Εἰσήλθαμε ἤδη μὲ τὴ χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὸ νέο ἔτος. Μαζὶ μὲ τὶς ἐλπίδες καὶ τὶς προσδοκίες μας γιὰ τὴ νέα χρονιά, γεμίζει αὐτὲς τὶς ἡμέρες τὴν ψυχὴ μᾶς εὔλογος προβληματισμὸς γιὰ τὴν ἔννοια τῆς ροῆς τοῦ χρόνου. Κι' αὐτὸ διότι ὁ χρόνος μαζὶ μὲ τὸν «δίδυμο ἀδελφό του τὸν χῶρο», κατὰ τὸ ἀείμνηστο νεοφανή ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, ἀποτελοῦν τοὺς δύο βαρεῖς ζυγοὺς τοῦ ἀνθρώπου σὲ ὅλη τὴν ἐπὶ γῆς ζωή του, οἱ ὁποῖοι τοῦ περιορίζουν τὸν διακαῆ του πόθο γιὰ τὴν ἀπολυτότητα. Ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου εἶναι μιὰ παμπάλαια μυστηριώδης ὑπόθεση γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Κανένα ἄλλο ὅν δὲν ἔχει τὴν αἴσθηση τῆς ροῆς τοῦ χρόνου, πολλῷ, πολλῶ δὲ μᾶλλον δὲν ἔχει τὴν ἱκανότητα τῆς μέτρησής του, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μόνος αὐτὸς προικίσθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ Δημιουργὸ μὲ λογική, χάρις στὴν ὁποία ὑπερβαίνει τὴν ἐνστικτώδη κατάσταση, κοινὴ σὲ ὅλα τὰ ἔμβια πλάσματα, καὶ ἀνάγεται ἔτσι στὴ σφαῖρα τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ. Αὐτός, ἀπὸ πολὺ παλιά, μὲ βάση τὴν ἀέναη κινητικότητα καὶ τὶς μεταβολὲς τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, μέσα στὸ ὁποῖο ζοῦσε, συνέλαβε τὴν ἔννοια τῆς χρονικῆς ροῆς. Ὁ χῶρος καὶ ἡ κίνηση τῶν ὑλικῶν ὑπάρξεων τὸν προβλημάτιζαν καὶ γέμιζαν τὴν ψυχὴ τοῦ ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ πολλὰ ἐρωτηματικά. Τὸ σπουδαιότερο φαινόμενο, ποὺ τὸν συνέπαιρνε ἦταν ἡ ἐναλλαγὴ τοῦ ἡμερονυκτίου, τὸ ὁποῖο ἔγινε ἡ πρωταρχικὴ μέτρηση τοῦ χρόνου. Τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας χρονομετρήθηκε ἐπίσης μὲ βάση τὴν κίνηση τοῦ ἡλίου. Ἀνάλογα μὲ τὴ θέση του στὸ οὐράνιο στερέωμα, καθοριζόταν καὶ ὁ χρόνος τῆς ἡμέρας. Τὸ σύνολο τῶν ἡμερονυκτίων... καὶ σὲ σχέση μὲ τὸν ἐτήσιο ἡλιακὸ κύκλο καθόρισε τὸ χρονικὸ ἔτος.
Ἡ σύλληψη καὶ ὁ καθορισμὸς τῆς ἔννοιας τοῦ χρόνου εἶναι λοιπὸν στενὰ συνυφασμένη μὲ τὴ θέση καὶ τὴν κίνηση τοῦ ὑλικοῦ περιβάλλοντος κόσμου καὶ ἔχει ἐπίσης ἄμεση σχέση καὶ μὲ τὸ εὐμετάβλητο τῆς ὑλικῆς δημιουργίας. Αὐτὸ τὸ εἶχε συλλάβει πρῶτος ὁ μεγάλος ἀρχαῖος Ἕλληνας φιλόσοφος Ἡράκλειτος (580-490 π. Χ.), ὁ ὁποῖος εἶχε συνοψίσει ὁλόκληρη τὴν σκέψη του γιὰ τὸ χρόνο στὴν παροιμιώδη φράση του «τὰ πάντα ρεῖ». Ὁ κόσμος τάχθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ Δημιουργό του νὰ μὴν εἶναι στατικός, ἀλλὰ νὰ βρίσκεται σὲ συνεχῆ μεταβολὴ καὶ κίνηση, σὲ μιὰ ἀδιάκοπη ροή, ἡ ὁποία τὸν ὁδηγεῖ στὸ τελεολογικό του σκοπό.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς θείας δημιουργίας. Ὅπως ἐκείνη,ἐκείνῃ, ἔτσι καὶ αὐτὸς ὑπόκειται στὴν κοσμικὴ ροή, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ὀνόμασε χρόνο. Γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἐκφράσει καλύτερα αὐτὴ τὴν λεπτὴ ἔννοια την ἐνέταξε μέσα στὶς μυθολογικές του συμβολικὲς παραστάσεις. Στοὺς Ἰνδοὺς ὁ χρόνος ἀναπαριστᾶται μὲ τὸν ἀέναο κυκλικὸ κοσμικὸ χορὸ τοῦ καταστροφέα καὶ δημιουργοῦ ἰνδουιστικοῦ «θεοῦ» Σίβα. Στοὺς ἀρχαίους Αἰγυπτίους ἡ «θεὰ» τοῦ νυκτερινοῦ οὐρανοῦ Νουτ κάθε βράδυ κατάπινε τὸν ἥλιο, τῶν χώνευε καὶ σιμὰ τὸ πρωὶ ξέρναγε στὴν ἀνατολή, αὐτὴ ἦταν ἡ ἀδιάκοπη διαδικασία τοῦ χρονικοῦ κύκλου. Οἱ ἰνδιάνοι τῆς φυλῆς Micmac τῆς προκολομβιανής Ἀμερικῆς ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου εἶχε μαγικὸ χαρακτῆρα, τὸν ἀντιλαμβάνονταν σὰν ἕνα συνεχὲς παρόν.
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἀναπαριστοῦσαν τὸν ἀδυσώπητο χρόνο μὲ τὸν Τιτᾶνα Κρόνο (=Χρόνο), ὁ ὁποῖος ἔτρωγε τὰ παιδιά του, θέλοντας νὰ δηλώσουν τὸν ἄτεγκτο νόμο τῆς γέννησης καὶ τῆς φθορᾶς τῶν ὄντων. Ὁ Πυθαγόρας θεωροῦσε τὸν χρόνο ὡς σφαῖρα ἡ ὁποία περιβάλλει τὰ πάντα καὶ τίποτε δὲ μποροῦσε νὰ μείνει ἔξω ἀπὸ τὸν ἄτεγκτο χρονικὸ νόμο. Ὁ Πλάτων ἐπεκτείνοντας τὴν ἡράκλεια φιλοσοφία συνέδεσε τὴν μεταβλητότητα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου μὲ τὸ χρόνο (Τίμ.37D). Ὁ Ἀριστοτέλης θεώρησε τὴν ἔννοια τοῦ χρόνου ὡς τὴν κύρια ὄψη τῆς ἀέναης κινήσεως τῶν ὑλικῶν
σωμάτων σὲ ὁλόκληρο τὸ σύμπαν. Οἱ Στωικοὶ τέλος θεωροῦσαν τὸν χρόνο ὡς ἀσώματο ὅν, ἐνδιάμεσο τῆς κινήσεως τοῦ σύμπαντος (Διογ.Λαέρτ.Ζ'1,141).
Οἱ Ἑβραῖοι, ἔχοντας ὡς ὁδηγὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, πίστευαν πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ὁ δημιουργός των πάντων, ἀκόμα καὶ τοῦ χρόνου. Αὐτὸς ὁδηγεῖ τὸν κόσμο μέσῳ τῆς χρονικότητας πρὸς τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο τὸν ἔπλασε. Ὁ χρόνος εἶναι ενταγμένος καὶ αὐτὸς σὲ αὐτὴ τὴν σκοπιμότητα. Τίποτε δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὴ θεία πρόνοια καὶ τὴ θέληση. Χρόνος εἶναι ἡ πορεία τοῦ κόσμου στὴν τελείωσή του.
Στὸν Χριστιανισμὸ ὁ χρόνος πείρε μιὰ ἐντελῶς διαφορετικὴ θεώρηση. Ἐνέχει βαθύτατες θεολογικές, ἀνθρωπολογικὲς καὶ ἠθικὲς διαστάσεις. Ὁ χρόνος ἔχει ἀρχὴ καὶ θὰ ἔχει τέλος. Αὐτὸ ἐκφράζεται ξεκάθαρα ἀπὸ τὴν πρώτη καὶ τὴν τελευταία φράση τῆς Ἁγίας Γραφῆς. «Ἕν ἀρχὴ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν» (Γεν.1,1) καὶ «ναὶ ἔρχομαι ταχύ» (Αποκ.22,20). Ὁ πρῶτος στίχος ἐκφράζει τὴν γένεση τοῦ χρόνου καὶ ὁ δεύτερος δηλώνει τὸ τέλος του, μαζὶ μὲ τὸ τέλος τῆς σημερινῆς μορφῆς τοῦ κόσμου. Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς θεμελιώδεις θέσεις τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη μὲ τὶς διάφορες πανθεϊστικές πίστεις, οἱ ὁποῖες δέχονται τὸ αὐθύπαρκτο καὶ τὴν αἰωνιότητα τοῦ κόσμου. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τονίζει κατηγορηματικὰ πὼς μετὰ τὸν τελικὸ θρίαμβο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ δεύτερη καὶ ἔνδοξη παρουσία Του, ἡ νοητὴ οὐράνια Ἱερουσαλὴμ «οὗ χρείαν (θὰ) ἔχει τοῦ ἡλίου οὐδὲ τῆς σελήνης ἶνα,ἵνα φαίνωσιν αὐτή' ἡ γὰρ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐφώτισεν αὐτήν, καὶ ὁ λύχνος αὐτῆς τὸ ἀρνίον ... οἱ πυλῶνες αὐτῆς οὗ μὴ κλεισθῶσιν ἡμέρας' νύξ γὰρ οὐκ ἔσται ἐκεῖ» (Αποκ.21,23-25). Εἶναι φανερὸ πὼς ἐφ' ὅσον ὑπάρξει ἡ αναδημιουργία τῆς ὑλικῆς κτίσεως καὶ ἡ αφθαρτοποίησή της, θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει καὶ μεταβολή,μεταβολῇ καὶ ἄρα θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει καὶ ὁ χρονικὸς συσχετισμός.
Ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη σημαντικὴ παράμετρος τῆς θεωρήσεως τοῦ χρόνου. Αὐτὸς εἶναι πλέον καθαγιασμένος ἀφότου ὁ Θεὸς Λόγος ἀποφάσισε νὰ εἰσέλθει σὲ αὐτόν, νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ ὑποστεῖ τοὺς χωροχρονικούς περιορισμοὺς τῶν δημιουργημάτων Τοῦ (Ιωάν.1,14). Μετὰ τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος, τὰ δύο αὐτὰ βασικὰ ἰδιώματα τῆς ὑλικῆς κτίσεως ἔλαβαν διαφορετικὸ ρόλο μέσα στήν τελεολογικὴ κοσμικὴ προοπτική.
Πρὶν ἀπὸ τὴ σάρκωση τοῦ Θεοῦ ὁ χωροχρόνος ὑπηρετοῦσε τὸ κακό, τὸ ὁποῖο εἶχε εἰσέλθει ὡς μιὰ ἀφύσικη κατάσταση στὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Τὸ διάβα τῶν αἰώνων τῆς προχριστιανικῆς ἐποχῆς ἦταν στὴν οὐσία ἡ διαιώνιση τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο. Μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου ἐντάχθηκε στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τώρα ὁ χρόνος ὑπηρετεῖ τὸ θεῖο ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ὑπηρετεῖ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ χρόνος δὲν εἶναι ἁπλά,ἁπλᾶ μιὰ μηχανιστικὴ πορεία πρὸς τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἡ κάθε χρονικὴ στιγμὴ εἶναι πολύτιμη γιὰ τὴν σωτήρια ουρανοδρόμο πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ Θεό. Εἶναι ἕνας ἀδιάκοπος «καιρὸς εὐπρόσδεκτος» καὶ συνεχὴς «ἡμέρα σωτηρίας» κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο (Β'Κορ.10,11). Ὁ χρόνος τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας πρέπει νὰ εἶναι αξιοποιήσιμος στὸ ἔπακρο. Κάθε στιγμὴ χαμένη μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ μοιραία,μοιραῖα γιὰ τὴν μελλοντική μας θέση στὴν αἰωνιότητα. Ὁ μέγας ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν σὲ ἄλλο λόγιό του μᾶς προτρέπει: «νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡ σωτηρία ἡ ὅτε ἐπιστεύσαμεν, ἡ νὺξ προέκοψεν ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν» (Ρωμ.13,11). Ὁ αἰώνιος Θεὸς θὰ ἔλθει ξαφνικὰ «ὡς κλέπτης ἐν νυκτί» (Ματθ.24,43, Ἅ'Θεσ.5,2,Αποκ.3,3) καὶ ἀλίμονο σὲ ὅποιον βρεθεῖ νὰ καθεύδει.
Ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴ θεώρηση ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου εἶναι χωρὶς νόημα, ἀνώφελη γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἴσως ἀρκετὰ ἀνιαρή. Αὐτὴ ἡ ἀνιαρότητα εἶναι δραματικὰ ἀποτυπωμένη στὰ διάφορα μηδενιστικὰ φιλοσοφικὰ συστήματα, τὰ ὁποῖα δοξάζουν ὅτι τὰ πάντα προῆλθαν, τυχαῖα, ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ καταλήγουν στὸ μηδέν. Γιά μας
τοὺς πιστοὺς ὁ ἐπίγειος βίος μας, ὡς ἡ προετοιμασία μας γιὰ τὴν ἀτέρμονη αἰωνιότητα, δίνει πραγματικὸ νόημα στὴ ζωή μας, ὁρμὴ καὶ δύναμη νὰ ὑπερβοῦμε ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ νὰ πραγματοποιήσουμε τὸν ὑψηλὸ σκοπό μας. Ὁ χρόνος εἶναι, πρέπει νὰ εἶναι, ὁ προθάλαμος, τὸ προοίμιο τῆς αἰωνιότητας.
Ὁ περιορισμένος χῶρος τῆς στήλης δὲ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἐπεκτείνουμε τὸν φιλοσοφικό μας στοχασμὸ γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ χρόνου, ἡ ὁποία εἶναι ὄντως ἀνεξάντλητη. Αρκούμαστε νὰ ὑπενθυμίσουμε τὴν προσωπικὴ ὑποχρέωση κάθε νοήμονα ἀνθρώπου νὰ ἀξιοποιεῖ θετικὰ κάθε χρονική,χρονικῇ στιγμή,στιγμῇ τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, γιὰ τὴν προσωπικὴ καὶ κοινωνικὴ προκοπή. Ἡ πρόοδος καὶ ὁ πολιτισμὸς εἶναι κατακτήσεις καὶ ἀποτελέσματα μόχθου καὶ πολλῆς προσπάθειας, ἀξιοποίηση στὸ ἔπακρο τῆς χρονικῆς ροῆς. Ὡς πρόσωπα, κοινωνία, ἔθνος καὶ παγκόσμια κοινότητα, βιώνουμε τὰ τελευταῖα χρόνια μιὰ ἄνευ προηγουμένου γενικὴ κατάπτωση. Τὰ καθημερινὰ τραγικὰ συμβαίνοντα δὲν μᾶς τιμοῦν ὡς ἀνθρώπινα ὄντα, τὸ ἀντίθετο: μᾶς ὑποβιβάζουν στὴν κατηγορία τῶν ἀγελαίων κτηνῶν, ἀφοῦ ἡ ζωή μας εἶναι μὰ διαρκὴς πάλη, ὄχι ἅμιλλας καὶ συναγωνισμοῦ στὸ καλό, ἀλλὰ ἀνταγωνισμοῦ καὶ ἐξοντώσεως. Ἡ ἐπιβίωσή μας στηρίζεται στὴν ἐκμετάλλευση καὶ τὴν καταστροφή των ἄλλων. Δὲν κατορθώσαμε ἀκόμα νὰ βροῦμε τὸν τρόπο νὰ ζοῦμε ἁρμονικὰ καὶ νὰ προχωρᾶμε συμφιλιωμένοι καὶ ἀγαπημένοι. Νὰ ὁρίσουμε τὰ δικαιώματά τὰς μὲ ἐφαπτόμενους μυριάδες κύκλους, ὅσοι καὶ οἱ συνάνθρωποί μας. Νὰ κάνουμε τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία ὄντως ἀνθρώπινη!