Ἔκανε τίς ἀκολουθίες μέ κομποσχοίνι καί ὅταν ἄρχισε νά εὔχεται καί γιά τόν ἅγιό της ἡμέρας, τόν ἀπασχόλησε ὁ λογισμός ποιός ἦταν αὐτός ὁ ἅγιος. Τότε ἐμφανίστηκαν μέσα στό ἐκκλησάκι δύο ἅγιοι, ὁ ἕνας μπροστά καί ὁ ἄλλος ἀπό πίσω. Ὁ δεύτερος ἦταν ὁ ἅγιος Παντελεήμων, τόν ὁποῖο ἀναγνώρισε ὁ Γέροντας. Ὁ πρῶτος ὅμως τοῦ ἦταν ἄγνωστος. Ἀπό τήν ἀπορία τόν ἔβγαλε ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος πού τοῦ εἶπε: «Γέροντα, εἶμαι ὁ Λουκιλιανός.» Ὁ Γέροντας δέν πρόσεξε καλά τό ὄνομα καί ρώτησε: «Πῶς; Λουκιανός;». «Ὄχι, Γέροντα. Εἶμαι ὁ Λουκιλιανός.» Καί ἀμέσως οἴ δύο ἅγιοι ἐξαφανίστηκαν. Ὁ Γέροντας ἐντυπωσιάστηκε καί βρῆκε τό μηναῖο τοῦ Ἰουνίου γιά νά βεβαιωθεῖ ἄν γιόρταζε ὁ ἅγιος Λουκιλιανός. Πράγματι ἦταν ἡ μνήμη του.» Ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Διονυσίου Τάτση, «Ὁ ἀσκητής τῆς Παναγούδας», ἔκδοση β΄, Ἰανουάριος
Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό