Ιδιαίτερα γνωστή είναι πλέον η μεξικανική «Ημέρα των Νεκρών», για την οποία έχει κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια και η παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων Coco.
Εδώ και αιώνες όμως υπάρχουν στη δική μας, την ορθόδοξη πνευματική παράδοση και κληρονομιά, δύο αντίστοιχες «ημέρες των νεκρών», δηλαδή ημέρες, κατά τις οποίες η Εκκλησία τελεί τη θεία λειτουργία και μνημονεύει «υπέρ αναπαύσεως» τις ψυχές όλων των νεκρών, όλων των εποχών, «πατέρων, προπατόρων, πάππων, προπάππων, από Αδάμ και μέχρι των εσχάτων».
Αυτές οι ημέρες είναι τα Ψυχοσάββατα. Το πρώτο Ψυχοσάββατο είναι εκείνο που προηγείται της τρίτης Κυριακής της Αποκριάς, η οποία ονομάζεται «Κυριακή των Απόκρεω» και έχει ως θέμα τη Δευτέρα Παρουσία, την ανάσταση των νεκρών και την λεγόμενη «τελική κρίση», δηλαδή την τοποθέτηση των ανθρώπων στον παράδεισο ή στην κόλαση. Αυτό το Ψυχοσάββατο έφτασε και φέτος. Το δεύτερο Ψυχοσάββατο είναι περίπου πενήντα μέρες μετά το Πάσχα, αυτό που προηγείται της εορτής της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος.
Αυτήν την Κυριακή λοιπόν, στη θεία λειτουργία, διαβάζεται η περίφημη παραβολή της Δευτέρας Παρουσίας από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, κεφ. 25, όπου ο Χριστός τονίζει ότι θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού εκείνοι που βοήθησαν έστω και έναν από «τους ελάχιστους αδελφούς του Χριστού» (δηλαδή τους πιο περιφρονημένους από την κοινωνία ανθρώπους), ενώ εκείνοι που δεν τον βοήθησαν θα προχωρήσουν «στο πυρ το αιώνιο, που υπάρχει για το διάβολο και τους αγγέλους του».
Ο Χριστός δηλαδή λέει:
«Πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, ήμουν γυμνός και με ντύσατε, ξένος και με περιμαζέψατε, ασθενής ή φυλακισμένος και με επισκεφτήκατε… Εφόσον το κάνατε (ή δεν το κάνατε) σε έναν από τους αδελφούς μου τους ελαχίστους, σ’ εμένα το κάνατε (ή δεν το κάνατε)».Οι Πατέρες της Εκκλησίας βέβαια, δηλ. οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού, τονίζουν ότι όλοι οι άνθρωποι θα βρίσκονται στο φως του Θεού, αλλά εκείνοι που έχουν καθαρή καρδιά, γεμάτη ταπεινή και ανιδιοτελή αγάπη, θα ενωθούν με αυτό το φως και θα γίνουν ολόφωτα όντα (και αυτό είναι ο παράδεισος), ενώ εκείνοι που έχουν σκοτεινή και διεφθαρμένη ψυχή, γεμάτη σκληρότητα και εγωισμό, δεν θα μπορούν να ενωθούν με αυτό το φως, θα υποφέρουν μέσα σ’ αυτό, και γι’ αυτό ο Χριστός το χαρακτηρίζει «πυρ» της κολάσεως. Σκοπός της Εκκλησίας, με όλα όσα έχει καθιερώσει, όπως η θεία λειτουργία, οι νηστείες και τα υπόλοιπα, είναι να βοηθήσει τους ανθρώπους να καλλιεργήσουν την ψυχή τους έτσι, ώστε να βιώσουν το φως του Θεού ως φως και όχι ως πυρ.
"Ν": Για το θέμα εδώ:
Τι είναι ο πύρινος ποταμός;
Ψηλαφώντας τον Παράδεισο και την Κόλαση στη Γη (εικ.)
Ο Θεός ως Πυρ και Φως
Στιγμιότυπο απ' την Κόλαση σε ορθόδοξη εικόνα...
Αν και η Εκκλησία, το Ψυχοσάββατο, μνημονεύει έτσι κι αλλιώς όλους τους νεκρούς, συλλογικά και συγκεντρωτικά, με γενικές αναφορές, όμως οι χριστιανικές οικογένειες συνηθίζουν να ετοιμάζουν κόλλυβα, να τα φέρνουν στην εκκλησία την Παρασκευή το απόγευμα, στον εσπερινό, ή το Σάββατο το πρωί, στη θεία λειτουργία, και να δίνουν γραμμένα τα ονόματα των νεκρών τους, τα οποία ο ιερέας, μετά την τελετή, μνημονεύει και διαβάζει ένα προς ένα. Κατόπιν οι άνθρωποι προσφέρουν τα κόλλυβα στους άλλους, οι οποίοι εύχομαι για τη σωτηρία των ψυχών των νεκρών τους, δηλ. την κληρονομιά της βασιλείας των ουρανών («να είναι στον παράδεισο»).
Στην εκκλησία βέβαια δεν λέμε «νεκροί», αλλά «κεκοιμημένοι», επειδή θεωρούμε το θάνατο προσωρινή κατάσταση και προσδοκούμε την ανάσταση όλων των ανθρώπων και την αιώνια ζωή σε ένα ανακαινισμένο σύμπαν, κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Το πρωί του Σαββάτου, όλα αυτά τα ονόματα μνημονεύονται μέσα στο ιερό, στην «τελετή της προσκομιδής» (την προετοιμασία για τη θεία λειτουργία), και για το καθένα βγαίνει ένα ψίχουλο από τη σφραγίδα του πρόσφορου (του ψωμιού της θείας κοινωνίας), το οποίο στη συνέχεια μπαίνει στο άγιο ποτήριο και ενώνεται με το σώμα του Χριστού στη θεία κοινωνία. Αυτή η πράξη θεωρείται η σημαντικότερη ωφέλεια που μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο η Εκκλησία.
Όπως όλα τα στοιχεία της θρησκείας, έτσι και το Ψυχοσάββατο έχει διπλό ρόλο. Εκτός από την καθαρά πνευματική σημασία του (δηλ. ότι προσευχόμαστε όλοι μαζί για τη σωτηρία των ψυχών), επιτελεί και μια σπουδαία κοινωνική και ψυχολογική αποστολή.
Όλες οι οικογένειες εξωτερικεύουν το πένθος τους, δηλαδή τη θλίψη τους για τους νεκρούς τους, και το μοιράζονται με τους άλλους, παίρνοντας κι εκείνες ένα κομμάτι από το πένθος των άλλων. Προσφέρουν ο ένας στον άλλον τα κόλλυβα και εύχονται όχι για τους δικούς τους νεκρούς, αλλά για τους νεκρούς των άλλων οικογενειών, που τους έχουν προσφέρει κόλλυβα, ενώ για τους δικούς τους νεκρούς εύχονται οι άλλοι, λαμβάνοντας αντίστοιχα τα δικά τους κόλλυβα.
Έτσι, αφενός ενώνεται η κοινωνία, αφετέρου η θλίψη για την απώλεια των νεκρών μας μοιράζεται και αποφορτίζεται, αλλά και συνειδητοποιούν οι άνθρωποι ότι δεν είναι «μόνοι τους» στην τραγωδία του θανάτου – ότι όλες οι οικογένειες βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, όλοι θρηνούν κάποιους, δεν είμαστε εμείς «χτυπημένοι» από μια ιδιαίτερη «μοίρα» ή «κατάρα», αλλά ακολουθούμε την κοινή πορεία όλων των ανθρώπων και όλων των οικογενειών.
Ο ρόλος αυτός του Ψυχοσάββατου είναι εξαιρετικά σημαντικός για την ανακούφιση των πενθούντων, ώστε να μην οδηγηθούν στην απελπισία με τραγικές συνέπειες. Ας έχουμε υπόψιν ότι, ιδίως σε παλαιότερες εποχές, αλλά ενίοτε και σήμερα, οι εκδηλώσεις θλίψης των ανθρώπων που πενθούσαν ήταν ανεξέλεγκτες και ακραίες, επηρεάζοντας μάλιστα και τα μικρότερα και αθωότερα μέλη των οικογενειών, δηλαδή τα παιδιά, που συχνά μεγάλωναν σε μια κατάσταση διαρκούς θρήνου.
Ο συμβολισμός αυτός δίδεται, επειδή το σιτάρι (το βασικό συστατικό των κολλύβων) σπέρνεται στη γη, δηλ. συμβολικά «πεθαίνει και θάβεται», όμως στη συνέχεια «ανασταίνεται», φυτρώνει, βλασταίνει και καρπίζει. Ο Ιησούς Χριστός παρομοίωσε αυτή την κατάσταση με τον δικό Του θάνατο και την ανάστασή Του, από την οποία έφερε «πολύ καρπό», ενώ αν αρνιόταν να θυσιάσει τη ζωή Του με αυτό τον τρόπο, θα έμενε άκαρπος. Η αναφορά αυτή υπάρχει στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, κεφάλαιο 12, στίχος 24, και μάλιστα είναι κάποια από τα λόγια, που απεύθυνε ο Χριστούς στους Έλληνες, που είχαν έρθει και είχαν ζητήσει να Τον συναντήσουν.
Κόλλυβα γίνονται και το πρώτο Σάββατο της Μ. Σαρακοστής (αμέσως μετά την Καθαρή Δευτέρα) και ο λαός στο παρελθόν συχνά νόμιζε ότι κι αυτό ήταν Ψυχοσάββατο, αλλά δεν είναι. Είναι η ανάμνηση του «θαύματος των κολλύβων», δηλ. του βρασμένου σιταριού, που έγινε στην ΚΠολη τον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας Ιουλιανός είχε διατάξει να ραντιστούν τα νηστίσιμα τρόφιμα της αγοράς με αίμα ζώων θυσιασμένων στα είδωλα («ειδωλόθυτων»), και ο άγιος Θεόδωρος ο Τήρων (που είχε θανατωθεί – δηλ. μαρτυρήσει – πριν από περίπου πενήντα χρόνια) εμφανίστηκε στο όνειρο του αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως και τον συμβούλευσε να βράσουν σιτάρι οι χριστιανοί και να φάνε αυτό, αντί για τα βεβηλωμένα πλέον τρόφιμα του εμπορίου.
Αυτό μάλιστα είναι το περιεχόμενο εκείνης της εορτής, και όχι ότι είναι «εορτή των αγίων Θεοδώρων». Κανονικά, ο άγιος Θεόδωρος ο Τήρων έχει ημέρα μνήμης στις 17 Φεβρουαρίου και ο άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης στις 8 Φεβρουαρίου (δεν γιορτάζουν μαζί).
Κλείνουμε με μια αναφορά στη σημασία της ημέρας του Σαββάτου γενικώς στην παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Από τα βυζαντινά χρόνια – αν όχι από τα αρχαία χριστιανικά χρόνια – κάθε μέρα της εβδομάδας είναι αφιερωμένο σε μια συγκεκριμένη γιορτή, την ίδια πάντοτε. Έτσι, κάθε Δευτέρα, όλο το χρόνο, είναι εορτή των αγγέλων (ίσως επειδή οι άγγελοι θα συνοδεύσουν τον Κύριο κατά τη Δευτέρα Παρουσία, Ματθ. 25, στίχ. 31), και ακολουθεί την Τρίτη η εορτή του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (του σημαντικότερου αγίου μετά την Παναγία), η Τετάρτη είναι ημέρα του Τιμίου Σταυρού (γι’ αυτό και είναι ημέρα νηστείας), η Πέμπτη είναι ημέρα των αγίων Αποστόλων (δηλ. των μαθητών του Χριστού, που ακολουθούν αμέσως μετά τον Πρόδρομο), αλλά και ημέρα του αγίου Νικολάου, η Παρασκευή ημέρα αφιερωμένη στα Πάθη του Χριστού (σαν να είναι η Μεγάλη Παρασκευή – γι’ αυτό και είναι ημέρα νηστείας κάθε Παρασκευή), το Σάββατο αφιερωμένο στους αγίους μάρτυρες και στις ψυχές των κεκοιμημένων και η Κυριακή εορτή της ανάστασης του Χριστού (επειδή εκείνη τη ημέρα, σύμφωνα με το ευαγγέλιο αναστήθηκε ο Χριστός).
Γι’ αυτό μάλιστα η Κυριακή ονομάζεται έτσι («κυριακή ημέρα», δηλ. ημέρα του Κυρίου), ενώ οι Εβραίοι την ονομάζουν «μία των Σαββάτων» (πρώτη μέρα μετά το Σάββατο), και έτσι ονομάζεται και στα ευαγγέλια. Πρώτη φορά διαβάζουμε το όνομα «Κυριακή ημέρα» στην Αποκάλυψη του αγίου Ιωάννη, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, κεφ. 1, στίχος 10).
Το Σάββατο λοιπόν είναι η ημέρα των «νεκρών», επειδή το Μέγα Σάββατο ο Χριστός ήταν νεκρός. Έτσι εκπληρώνεται η ευλογία της έβδομης ημέρας από το Θεό, στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία καθιερώθηκε ως ημέρα «ανάπαυσης» και λατρείας του Θεού (η λατρεία αυτή βέβαια ωφελεί πάλι τον άνθρωπο, όχι το Θεό, και στο χριστιανισμό έχει συλλογική μορφή, στην εκκλησία, ώστε να ενώνονται και να αγαπιούνται οι άνθρωποι και μεταξύ τους και όχι μόνο με το Θεό).
Αυτή η «ανάπαυση» κατά βάθος είναι η ανάπαυση του Χριστού από την οδύνη που ζούσε τη Μ. Εβδομάδα και ιδιαίτερα τα φρικτά μαρτύρια που υπέστη τη Μ. Παρασκευή. Το Μ. Σάββατο ο Κύριος «αναπαύθηκε» και το πνεύμα Του βρισκόταν «στον Άδη», τον κόσμο των ψυχών, όπου «κήρυξε στα φυλακισμένα πνεύματα» (λόγια του αποστόλου Πέτρου, στην 1η επιστολή του, μέσα στην Καινή Διαθήκη, κεφ. 3, στ. 19), δηλ. τις ψυχές των προ Χριστού νεκρών, τις πήρε από τον Άδη και τις οδήγησε στην πρόγευση της βασιλείας του Θεού, όπου κατά τους χριστιανούς πηγαίνουν οι ψυχές των νεκρών τώρα και περιμένουν την ανάσταση. (Για τη συμβολική σύνδεση του της «7ης ημέρας της Δημιουργίας» με το Μέγα Σάββατο, περισσότερα εδώ).
Γι’ αυτό η Εκκλησία έχει αφιερώσει κάθε Σάββατο στις ψυχές των κεκοιμημένων και κανονικά αυτή – και όχι η Κυριακή – είναι η ημέρα τέλεσης των μνημοσύνων. Απλώς, η Εκκλησία (ήδη από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου είχε τεθεί έντονα το ζήτημα) επέτρεψε την τέλεση μνημοσύνων τις Κυριακές, επειδή κατά κανόνα οι άνθρωποι δεν εργάζονται και μπορούν να συμμετέχουν στα μνημόσυνα, στο τέλος της θείας λειτουργίας.
Τα έθιμα του Ψυχοσάββατου τηρήθηκαν από το λαό μας εδώ και πολλούς αιώνες και τηρούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό ακόμη και σήμερα.
Η δική μας γενιά και ιδιαίτερα η γενιά των παιδιών μας έχει
απομακρυνθεί από αυτόν τον πολιτισμό (που είναι πολιτισμός σχέσεων),
αγνοεί τα έθιμά του και συνήθως δεν υποψιάζεται καν ότι έχουν ένα
βαθύτερο νόημα.
Προτροπή μας σε αυτό το άρθρο είναι να συνεχίσουμε τουλάχιστον τα
ευγενέστερα έθιμα των προγόνων μας. Από πολιτισμική άποψη, αυτό μας
συνδέει με τις ρίζες μας και μεταφέρει από γενιά σε γενιά τη σοφία που
καλλιέργησε και στήριξε το λαό μας σε όλες τις δύσκολες εποχές. Από
καθαρά πνευματική («θρησκευτική») άποψη, οφείλουμε να τα συνεχίσουμε,
γιατί, όπως λέει μια έκφραση, «οι νεκροί περιμένουν». Περιμένουν από
εμάς να τους μνημονεύουμε. Οι ίδιοι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για τον
εαυτό τους, εμείς όμως μπορούμε να τους βοηθήσουμε με αυτό τον τρόπο.
Ας μην τους το στερήσουμε.