Αν μία επικράτεια του Βυζαντίου μπορεί να αποκληθεί ο εδαφικός του κορμός, ο πρωτεύων οικονομικός του πνεύμονας ή η μεγαλύτερη πληθυσμιακή του δεξαμενή, αυτή θα ήταν αδιαμφισβήτητα η Μικρά Ασία. Η χώρα αυτή, η περιβρεχόμενη από θάλασσα σε τρεις πλευρές (βορείως, από τον Εύξεινο Πόντο, δυτικά, από το Αιγαίο πέλαγος, και νοτίως, από την ανατολική Μεσόγειο θάλασσα) και διακρινόμενη σε σχέση με τη Μέση Ανατολή από την οροσειρά του Ταύρου και τον Ευφράτη, είχε περίοπτη θέση στη βυζαντινή ιστορία. Για το μεγαλύτερο τμήμα της, αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης του ανατολικορωμαϊκού κράτος, την ηπειρωτική του ενδοχώρα.
Του προσέδιδε τεράστιο στρατηγικό βάθος που απεδείχθη σωτήριο σε πλείστες εχθρικές εισβολές. Είχε επίσης κολοσσιαία οικονομική σημασία. Η Μικρά Ασία, με τις δραστήριες πόλεις της, τα πολύβουα λιμάνια της, τα πολυάριθμα κοπάδια και τις τεράστιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, στήριζε και προικοδοτούσε τόσο το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο (φόροι), όσο και τη γενικότερη ικανότητα του κράτους να ασκεί κοινωνική πολιτική, να συντηρεί στρατεύματα, να θρέφει το λαό και να εφοδιάζει την πρωτεύουσα. Ήταν ακόμη πολυάνθρωπη. Πάμπολλες ήταν οι πολιτείες της, άλλες μικρότερες και περιφερειακής μόνο σημασίας, αλλά μεγάλες και σημαντικά κέντρα, ενώ η αγροτική κοινωνία ζούσε σε απειράριθμες κώμες και χωριά. Από αυτήν την ανεξάντλητη δεξαμενή ανθρώπων η αυτοκρατορία αντλούσε το μεγαλύτερο τμήμα των στρατευμάτων της, αλλά και το πληθυσμιακό δυναμικό της εποικιστικής πολιτικής που απαιτούσε η κάθε εποχή. Τεράστια ήταν επίσης η επίδραση της Μικράς Ασίας στη διαμόρφωση της θρησκευτικής και πολιτιστικής πραγματικότητας του Βυζαντίου. Η σύνδεση του Ελληνισμού με τη Μικρά Ασία ξεκίνησε νωρίς, εδραιώθηκε γρήγορα, αναπτύχθηκε σε βαθμό που επισκίασε τον μητρικό ελλαδικό χώρο και διατηρήθηκε μέχρι πολύ πρόσφατα, μένοντας ακόμη και σήμερα χαραγμένη βαθιά στο ελληνικό συλλογικό υποσυνείδητο. Η αρχή ανάγεται σε μυθολογικούς χρόνους. Οι Αργοναύτες περνούν την Προποντίδα στην πορεία τους από και προς την Κολχίδα, και εκεί γνωρίζουν το Φινέα και τον Κύζικο. Ο Ηρακλής και ο Θησέας εκστρατεύουν στον Πόντο για να συναντήσουν της Αμαζόνες και να πάρουν τη ζώνη της αρχηγού τους Ιππολύτης. Τα έπη του Ομήρου μιλούν για τη μεγάλη εκστρατεία των Αχαιών στην Τροία, όταν σύσσωμος ο ελληνικός κόσμος εγέρθηκε πάνοπλος για να τιμωρήσει την ύβρη του Πάρη, που προσέβαλε τη φιλοξενία του βασιλιά Μενελάου της Σπάρτης αποπλανώντας και απάγοντας τη σύζυγο του.
Η ιστορική μελέτη επιβεβαιώνει την ελληνική παρουσία στις ακτές τα τέλη της δεύτερης προχριστιανικής χιλιετίας, ενώ είναι γνωστή η ύπαρξη εμπορικών σχέσεων μεταξύ των Αχαιών και των Χετταίων, κυρίων της κεντρική Μικράς Ασίας. Όταν ο αχαϊκός πολιτισμός των μεγάλων ανακτόρων κατέρρευσε και η δωρική κάθοδος προκάλεσε ανακατάταξη στον ελλαδικό χώρο, η φιλόξενη δυτική μικρασιατική ακτή προσέλκυσε πολλούς Έλληνες. Εκτοπισμένοι πληθυσμοί, πρόσφυγες, φυλές που είχαν χάσει τις πόλεις τους, επιβιβάστηκαν σε πλοία και με σταθμούς τα νησιά, έφθασαν στην απέναντι ακτή του Αιγαίου. Από βορρά προς νότο, οι Αιολείς, οι Ίωνες και οι Δωριείς έφτιαξαν πολλές και μικρές αποικίες (α’ ελληνικός αποικισμός). Κάποιες από αυτές αναπτύχθηκαν, μεγάλωσαν πληθυσμιακά και σχηματίστηκαν ως σημαντικά αστικά κέντρα. Η εποχή αυτή, μεσούντος του «Ελληνικού Μεσαίωνα» (Γεωμετρικής Περίοδος, 1100-750 π.Χ.), γνώρισε την ίδρυση πόλεων που έμελε να διαδραματίσουν πρωτεύοντα ρόλο στην ελληνική ιστορία, τόσο πολιτικά όσο και πολιτιστικά. Η Μίλητος, η Αλικαρνασσός, η Έφεσος, η Φώκαια, οι Ερυθρές, η Σμύρνη και η Πριήνη συνιστούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Οι πόλεις των μικρασιατικών παραλίων υπήρξαν πατρίδες πολλών μεγάλων Ελλήνων διανοητών και επιστημόνων (Θαλής, Εκαταίος, Ηράκλειτος, Πυθαγόρας, Παρμενίδης, Αναξίμανδρος, Βύας κ.α.).
Η ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία, αρχικά γεωγραφικά περιορισμένη σε μία στενή λωρίδα στις δυτικές ακτές (Ιωνία και Αιολίς), έμελλε να εξαπλωθεί ραγδαία κατά τη λεγόμενη αρχαϊκή εποχή (750-490 π.Χ.), όταν οι ελληνικές πόλεις, τόσο αυτές της κυρίως Ελλάδος όσο και οι ιδρυθείσες κατά τον α’ αποικισμό, ξεκίνησαν μια νέα σειρά εξερευνήσεων και υπερποντίων εγκαταστάσεων. Ο υπερπληθυσμός, οι πολιτικές διαμάχες και η αναζήτηση νέων εμπορικών αγορών ώθησε ξανά τους Έλληνες στη θάλασσα. Ολόκληρη η Μεσόγειος γέμισε ελληνικές αποικίες, από τις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου και την Αίγυπτο μέχρι την Ιταλία, τη Γαλατία και την Ιβηρική. Φυσικά, ένα πολύ μεγάλο μέρος του μεταναστευτικού και αποικιστικού ρεύματος κατευθύνθηκε στη Μικρά Ασία. Οι μέχρι τότε εκτός ελληνικού ελέγχου βόρειες και νότιες ακτές πλημμύρισαν από νέες αποικίες, μικρές και μεγάλες πόλεις. Η Τραπεζούς, η Σινώπη, η Ηράκλεια στον Εύξεινο Πόντο, και η Ταρσός, η Κελένδερις, οι Σόλιοι επί της Ανατολικής Μεσογείου, ζωηρά και δημιουργικά παραρτήματα του Ελληνισμού, ήταν εφαλτήρια για περεταίρω ελληνική εξάπλωση, οικονομική και πολιτιστική. Πλέον η Μικρά Ασία ήταν πανταχόθεν περίκλειστη από ελληνικούς πληθυσμούς.
Βέβαια η Μικρά Ασία ούτε κενή ήταν, ούτε ακατοίκητη. Πολυάριθμοι λαοί, είτε ευρωπαϊκής είτε ασιατικής καταγωγής, ζούσαν στα εδάφη της. Οι σχέσεις με τους Έλληνες πήραν διάφορες τροπές. Συχνά υπήρχε αρμονική συνύπαρξη, άλλοτε πόλεμος. Ορισμένες ελληνικές πόλεις διαφύλαξαν με σθένος τη φυλετική ομοιογένεια τους, άλλες ευνόησαν την ανάμιξη με τους Μικρασιάτες. Μέσω της αλληλεπίδρασης, της συμβίωσης και επιγαμιών, πολλές τοπικές φυλές άρχισαν να εξελληνίζονται.
Κατά καιρούς οι λαοί της Ασίας κατόρθωσαν να επιβληθούν στις ελληνικές αποικίες. Οι Λυδοί και αργότερα οι Πέρσες υποδούλωσαν την Ιωνία, της οποίας η εξέγερση και η ελλαδική ανάμειξη σε αυτήν (Αθήνα και Ερέτρια) ήταν η αφορμή για τους Μηδικούς Πολέμους (492-479 π.Χ.). Μετά την ελληνική νίκη εξασφαλίστηκε η ελευθερία των περισσοτέρων μικρασιατικών πόλεων του Αιγαίου και της Προποντίδας, όμως οι Πέρσες εκμεταλλευόμενοι τις διαμάχες των Ελλήνων μπόρεσαν ξανά να κυριαρχήσουν σε αυτές. Οριστικό τέλος στον περσικό ζυγό έφερε η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Οι αλεξανδρινές κατακτήσεις και η παγίωση των ελληνιστικών βασιλείων των διαδόχων δεν κατέλυσαν μόνο μία πολιτική πραγματικότητα (περσική αυτοκρατορία). Έφεραν μία πολιτιστική επανάσταση, αφού περιοχές που ουδέποτε είχαν έλθει σε επαφή με τον Ελληνισμό (ως λαό, γλώσσα, ήθη και τρόπο ζωής) ή περιορίζονταν σε λίγες εμπορικές ανταλλαγές, βρέθηκαν υπό τη δυναστεία Ελλήνων βασιλέων και μιας ελληνικής άρχουσας τάξης. Οι ανάγκες προσαρμογής στη νέα κατάσταση άλλαξαν τη φυσιογνωμία των εντοπίων λαών. Η ελληνική γλώσσα εξαπλώθηκε ραγδαία. Επιγαμίες διατάραξαν την εθνική σύσταση των επί μέρους περιοχών. Η αυτόχθων αριστοκρατία έσπευσε να υιοθετήσει τα ήθη των νέων κυριάρχων, οι άνθρωποι των πόλεων βρίσκονταν σε συνεχή αλληλεπίδραση με Έλληνες και ελληνοφώνους, ένας μετά τον άλλο λαοί και φυλές είδαν τις διαλέκτους τους να φθίνουν και τη συνείδηση τους να αμβλύνεται. Από τις ακτές, ο ελληνικός πολιτισμός άρχισε να εξαπλώνεται εσωτερικά, προς τη μικρασιατική ενδοχώρα. Οι Σελευκίδες αλλά και οι Βασιλείς της Περγάμου ώθησαν τα όρια του ελληνικού κόσμου στη Μεγάλη Φρυγία και τις νότιες ακτές της Λυκίας και της Παμφυλίας (με την εθνολογική και πολιτιστική έννοια, διότι με την πολιτική έφθαναν ως την Ινδία), αφού πρώτα συνέτριψαν τους Γαλάτες της κεντρικής Μικράς Ασίας, υπόλειμμα της τρομακτικής εισβολής τους στην Ελλάδα τον 3ο αιώνα. Πολλές πόλεις ιδρύθηκαν ή επαναποικίστηκαν, συχνά μακράν των ακτών (Φιλομήλιον, Μαγνησία, Αντιόχεια Μαιάνδρου, Λαοδίκεια Λύκου, Νύσσα κ.α.).
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ακόμα και μικρασιατικά βασίλεια τα οποία ηγεμόνευαν δυναστείες όχι ελληνικές, κατατάσσονται στα ελληνιστικά, λόγω της μεγάλης επίδρασης της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού σε αυτά. Το βασίλειο του Πόντου επί παραδείγματι, εκτεινόταν πολύ πέραν της παράκτιας ζώνης όπου επικρατούσαν οι ελληνίδες πόλεις και οι εξελληνισμένοι εντόπιοι. Και όμως οι περσικής καταγωγής ηγεμόνες του (υπήρχαν τέτοιοι πληθυσμοί στον κεντρικό και δυτικό Πόντο, στην κοιλάδα του Άλυ) πολιτεύτηκαν με ελληνοπρέπεια. Εκείνοι ήταν που υποκίνησαν τις τελευταίες μεγάλες εξεγέρσεις της κυρίως Ελλάδος κατά των Ρωμαίων, που απέβησαν όχι μόνο άκαρπες αλλά καταστροφικές και για το θρόνο τους και την ποντιακή ανεξαρτησία. Ανάλογη αλλά μικρότερης έντασης ήταν η φιλελληνική πορεία της Καππαδοκίας, χώρας με περσική δυναστεία, όνομα («χώρα των ωραίων αλόγων») και πληθυσμιακή πλειοψηφία, όπου από το 2ο αιώνα π.Χ. άρχισαν να γίνονται όλο και συνηθέστερα τα ελληνικά ονόματα και τοπωνύμια. Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν σε όλη τη Μικρά Ασία, όπως στη Βιθυνία.
Υπό τη ρωμαϊκή κυριαρχία αργότερα, η Μικρά Ασία κατανεμήθηκες σε τρεις μεγάλες περιφέρειας, την Ασία (δύση), τον Πόντο (βορράς) και την Ανατολή (νότος), διαιρούμενες σε μικρότερες επαρχίες. Η εξελληνιστική διαδικασία συνεχίστηκε σταθερά και προοδευτικά. Οι Γαλάτες διατήρησαν την αυτονομία τους επί μακρόν, όμως αυτοί που άλλοτε ήταν η μάστιγα των μικρασιατικών πληθυσμών, εκπολιτίστηκαν και εν μέρει εξελληνίστηκαν. Η παγίωση της Pax Romana και ότι αυτό συνεπάγεται (ενιαίος πολιτικός και οικονομικός χώρος, ασφάλεια και ελευθερία μετακινήσεων, εμπορίου και συγκοινωνιών, διάδοση ελληνικών γραμμάτων) βοήθησε ακόμη περισσότερο στο να αποκτήσει ο ελληνισμός βαθύτερες και σταθερότερες ρίζες στη Μικρά Ασία.
Και φυσικά, η ελληνίζουσα Μικρά Ασία δέχθηκε με ενθουσιασμό το χριστιανισμό. Το ιεραποστολικό έργο των πρωτεργατών της Εκκλησίας, των αποστόλων και των μαθητών του Ιησού Χριστού, συντέλεσε στο να αποκτήσει από πολύ νωρίς πολλές και πολυάριθμες κοινότητες πιστών. Ο «απόστολος των εθνών» Παύλος, Εβραίος από τη μικρασιατική Ταρσό, απηύθυνε επιστολές προς τους Γαλάτες, τους Εφεσίους και τους Κολοσσαείς. Στην περίφημη Αποκάλυψη, ο μαθητής, απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης περιγράφει πως στο προφητικό του όραμα, φωνή τον προσέταξε να γράψει επιστολές προς τις 7 Εκκλησίες. Οι Εκκλησίες αυτές, των οποίων ο ιερός αριθμός υποδηλώνει πως θεωρούνται ως σύμπασα η κοινότητα των χριστιανών, είναι όλες στη δυτική Μικρά Ασία. Οι έπαινοι, οι συμβουλές αλλά και οι απειλές του Υιού του Θεού απευθύνονται στους αγγέλους της Εφέσου, της Σμύρνης, της Περγάμου, των Θυατείρων, των Σάρδεων, της Φιλαδελφείας και της Λαοδικείας. Ήδη από τα τέλη του πρώτου μεταχριστιανικού αιώνα η Μικρά Ασία ήταν η βασική κοιτίδα του Χριστιανισμού, και έμελε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του.
Κλείνοντας την παρουσίαση της Μικράς Ασίας, είναι σημαντικό να επισημανθεί κάτι. Επ’ ουδενί λόγω η παραπάνω αφήγηση δεν πρέπει να παραπλανήσει και να δώσει την εντύπωση ότι η Μικρά Ασία είχε μεταβληθεί ολόκληρη σε ελληνική χώρα, ότι η ελληνική γλώσσα εκτόπισε όλες τις εντόπιες ομόλογες της ή ότι η διαδικασία αυτή έγινε ομοιόμορφα απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας. Δεν ήταν όλες οι κοινότητες ή όλοι οι άνθρωποι ξεχωριστά το ίδιο δεκτικοί στον πολιτισμό των Ελλήνων. Δεν είχαν όλες οι περιοχές και οι κατοικημένοι τόποι την ίδια έκταση στην ελληνική παρουσία. Αν π.χ. ένα διοικητικό κέντρο ή μία παράκτια ή παρόχθια εμπορική πόλη αναπόφευκτα θα είχε διαρκείς επαφές με Έλληνες επισκέπτες, μετανάστες και εμπόρους, ή ότι οι διάφοροι λαοί που θα ζούσαν, θα εργάζονταν ή θα διέρχονταν από εκεί θα έπρεπε να συνεννοούνται στα ελληνικά, δε συνέβαινε απαραίτητα το ίδιο με την πιο απομονωμένη ενδοχώρα ή τα ορεινά χωριά. Λιγότερες πιθανότητες είχαν να συναντήσουν ελληνικά γυμνάσια και θέατρα ή να συναναστραφούν με Έλληνες ή Ρωμαίους οι αγροτο-κτηνοτροφικοί πληθυσμοί, και ακόμη λιγότερες ήταν να μεταναστεύσουν Έλληνες σε απόκρημνα βουνά ή κρύα και άγονα οροπέδια.
Η πολιτιστική, φυλετική και γλωσσική πολυμορφία της Μικράς Ασίας διατηρήθηκε καθ’ όλην τη διάρκεια της ρωμαϊκής και της βυζαντινής ιστορίας. Γενικά όμως γίνεται μία γεωγραφική διάκριση, οριοθετώντας από τη μία το τμήμα της χερσονήσου όπου ο Ελληνισμός είχε εδραιωθεί και οι κάτοικοι ήταν κατά πλειονότητα ελληνότροποι και ελληνόφωνοι (είτε ελληνικής καταγωγής είτε εξελληνισμένοι εντόπιοι), και από την άλλη το τμήμα όπου, παρά την ύπαρξη ελληνικών και ελληνιζόντων θυλάκων και την υπαρκτή πολιτιστική επίδραση (ονόματα, τέχνη), σε γενικές γραμμές κυριαρχούσαν ασιατικοί λαοί, με ασιατικές γλώσσες και ασιατικά ήθη και κοσμοαντίληψη. Το πρώτο τμήμα περιλαμβάνει τη δυτική (μέχρι τα όρια Φρυγίας και Γαλατίας) και παραλιακή Μικρά Ασία, το δε δεύτερο την κεντρική και ανατολική.
Η δυτική και η παράκτια Μικρά Ασία είχαν, λόγω της πολύ παλαιότερης ελληνικής παρουσίας σε αυτές, στενότερους δεσμούς με την Ελλάδα, συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς και ανεπτυγμένους πολιτικούς, κοινωνικούς και πνευματικούς θεσμούς. Οι αδιάκοποι αποικισμοί αλλά και η μετέπειτα μετα-αλεξανδρινή πολεοδομία έκαναν τις περιοχές αυτές πολύ αστικοποιημένες. Η ύπαρξη πλήθους πόλεων και ενός πυκνού οδικού δικτύου διευκόλυνε το εμπόριο, το οποίο ήταν η βάση της οικονομίας. Πολλές δε πόλεις ήταν λιμένες και συνεπώς κοσμοπολίτικα ναυτιλιακά κέντρα και σταθμοί διαμετακομιστικού υπερπόντιος εμπορίου. Και βέβαια ήταν τόποι ακμής της ελληνικής παιδείας, κάτι που σε συνδυασμό με τον πρώιμο εκχριστιανισμό τους δημιούργησε μία μεγαλειώδη κράση κοσμοαντιλήψεων που θα αναλυθεί περεταίρω σε παρακάτω κεφάλαιο.
Από την άλλη, η κεντρική και ανατολική Μικρά Ασία δε γνώρισαν αξιόλογους αποικισμούς, ούτε έγιναν πόλος έλξης Ελλήνων μεταναστών. Η οικονομία βασιζόταν στη γαιοκτησία και τις αγροτικές εργασίες (γεωργία, κτηνοτροφία κ.α.). Η όψιμη έλευση της ελληνική εξουσίας συνέτεινε στη διαμόρφωση μιας ριζικά διαφορετικής κοινωνικής κατάστασης. Ο ασιατικός κοινωνικός και δημογραφικός χαρακτήρας ήταν εξαιρετικά έντονος, και η ελληνοπρέπεια και η ελληνοφωνία δεν εδραιώθηκαν πέραν τμημάτων των ανωτέρων τάξεων και μεμονωμένες περιοχές ή πρόσωπα. Μέχρι τη βίαιη πτώση της βυζαντινής εξουσίας τον 11ο αιώνα, ο εξελληνισμός προωθείτο αδιάκοπα, αλλά αργά και με μέτρια αποτελέσματα, χωρίς να λείπουν φυσικά και αξιόλογες εξαιρέσεις (π.χ. η ελληνογλωσσία μεγάλου τμήματος της Καππαδοκίας). Όπως και στη Συρία, έτσι και στη μικρασιατική ενδοχώρα το διαφορετικό από τον λοιπό ελληνορωμαϊκό κόσμο πολιτιστικό υπόβαθρο οδήγησε σε διαφορετικές ερμηνείες του χριστιανισμού. Και αν η ελληνίζουσα Καππαδοκία παρήγαγε μερικούς από τους λαμπρότερους ορθοδόξους ιεράρχες και θεολόγους-φιλοσόφους, γενικά η ευρύτερη περιφέρεια αυτή έγινε πατρίδα πλήθους αιρέσεων και ετεροδόξων κινημάτων, που έμελε να υπονομεύσουν τη συνοχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.