Κι ο παπα-Φώτης είχε πει για τον Άγιο Γέροντα Παΐσιο:
-¨Αυτός παιδί μου είναι το διαμάντι της Εκκλησίας μας, τον γνώρισα καλά γιατί μαζί βοηθούσαμε τον Παπα-Τύχωνα¨. Κάποιος έγραψε:«Τη φιγούρα του σκυφτού παπα–Φώτη, δεν θα βλέπουμε πια να περιπλανιέται στους δρόμους, στα λαγκάδια και στα βουνά μας. Τώρα πια θ” αλωνίζει στα μονοπάτια των Ουρανών κοντά στους αγγέλους, που πάντα ήξερε πώς να τους μιλά. Άνθρωπος ευσεβής, καλοκάγαθος, που είχε μάθει να προσφέρει από το υστέρημα του. Ολιγαρκής, μακριά από τις πονηριές και την υποκρισία του κόσμου».
«Σίγουρα για την εποχή μας, είναι “σημείον αντιλεγόμενον”»
Ο ασκητής της ερημιάς των πόλεων και των χωριών, διήνυε συχνότατα μεγάλες αποστάσεις άδειπνος, προσευχόμενος ανάμεσα στους ανθρώπους της αφιλίας και στη φύση, ταγμένος στον Χριστό. Αψηφώντας τις καιρικές συνθήκες καί την ώρα, ο κοντούλης παπα-Φώτης με την καθαρή ματιά, βαδίζοντας σκυφτός, ρακένδυτος, φορώντας ένα παλιό τριμμένο ράσο, πολυκαιρίτικα φθαρμένα παπούτσια, σχεδόν ξυπόλητος ακόμα και το καταχείμωνο, με έναν ντρουβά στον ώμο, οδοιπορούσε επιθυμώντας να οδηγήσει τους ανθρώπους, εικόνες Θεού, στη σωτηρία, ανεβαίνοντας και εκείνος τον Γολγοθά του. Αναζητώντας πάντοτε κάποιο προσκύνημα, τελώντας την Λειτουργία σε κάποιον αγαπημένο του Ναό που ευλαβείτο. Συνήθιζε να βιώνει την Θεία Ευχαριστία και μερικές αιτήσεις ή εκφωνήσεις να τις λέγει σε σερβική, ή ρωσική διάλεκτο, δεικνύοντας μ’ αυτό τον τρόπο την οικουμενική διάσταση της Ορθοδοξίας. Το Άγιο Θυσιαστήριο ήταν η Ζωή του! Έβγαινε από την Εκκλησία γεμάτος χαρά. Μετά τη Θεία Λειτουργία λαμποκοπούσε.
Συχνά τον συναντούσε κανείς καθισμένο στα σκαλοπάτια έξω από κάποια αυλόπορτα να ξαποστάζει, διαβάζοντας ένα πνευματικό βιβλίο, γράφοντας με τα χαρακτηριστικά ολοστρόγγυλα μεγάλα γράμματά του, σημειώσεις καί νουθεσίες που ύστερα τις μοίραζε σε όποιον συνάνθρωπό του τον φώτιζε ο Θεός, δεχόμενος λίγο ψωμί, λίγο νερό από κάποια ευσεβή γειτόνισσα, δίνοντας με την καρδιά του την ευχή του Κυρίου.
Περπατούσε ώρες πολλές χαμογελώντας, επιτιμώντας τους ανθρώπους για τα παράλογα που έβλεπε μέσα στο κόσμο της αμαρτίας, διδάσκοντας τον καθένα με ωφέλιμα απλοϊκά λόγια. Δίδασκε το Ευαγγέλιο με την ίδια τη ζωή του. Μαζεύοντας τουβλάκια, μικρά μάρμαρα και ότι άλλο θα χρησίμευε για την κατασκευή του αγαπημένου του ονείρου, του ναού του Αγίου Λουκά.
Όποιος είχε την ευλογία να τον συνοδέψει έστω και για λίγο σε κάποια περιπλάνησή του και κατάφερνε να μείνει σιωπηλός, «κρυφάκουγε» την γεμάτη αγάπη προσευχή του που έβγαινε μέσα απ’ την καρδιά του.
Η αγαπημένη του φράση που τον «πρόδινε» ήταν το «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε», δείγμα του πόσο υπεραγαπούσε την Παναγία μας.
Το να τον συντροφεύει κανείς ήταν μια ευχάριστη πνευματική εμπειρία. Δεν δίσταζε ακόμα και να τραγουδήσει παλιά παραδοσιακά όμορφα και σπάνια τραγούδια. Για να ευχαριστήσει τους επισκέπτες του, έβγαζε ένα μάτσο από διάφορα χριστιανικά έντυπα, χάρτινες εικόνες, ή ακόμα και φωτογραφίες του, όταν ήταν νεότερος και τις έδινε για ευλογία.
Ως άλλος Άγιος Πατροκοσμάς, επισκεπτόταν την πόλη και όλα τα χωριά του νησιού, αλλά και πολλά μέρη της Ελλάδας που τον ήξεραν και τον υπεραγαπούσαν.
Κήρυττε βρωντοφωνάζοντας και καυτηριάζοντας όσα έβλεπε ότι εμπόδιζαν τους ανθρώπους στο να επιτύχουν τη σωτηρία τους. Παντού είχε γνωστούς ανθρώπους που τον αγαπούσαν και τον φιλοξενούσαν.
Στα λεωφορεία ή στα πλοία που χρησιμοποιούσε όταν μετακινιόταν, κανείς δεν του έπαιρνε χρήματα.