνσταντίνου και της Σοφίας, στον οποίο επιβλήθηκε να
βασιλεύσει μετά τον Διχασμό, την πρώτη εξορία του πατέρα του και κατά τη
διάρκεια της νικηφόρας «εξόδου» της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο
στο πλευρό των Συμμάχων (έξοχος πολιτικός ελιγμός του πρωθυπουργού
Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος, αφενός μεν ήθελε να «κατευνάσει» την
οργή των Αγγλογάλλων κατά του γερμανόφιλου...
βασιλιά Κωνσταντίνου, αφετέρου δε να κρατήσει «ζωντανή» τη συνταγματική μοναρχία στη χώρα μας, στο πρόσωπο ενός βασιλικού γόνου, διατεθειμένου να ακολουθήσει τη φιλοσυμμαχική πολιτική του) έμελλε να έχει απρόβλεπτο, «παράλογο» και τραγικό θάνατο.
βασιλιά Κωνσταντίνου, αφετέρου δε να κρατήσει «ζωντανή» τη συνταγματική μοναρχία στη χώρα μας, στο πρόσωπο ενός βασιλικού γόνου, διατεθειμένου να ακολουθήσει τη φιλοσυμμαχική πολιτική του) έμελλε να έχει απρόβλεπτο, «παράλογο» και τραγικό θάνατο.
Όλα άρχισαν ένα γελαστό πρωινό (17/30 Σεπτ. 1920) στο κτήμα του Τατοΐου.
Ο Αλέξανδρος,
ευτυχισμένος όσο ποτέ άλλοτε (είχε συμμετάσχει στα επινίκια μια νίκης
των ελληνικών όπλων στην οποία είχε συμβάλει, είχε νυμφευθεί την
αγαπημένη του αστή Ασπασία Μάνου, την «Μπίκα» του, με «κρυφό» γάμο και
ανεμένετο να γίνει πατέρας σε λίγους μήνες· υπάρχει σχετική φωτογραφία
σε παραλία των Σπετσών, στην οποία φαίνεται καθαρά ότι η «Μπίκα» είναι
έγκυος) έκανε τον συνηθισμένο περίπατό του με την «Πακάρ» του, στο πίσω
κάθισμα της οποίας ορθωνόταν υπερήφανο το αγαπημένο του αλσατικό
λυκόσκυλο, ο «Φριτς», δώρο των Άγγλων στρατιωτών του βαλκανικού μετώπου
προς τον βασιλέα. Είχε προηγηθεί ένα άγριο μάλωμα του Φριτς από το
αφεντικό του, γιατί το λυκόσκυλο, παίζοντας τρελά, είχε παρασύρει και
είχε σπάσει τον μεγάλο καθρέπτη του υπνοδωματίου του νεαρού άνακτα.
Τώρα, όμως, άνθρωπος και ζώο είχαν συμφιλιωθεί και απολάμβαναν τον
περίπατό τους. Το πεπρωμένο του βασιλιά τον οδηγεί στο ξύλινο σπιτάκι
του Γερμανού Στουρμ, επόπτη του βασιλικού κτήματος. Ξαφνικά ο Φριτς
πηδάει στο έδαφος και ορμάει εναντίον μιας θηλυκιάς μαϊμούς, ράτσας
μαγώτος (magotos).
Ο Αλέξανδρος κινείται
αποφασιστικά να αποσπάσει τη μαϊμουδίτσα από το στόμα του λυκόσκυλου.
Και τότε αισθάνεται ένα δυνατό πόνο ψηλά στην αριστερή γάμπα (τη
γαστροκνημία, όπως την ονομάζει ο γιατρός βιογράφος του Αλέξ. Λ.
Ζαούσης). Ήταν ο αρσενικός μαγώτος, ο Μόριτς, που όρμησε εξαγριωμένος να
υπερασπιστεί την «αγαπημένη» του. Ο Αλέξανδρος έσπρωξε βίαια τη μαϊμού
και αυτή τον δαγκώνει και στο χέρι. Ο βασιλιάς σφαδάζει από τους πόνους.
Το τραύμα στο χέρι είναι
επιπόλαιο. Η δαγκωματιά όμως στο πόδι από τα δρεπανοειδή και μολυσμένα
δόντια του Μόριτς είναι βαθιά και επικίνδυνη, όπως αποδείχθηκε. Το
εξαγριωμένο ζώο του είχε μασήσει τη σάρκα. Ο Στουρμ σπεύδει και αποσπά
τον μαγώτο από το κορμί του κάτωχρου βασιλιά που αισθάνεται δυνατούς
πόνους. Ο Αλέξανδρος μεταφέρεται πρώτα στη «βίλα Στουρμ», όπου του
προσφέρονται οι πρώτες βοήθειες κι έπειτα στην κρεβατοκάμαρά του στα
Ανάκτορα Τατοΐου. Το τραύμα του ποδιού αιμορραγεί ακατάσχετα. Φροντίδα
του βασιλιά είναι να μη διαρρεύσει το συμβάν και περιπέσει στη χλεύη
εκείνων που θα ήσαν πρόθυμοι να σαρκάσουν το κωμικοτραγικό γεγονός ότι
τον εστεμμένο τον δάγκωσε μαϊμού.
Τηλεφωνεί μονάχα στον
έμπιστό του υπολοχαγό Στέφανο Μεταξά και του ζητάει να του φέρει ένα
γιατρό με άφθονο επιδεσμικό υλικό. Ο Μέρμηγκας, διακεκριμένος καθηγητής
της χειρουργικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (με λαμπρές σπουδές στη
Γερμανία), φτάνει στο Τατόι και εξετάζει προσεκτικά τα τραύματα παρουσία
και της Ασπασίας, η οποία έχει ειδοποιηθεί από το σπίτι του Ζαλοκώστα
και έχει ανεβεί κι αυτή, ανήσυχη σφόδρα, στα ανάκτορα.
Ο Μέρμηγκας πλένει τα
τραύματα με οινόπνευμα και βενζίνη που εθεωρείτο ως άριστο αντισηπτικό
και συμμαζεύει τις πολτοποιημένες μυικές μάζες με γάζες εμποτισμένες στο
ιώδιο. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να κάνει σε μιαν εποχή που δεν
υπήρχαν αντιβιοτικά. Το τραύμα του ποδιού παρουσιάζει φοβερή όψη με τις
πολτοποιημένες σάρκες και τους «μασημένους» τένοντες. Ο νεαρός βασιλιάς
έχει μπει σε μια επικίνδυνη περιπέτεια, η οποία, παρά τις σχεδόν
υπεράνθρωπες προσπάθειες της επιστήμης, θα τον οδηγήσει στον θάνατο.
Δίνουμε όσο γίνεται πιο
προσεκτικά τα βασικότερα στοιχεία τούτης της πορείας που κράτησε σε
αγωνιώδη διέγερση το βασιλικό περιβάλλον, τους αυλικούς, τον ιατρικό
κόσμο της Ελλάδας, αλλά και της Εσπερίας, την πολιτική ηγεσία και φυσικά
τον ελληνικό λαό, που στην αρχή από ακριτομύθιες και στη συνέχεια από
επίσημα ανακοινωθέντα παρακολουθεί συγκλονισμένος την περιπέτεια της
υγείας του λαοφιλούς βασιλιά Αλέξανδρου. Πηγή μας το βιβλίο του Αλέξ. Λ.
Ζαούση «Αλέξανδρος και Ασπασία», 1915-1920, Εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα
2002, όπου αξιοποιείται μια προγενέστερη πλούσια βιβλιογραφία.
Πρώτη νύχτα μετά το
δάγκωμα: Ο Αλέξανδρος ξυπνάει από τους πόνους, αλλά το πρωί είναι
απύρετος. Η μόνη αιτία ανησυχίας του γιατρού Μέρμηγκα η κάποια
ερυθρότητα που διαπιστώνει, όταν αλλάζει τους επιδέσμους του τραύματος.
Τις τρεις επόμενες νύχτες: Ο ασθενής παρουσιάζει ανερχόμενο πυρετό που φτάνει ως τους 39ο .
Την πέμπτη ημέρα:
Αναβλύζει από το τραύμα πύον. Για τον γιατρό, αυτό θεωρείται κακό
σημάδι. Το μαθαίνει η κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο Ελευθέριος Βενιζέλος,
που έχει αδυναμία στον άνακτα, και καλείται συνέδριο με του κορυφαίους
γιατρούς της χώρας (πέντε γιατροί στην αρχή και κατόπιν οκτώ). Κάθε μέρα
το ιατρικό συμβούλιο εκδίδει δελτίο που δημοσιεύεται στον Τύπο. Η
περιγραφή της νόσου είναι ακριβής αλλά υπάρχει πάντα και μια νότα
αισιοδοξίας. Κατά τους μεγαλογιατρούς ο πυρετός και τα άλλα συμπτώματα
οφείλονται σε περιορισμένη τοπική μόλυνση.
Ο μικροβιολόγος
καθηγητής Κων. Σάββας εντοπίζει μέσα στο πύον και απομονώνει το μικρόβιο
του στρεπτόκοκκου. Στο μεταξύ η φλεγμονή έχει αρχίσει να απλώνεται προς
τους βουβωνικούς λεμφαδένες, τις λεγόμενες «ελιές» και οι χειρουργοί
αναγκάζονται να διευρύνουν τα τραύμα της γάμπας, κάθε φορά και πιο πολύ.
Οι οδυνηρές αυτές επεμβάσεις θα καταντήσουν εφιάλτης για τον ασθενή.
Δυο μέρες υστερότερα: Ο
πυρετός φθάνει τους 40ο, ενώ η φλεγμονή δεν υποχωρεί, όπως αναμενόταν.
Και τότε ο γιατρός Φωκάς εκφράζει τις υποψίες του, ό,τι ακριβώς δεν
ήθελαν να ακούσουν οι γιατροί του ιατρικού συμβουλίου: «Κύριοι,
βρισκόμαστε ενώπιον αρχομένης σηψαιμίας!». Αντιμετωπίζεται το ενδεχόμενο
να κόψουν το πόδι του πιο ωραίου εστεμμένου της Ελλάδας, αλλά πρώτη
αντιδρά η Ασπασία που δεν έχει λείψει στιγμή από το πλευρό του
Αλέξανδρου, φορώντας λευκή στολή νοσοκόμας. Κυριολεκτικά είναι ο λευκός
του, ο παρήγορός του άγγελος.
Σε τούτη την κρίσιμη
φάση ο πιστός φίλος του Αλέξανδρου, Χρήστος Ζαλοκώστας, αναλαμβάνει
πρωτοβουλίες. Σπεύδει στο σπίτι του Βενιζέλου και του εξηγεί λεπτομερώς
την κατάσταση. Ο πρωθυπουργός διατάσσει να κληθεί επειγόντως από το
Παρίσι ο Γάλλος καθηγητής Φερδινάνδος Βιντάλ, ειδικός στις λοιμώξεις.
Δεκατρείς ημέρες μετά
την εκδήλωση της νόσου: Φτάνει στο Τατόι, με ελληνικό αντιτορπιλικό,
μέσω Μπρίντιζι, ο Βιντάλ. Εξετάζει αμέσως τον Αλέξανδρο, ο οποίος
παραδόξως την ημέρα εκείνη, παρουσιάζει μιαν έντονη αναλαμπή. Ο
Παριζιάνος, όμως, γιατρός δεν ξεγελιέται. Στη συνάντηση με τους
συναδέλφους του τους δηλώνει απερίφραστα ότι ο βασιλιάς δεν πρόκειται να
ζήσει περισσότερο από τέσσερις ημέρες. Ο Βιντάλ βέβαια δεν μένει με
σταυρωμένα χέρια. Εφαρμόζει τη μέθοδο του «αυτοεμβολίου», εμβολίου
δηλαδή από το πύον του ασθενούς προς παραγωγή αντισωμάτων, που όμως
αποτυγχάνει.
Εικοστή τρίτη ημέρα (10
Οκτωβρίου 1920 με το παλιό ημερολόγιο): Μετακαλείται ένας ακόμη
σπουδαίος γιατρός της Εσπερίας, ο καθηγητής ― χειρουργός Πιερ Ντελμπέ. Ο
Ντελμπέ βρίσκει τον Αλέξανδρο σε απελπτιστική κατάσταση. Η σηψαιμία
έχει προσβάλει και τον ένα πνεύμονά του. Κάνει συνεχώς αιμοπτύσεις. Ο
Ντελμπέ βεβαιώνεται και αυτός ότι ο άτυχος βασιλιάς έχει προσβληθεί από
αναερόβιο στρεπτόκκοκο και, ως εκ τούτου, είναι καταδικασμένος (ο
στρεπτόκοκκος και σήμερα ακόμη, εποχή των αντιβιοτικών, δύσκολα
θεραπεύεται).
Νύχτα της 11ης προς τη
12η Οκτωβρίου: Ο Αλέξανδρος πέφτει σε κώμα. Με όση δύναμη του απομένει
τραβάει την Ασπασία, που ξαγρυπνάει στο πλευρό του, και κρύβεται στην
αγκαλιά της σαν τρομαγμένο παιδί.
Η δωδεκάτη Οκτωβρίου
είναι η τελευταία ημέρα της ζωής του άτυχου βασιλιά. Με το ξημέρωμα
βυθίζεται σε παραλήρημα. Βλέπει όνειρα, τα οποία εξηγεί στους γιατρούς
με μισοσβησμένη φωνή. Πρώτα ονειρεύεται τον αγαπημένο του παππού Γεώργιο
Α' κι ύστερα τον πόλεμο (διατάσσει μάλιστα κατ' όναρ τον υπασπιστή του
Βασιλάκη Μελά να του φέρει το τελευταίο πολεμικό ανακοινωθέν). Έπειτα
ζητάει από την Μπίκα του να του φωνάξει τον Μήτσο, τον οδηγό, κι όταν
αυτός παρουσιάζεται, του δίνει εντολή να ετοιμάσει το αυτοκίνητο (για
τον Μήτσο διαδόθηκε αργότερα πως δεν άντεξε τη μεγάλη θλίψη και
αυτοκτόνησε).
Στις τέσσερις το
απόγευμα ψιθυρίζει το όνομα της γυναίκας του «Μπίκα...» και αφήνει την
τελευταία του πνοή. Η Ασπασία βγάζει μιαν απελπισμένη κραυγή:
―Αλέκο μου, πού μ' αφήνεις.....
Την ίδια μέρα η
κυβέρνηση εκδίδει και δημοσιεύει «διάγγελμα επί τω θανάτω του Βασιλέως
Αλεξάνδρου». «Προς τον λαόν. Μετά βαθυτάτης οδύνης το Υπουργικόν
Συμβούλιον αγγέλλει εις τον λαόν τον θάνατον της Α. Μεγαλειότητος του
Βασιλέως Αλεξάνδρου, επελθόντα σήμερον, ώραν 4ην και 10' μ.μ. Την οδύνην
καθιστά οξυτέραν όχι μόνον τον νεαρόν της ηλικίας του αγαθού Βασιλέως,
αλλά και το ότι δεν επέζησε να βασιλεύση Ελλάδος, ήτις τοσούτον
εμεγαλύνθη επί των ημερών αυτού...». Στο ίδιο διάγγελμα γίνεται λόγος
και για την ανάγκη αντικατάστασης του βασιλιά από αντιβασιλέα. Πράγματι,
ο Ελευθ. Βενιζέλος κάλεσε τη Βουλή, αν και είχε διαλυθεί εν όψει των
εκλογών της 1ης/14ης Νοεμβρίου 1920, η οποία εξέλεξε ως αντιβασιλέα τον
δαφνοστεφή ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη (στις 15/28 Οκτ. 1920).
Μεγάλη ήταν η θλίψη των
εξόριστων γονέων του Αλέξανδρου, στους οποίους ωστόσο δεν επετράπη να
παραστούν στην κηδεία. Μονάχα στη γιαγιά του, τη βασίλισσα Όλγα,
επετράπη να παρευρεθεί στις τελευταίες ώρες του εγγονού της. Δυστυχώς η
θαλασσοταραχή δεν επέτρεψε στη γηραιά βασίλισσα να τον προλάβει ζωντανό.
Έφτασε με καθυστέρηση είκοσι τεσσάρων ωρών. Τον είχαν ταριχεύσει και
ντύσει με τη μεγάλη στολή. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο. Όταν τον είδε η
Όλγα ψιθύρισε: «... Τι ωραίος που είναι ο Αλέξανδρός μου... Το παιδί μου
θ' αναπαυθεί στον Παράδεισο... Το παιδί μου ήταν καλό...».
Η κηδεία έγινε λίγες
μέρες αργότερα, στη Μητρόπολη των Αθηνών. Ο Αλέξανδρος θάφτηκε στο
Τατόι, κοντά στον τάφο του αγαπημένου του παππού, του Γεώργιου Α'. Ο
θάνατός του, τέλος, έγινε αντικείμενο άγριας εκμετάλλευσης από την
πλευρά των ακραίων αντιβενιζελικών.
Πολλοί διέδωσαν ότι ο
θάνατος ήταν μια πράξη δολοφονίας, ως εάν ήτο εύκολο να στηθεί όλο αυτό
το «σκηνικό», με την επίθεση του Φριτς κατά της μαϊμουδίτσας, την
αυθόρμητη κίνηση του βασιλιά να τους χωρίσει και την επίθεση που δέχτηκε
από τον Μόριτς, τον εξαγριωμένο σύντροφό της. Μια μάλιστα εφημερίδα, η
«Νέα Ημέρα», έγραψε ότι ο Βενιζέλος είχε αναθέσει να εμβολιάσουν τον
πίθηκο με λύσσα, για να δαγκώσει τον Αλέξανδρο. Ο Βενιζέλος, όταν το
διάβασε, εξεμάνη και έδωσε εντολή να ασκηθεί δίωξη εναντίον του εκδότη!