Μετά από πολλά χρόνια διηγείτο ο όσιος [οσ. Γεώργιος Καρσλίδης] σε πνευματικά του τέκνα για τη δύσκολη αυτή περίοδο της ζωής του: Βρισκόμουν στο σπίτι μόνος μου, στο σπίτι του αδελφού μου, οι γονείς μου είχαν πεθάνει.
Ήρθε εκείνη την ημέρα κάποιος ζητιάνος, πήρα ένα πιάτο, πήγα στο αμπάρι, πήρα λίγο αλεύρι και του το έδωσα.
Μετά, την άλλη ημέρα, χρειάσθηκε να πάει να πάρει αλεύρι και άρχισε να με μαλώνει λέγοντάς μου· ξεσήκωσες όλο το αμπάρι και το έδωσες στον ζητιάνο. Τα έβαλε μαζί μου, μια φασαρία, να κακό, και αυτό έγινε αιτία να σηκωθώ να φύγω από το σπίτι.
Βρέθηκα σε κάποιον Τούρκο και με έκανε τσομπάνο στα ζώα του. Έπαιρνα τα ζώα, τα πήγαινα σε μία ρεματιά και εκεί τα φύλαγα.
Μία ημέρα, που φύλαγα τα ζώα, βλέπω τρεις ιερωμένους, οι οποίοι άρχισαν μία ψαλμωδία τόσο ωραία, που εγκατέλειψα τα ζώα και τους ακολού0ησα.
Ξαφνικά όμως τους έχασα. Ήταν δε τόσο ωραία η ψαλμωδία, που επειδή έγιναν άφαντοι, έβαλα τα κλάματα. Με τα κλάματα γύρισα στο σπίτι και όταν με είδε ο Τούρκος έτσι, με ρωτούσε: “Τι έπαθες; τι συμβαίνει;” αλλά εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω.
Μετά από ώρες συνήλθα και του εξήγησα τι έπαθα. Τότε μου είπε “Αν τους δεις, τους γνωρίζεις;”. Δεν ξέρω, αποκρίθηκα. Με πήρε μετά από το χέρι και με πήγαινε από το ένα δωμάτιο στο άλλο και σε κάποιο μέρος σήκωσε μία καταπακτή και κατεβήκαμε μία σκάλα. Τότε ανοίχθηκε ολόκληρη εκκλησία μπροστά μας. Ο Τούρκος ήταν κρυπτοχριστιανός. Αμέσως έτρεξα μπροστά στην εικόνα των Τριών Ιεραρχών να· αυτοί ήταν. Τότε, μου είπε: “Έλα, παιδί μου, εσύ τώρα δεν είσαι για εδώ. Είσαι, για μοναστήρι…”.
Μία ημέρα, που ο όσιος προσευχόταν μόνος του, του παρουσιάσθηκε ένας καβαλλάρης, και τον πήρε μαζί του. Του μίλησε με αγάπη και του ανέφερε πού θα τον πήγαινε και τι θα έκανε εκεί που θα τον άφηνε. Η απόσταση που διήνυσαν ήταν μεγάλη, αλλά τη διέβησαν σε σύντομο χρόνο. Ο νέος αυτός συνοδός του ήταν ο Μεγαλομάρτυς άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος, του οποίου το όνομα θα λάμβανε και θα του ήταν προστάτης και φύλακας για όλη την κατοπινή του ζωή.
Όλη η ζωή του κυλά μέσα σ΄ ένα συνεχές θαύμα.
Όταν λειτουργούσε ο Γέροντας [o άγιος Γεώργιος (Καρσλίδης)], συλλειτουργούσαν μαζί του διάφοροι άγιοι. Μέσα στο ιερό ακουγόντουσαν πολλές φωνές και διάφορες ψαλμωδίες.
Όταν έβγαζε τα Άγια, δεν ήταν μόνος του αλλά και πολλοί άλλοι κατά περίπτωση. Αλλά δεν μας επέτρεπε ούτε να ρωτούμε ούτε να λέμε τίποτε για όλα αυτά…
Ο Γέροντας δεν έχει φύγει. Είναι εδώ. Είναι δίπλα μας. Μας βοηθάει. Εγώ τον παρακαλώ σε κάθε περίπτωση της ζωής μου…
Εμφανίσθηκε ο Γέροντας στο δωμάτιο που καθόμασταν με άλλες γυναίκες. Μπήκε κεκλεισμένων των θυρών. Μας συμβούλεψε για την πορεία της ζωής μας.
Στα μνημόσυνα του Γέροντα ήμασταν πάλι στο δωμάτιο του ξενώνα και καθόμασταν. Ο καιρός ήταν κακός και σκεφτήκαμε μαζί με μία άλλη γυναίκα να πάμε να δούμε μήπως έσβησε το καντήλι, που άναβε στον τάφο του.
Από τον τάφο έβγαινε ένα άσπρο, πηχτό φως που ανέβαινε μέχρι ψηλά πάνω στον ουρανό. Το βλέπαμε και οι δύο. Της λέω:
– Αυτό είναι το αγιοτικό φως, κάνει καλό…
Πήραμε με τα χέρια μας και εγώ έβαλα στο κεφάλι μου και στο πρόσωπο μου, γιατί είχα πονοκεφάλους. Η άλλη γυναίκα είχε το στομάχι της, που την πονούσε. Από τότε οι αρρώστιες μας πέρασαν.
Υπερβολικά ευλαβείτο και τιμούσε την Υπεραγία Θεοτόκο, την Πάναγνο Παναγία. Την επεκαλείτο συνεχώς μετά δακρύων… Ιδιαίτερο σεβασμό και παρρησία είχε ο όσιος στον Τίμιο Πρόδρομο, τον προστάτη του μοναχικού τάγματος. Όταν κάποτε ο όσιος προσευχόταν μπροστά στην εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, που ήταν στο τέμπλο, την είδε «ιδρωμένη», γεμάτη όλη την επιφάνειά της από μεγάλες ρανίδες. Ο όσιος έψαλε το τροπάριο του Προδρόμου κι έπειτα εστράφη προς τον βοηθό του και του είπε: «Ο Τίμιος Πρόδρομος βρίσκεται σε αγώνα και βία, πηγαίνει να βοηθήσει κάπου μακριά τους ανθρώπους, που κινδυνεύουν. Τον ξεπροβόδισαν και άλλοι άγιοι…» Την εποχή εκείνη είχε αρχίσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος.
Μετά από μία Θεία Λειτουργία κατά την εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ο όσιος με μεγάλη κατάνυξη είπε: «Είχαμε μουσαφιρέους, τον άγιο Νικόλαο και τον άγιο Ιωάννη• αυστηρός μουσαφίρης ο άγιος Πρόδρομος…». Όταν τον θύμιαζε, έτρεμε το χέρι του. Στις αρχές έλεγε: «Σήμερα είχαμε τον τάδε άγιο συλλειτουργούντα», κατόπιν σταμάτησε να λέει. Σε μια λειτουργία όλο το εκκλησίασμα άκουσε έναν δυνατό θόρυβο στο άγιο βήμα, στη συνέχεια είδαν το πρόσωπο του γέροντα αλλοιωμένο και φωτεινό. Είχαμε ουράνιους επισκέπτες”, εξήγησε αργότερα. “τον άγιο Μηνά, τον άγιο Γεώργιο, τον άγιο Νικόλαο…”. Άλλη φορά, είπε ο όσιος στον ψάλτη του: Είχα τόσους αγίους σήμερα, που δεν είχα μέρος να τους βάλω. Τον άγιο Παντελεήμονα τον βάλαμε σε μία γωνία, γιατί δεν υπήρχε χώρος…Την παραμονή του πολέμου με τους Ιταλούς, έκλαιγε συνεχώς. Του είπαν: «Τι έχεις, Γέροντα, και κλαις;» Απάντησε: «Έμεινα ορφανός». Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος είπε: «Έφυγε η Παναγία με τον άγιο Γεώργιο στο μέτωπο».
Ο Πρεσβύτερος Αθανασιάδης Χρήστος από το Μαυρόβατο Δράμας το 1959 διηγείται: «Όταν αρρώστησε ο γέροντας εξυπηρετούσα και εδώ το μοναστήρι. Τρείς φορές λειτούργησα με τον Άγιο συνλειτουργό βέβαια. Οι πιστοί ήταν λαοθάλασσα και δεν καταλάβαινες εάν πρόκειται για εορτή ή όχι. Ο κόσμος έψαχνε θεραπεία και βοήθεια και πάντοτε την έβρισκε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, λέει ο πρεσβύτερος, την πρώτη συνλειτουργία. Εκείνες οι στιγμές ήταν συγκλονιστικές. Ένιωσα φόβο να πώ; Ναι θυμάμαι πως έτρεμα όταν έκανα την Μεγάλη Είσοδο, δεν τον είδα να περπατάει, θαρρείς και τον προωθούσε ένας αέρας. Όταν μπήκαμε στο Ιερό γύρισα να δώ πως μνημονεύει και τότε είδα να κλαίει. Εγώ νόμιζα ότι είχε κάποια ζωντανή επαφή, ότι κάποιος τον έβλεπε και συνομιλούσε. Όταν σήκωνε το βλέμμα του έβλεπε, δεν ξέρω όμως τι έβλεπε. Με εκείνον τον φόβο έλεγα θεέ μου να τελειώσει το μυστήριο. Αυτός ο άνθρωπος ήταν εν ζωή Άγιος.»
Ο Γέροντας ήταν πολύ αυστηρός την ώρα της θείας λειτουργίας και γενικά σε όλα τα μυστήρια. Την ώρα της θείας κοινωνίας δεν μιλούσε, έκανε μόνο νοήματα. Μέσα στην εκκλησία ήθελε απόλυτη ησυχία. Απέφευγε συνήθως να λειτουργεί με ιερείς, τους οποίους δεν τους γνώριζε καλά.
Συνήθιζε να λέει «ο παπάς όταν λειτουργεί δεν πρέπει να βλέπει άνθρωπο, πρέπει να βλέπει τον εαυτό του και την ψυχή του, πόσους αγγέλους έχει γύρω του. Ποτέ ένας παπάς δεν λειτουργεί μόνος του. Έχει ουράνιο επισκέπτη».
Κάποτε, ενώ ο γέροντας μνημόνευε ονόματα στην αγία πρόθεση, μία χριστιανή άκουγε αδύνατες και άσχημες φωνές να επαναλαμβάνουν κοροϊδευτικά τα ονόματα.
Ήταν οι δαίμονες, πού θορυβούσαν για να σταματήσει η μνημόνευση, στην προσκομιδή διάβαζε πολλά ονόματα.
Ορισμένα τα σημείωνε, είτε ζωντανών είτε νεκρών, κι ενημέρωνε διακριτικά τούς συγγενείς τους για τα προβλήματά τους ή για τον τρόπο πού πέθαναν, ώστε να τελέσουν μνημόσυνα, λειτουργίες και ελεημοσύνες.
«Όταν πηγαίνετε στην εκκλησία να φροντίσετε να πηγαίνετε όσον μπορείτε πρωί και μόλις μπείτε στην εκκλησία να κλείνετε το στόμα σας και σιγά-σιγά να ανάβετε το κερί σας και να στέκεσθε πάντα στην ίδια θέση. Ούτε να κάθεστε την ώρα της θείας λειτουργίας χωρίς λόγο. Ο νους σας να μην ξεφεύγει εδώ κι εκεί. Από την ώρα που θα μπαίνετε στην εκκλησία μέχρι να τελειώση, να το παίρνετε απόφαση, μια ώρα θα μείνετε, να την διαθέσετε για προσευχή».
«Όταν τελειώση η θεία λειτουργία να πλησιάσετε με την σειρά και με σεβασμό στην Ωραία Πύλη, να πάρετε αντίδωρο με ενωμένα τα χέρια και στο δεξί χέρι να πάρετε το αντίδωρο. Αφού το φάτε, να μην ρίξετε τα ψίχουλα , που θα τύχη να σας μείνουν στα χέρια σας. Θα τα ρίξετε μέσα στην άμμο, που είναι στα μανουάλια και μετά θα πείτε καλημέρα».
Πρέπει κανονικά ως τις τρεις τη νύχτα να προσευχόμεθα, γιατί ως τις τρεις οι ουρανοί είναι ανοικτοί και η προσευχή μας εισακούεται.
Κάποτε κάποιες κυρίες από την Νικήσιανη επισκέφθηκαν το μοναστήρι [Ιερά Μονή Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες, (Σίψα) Δράμας]. Κουρασμένες και πεινασμένες πήγαν εκεί και ανέμεναν τη γνωστή πλούσια φιλοξενία του οσίου [Γεωργίου Καρσλίδη].
Ο όσιος τις κατάλαβε, τις υποδέχθηκε με καλοσύνη και αγάπη και έστρωσε το τραπέζι για φαγητό. Αγωνιούσαν να δουν ποια θα ήταν η φιλοξενία του, μια που είχαν ακούσει πως όλους τους φιλοξενούσε αβραμιαία.
Εκείνος τότε έβαλε μπροστά στην κάθε μία από μισή φέτα ψωμί. Οι γυναίκες περίμεναν και τη συνέχεια.
– Λοιπόν, τρώτε, τις είπε ο όσιος Γέρων.
Τότε η κάθε μία μέσα της σκέφτηκε: “Ε, Γέροντα με μισή φέτα ψωμί και τόση πεζοπορία που κάναμε, πώς να χορτάσουμε”. Δεν τόλμησαν όμως να πούνε τίποτε, για να μην το στενοχωρήσουν. Εκείνος εκεί κοντά περίμενε να δει τι θα κάνουν και τι θα πουν. Συγκλονισμένες διηγήθηκαν:
– Φάγαμε και χορτάσαμε· σαν μάννα από τον ουρανό ήταν εκείνο ψωμί, χορταστικό κι ευλογημένο.
Κάποιες δεν μπόρεσαν να το φάνε όλο και το πήραν μαζί τους για ευλογία.
– Είχε, όπως είπαν, αυτός ο λεπτοκαμωμένος Γέροντας να χορταίνει και σωματικά και και ψυχικά τον κάθε άνθρωπο.
«Αν θέλουμε να είμαστε πραγματικά Χριστιανοί, πρέπει να ακολουθήσουμε τα χνάρια του Χριστού μας. Πρέπει πάντα να συγχωρούμε και όχι να βλαστημούμε αυτούς, που μας έφταιξαν». «Ούτε τα πλούτη να σας κάνουν εντύπωση, ούτε οι δόξες, αλλά πάντοτε να βαδίζετε δίκαια».
«Παιδιά μου, ο κόσμος έχει φύγει από την αθωότητα κι από την καλωσύνη. Κάθε μέρα και προς το κακό φροντίζει να βαδίζη. Όσο περνούν τα χρόνια βαδίζουμε στην καταστροφή και ο Θεός αυτά δεν τα θέλει. Πόση διαφορά υπάρχει (σήμερα) από πριν πενήντα χρόνια».
Όταν αναχωρούσαν οι Βούλγαροι και χαιρόταν ο κόσμος, είπε ο όσιος: «Μη χαίρεσθε, θα έλθει καιρός που θα πείτε Βουλγαρία, Βουλγαρία… Γιατί οι μανάδες γέννησαν λύκους και οι λύκοι θα πιούν αίμα ανθρώπινο. Θα σκοτώσει πατέρας τον γυιό, αδελφός τον αδελφό…». Όπως κι έγινε στον εμφύλιο σπαραγμό…
Ο όσιος προφητικά έλεγε: «Την Ελλάδα η Ρωσία θα την υποστηρίξει. Η κόκκινη φυλή θα βοηθήσει την Ελλάδα. Θα γίνει πόλεμος στην Κωνσταντινούπολη και η κόκκινη φυλή θα φωνάξει τον βασιλιά, για να’ ρθει και να καθίσει στην Πόλη…».
Άλλοτε βγαίνοντας από την εκκλησία της μονής και βλέποντας συναγμένο κόσμο, τους είπε: «Εσείς καλά θα πεθάνετε, αλλά αυτά τα μικρά παιδιά τι έχουν να δουν! Οι Τούρκοι θα φθάσουν ως εδώ, αλλά ύστερα θα γυρίσουν πίσω και τότε μέσα στην Κωνσταντινούπολη εφτά μηνών μοσχάρι θα κολυμπάει μέσα στο αίμα…».
https://iconandlight.wordpress.com/category/%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B1/
Ήρθε εκείνη την ημέρα κάποιος ζητιάνος, πήρα ένα πιάτο, πήγα στο αμπάρι, πήρα λίγο αλεύρι και του το έδωσα.
Μετά, την άλλη ημέρα, χρειάσθηκε να πάει να πάρει αλεύρι και άρχισε να με μαλώνει λέγοντάς μου· ξεσήκωσες όλο το αμπάρι και το έδωσες στον ζητιάνο. Τα έβαλε μαζί μου, μια φασαρία, να κακό, και αυτό έγινε αιτία να σηκωθώ να φύγω από το σπίτι.
Βρέθηκα σε κάποιον Τούρκο και με έκανε τσομπάνο στα ζώα του. Έπαιρνα τα ζώα, τα πήγαινα σε μία ρεματιά και εκεί τα φύλαγα.
Μία ημέρα, που φύλαγα τα ζώα, βλέπω τρεις ιερωμένους, οι οποίοι άρχισαν μία ψαλμωδία τόσο ωραία, που εγκατέλειψα τα ζώα και τους ακολού0ησα.
Ξαφνικά όμως τους έχασα. Ήταν δε τόσο ωραία η ψαλμωδία, που επειδή έγιναν άφαντοι, έβαλα τα κλάματα. Με τα κλάματα γύρισα στο σπίτι και όταν με είδε ο Τούρκος έτσι, με ρωτούσε: “Τι έπαθες; τι συμβαίνει;” αλλά εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω.
Μετά από ώρες συνήλθα και του εξήγησα τι έπαθα. Τότε μου είπε “Αν τους δεις, τους γνωρίζεις;”. Δεν ξέρω, αποκρίθηκα. Με πήρε μετά από το χέρι και με πήγαινε από το ένα δωμάτιο στο άλλο και σε κάποιο μέρος σήκωσε μία καταπακτή και κατεβήκαμε μία σκάλα. Τότε ανοίχθηκε ολόκληρη εκκλησία μπροστά μας. Ο Τούρκος ήταν κρυπτοχριστιανός. Αμέσως έτρεξα μπροστά στην εικόνα των Τριών Ιεραρχών να· αυτοί ήταν. Τότε, μου είπε: “Έλα, παιδί μου, εσύ τώρα δεν είσαι για εδώ. Είσαι, για μοναστήρι…”.
Μία ημέρα, που ο όσιος προσευχόταν μόνος του, του παρουσιάσθηκε ένας καβαλλάρης, και τον πήρε μαζί του. Του μίλησε με αγάπη και του ανέφερε πού θα τον πήγαινε και τι θα έκανε εκεί που θα τον άφηνε. Η απόσταση που διήνυσαν ήταν μεγάλη, αλλά τη διέβησαν σε σύντομο χρόνο. Ο νέος αυτός συνοδός του ήταν ο Μεγαλομάρτυς άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος, του οποίου το όνομα θα λάμβανε και θα του ήταν προστάτης και φύλακας για όλη την κατοπινή του ζωή.
Όλη η ζωή του κυλά μέσα σ΄ ένα συνεχές θαύμα.
Όταν λειτουργούσε ο Γέροντας [o άγιος Γεώργιος (Καρσλίδης)], συλλειτουργούσαν μαζί του διάφοροι άγιοι. Μέσα στο ιερό ακουγόντουσαν πολλές φωνές και διάφορες ψαλμωδίες.
Όταν έβγαζε τα Άγια, δεν ήταν μόνος του αλλά και πολλοί άλλοι κατά περίπτωση. Αλλά δεν μας επέτρεπε ούτε να ρωτούμε ούτε να λέμε τίποτε για όλα αυτά…
Ο Γέροντας δεν έχει φύγει. Είναι εδώ. Είναι δίπλα μας. Μας βοηθάει. Εγώ τον παρακαλώ σε κάθε περίπτωση της ζωής μου…
Εμφανίσθηκε ο Γέροντας στο δωμάτιο που καθόμασταν με άλλες γυναίκες. Μπήκε κεκλεισμένων των θυρών. Μας συμβούλεψε για την πορεία της ζωής μας.
Στα μνημόσυνα του Γέροντα ήμασταν πάλι στο δωμάτιο του ξενώνα και καθόμασταν. Ο καιρός ήταν κακός και σκεφτήκαμε μαζί με μία άλλη γυναίκα να πάμε να δούμε μήπως έσβησε το καντήλι, που άναβε στον τάφο του.
Από τον τάφο έβγαινε ένα άσπρο, πηχτό φως που ανέβαινε μέχρι ψηλά πάνω στον ουρανό. Το βλέπαμε και οι δύο. Της λέω:
– Αυτό είναι το αγιοτικό φως, κάνει καλό…
Πήραμε με τα χέρια μας και εγώ έβαλα στο κεφάλι μου και στο πρόσωπο μου, γιατί είχα πονοκεφάλους. Η άλλη γυναίκα είχε το στομάχι της, που την πονούσε. Από τότε οι αρρώστιες μας πέρασαν.
Υπερβολικά ευλαβείτο και τιμούσε την Υπεραγία Θεοτόκο, την Πάναγνο Παναγία. Την επεκαλείτο συνεχώς μετά δακρύων… Ιδιαίτερο σεβασμό και παρρησία είχε ο όσιος στον Τίμιο Πρόδρομο, τον προστάτη του μοναχικού τάγματος. Όταν κάποτε ο όσιος προσευχόταν μπροστά στην εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, που ήταν στο τέμπλο, την είδε «ιδρωμένη», γεμάτη όλη την επιφάνειά της από μεγάλες ρανίδες. Ο όσιος έψαλε το τροπάριο του Προδρόμου κι έπειτα εστράφη προς τον βοηθό του και του είπε: «Ο Τίμιος Πρόδρομος βρίσκεται σε αγώνα και βία, πηγαίνει να βοηθήσει κάπου μακριά τους ανθρώπους, που κινδυνεύουν. Τον ξεπροβόδισαν και άλλοι άγιοι…» Την εποχή εκείνη είχε αρχίσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος.
Μετά από μία Θεία Λειτουργία κατά την εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ο όσιος με μεγάλη κατάνυξη είπε: «Είχαμε μουσαφιρέους, τον άγιο Νικόλαο και τον άγιο Ιωάννη• αυστηρός μουσαφίρης ο άγιος Πρόδρομος…». Όταν τον θύμιαζε, έτρεμε το χέρι του. Στις αρχές έλεγε: «Σήμερα είχαμε τον τάδε άγιο συλλειτουργούντα», κατόπιν σταμάτησε να λέει. Σε μια λειτουργία όλο το εκκλησίασμα άκουσε έναν δυνατό θόρυβο στο άγιο βήμα, στη συνέχεια είδαν το πρόσωπο του γέροντα αλλοιωμένο και φωτεινό. Είχαμε ουράνιους επισκέπτες”, εξήγησε αργότερα. “τον άγιο Μηνά, τον άγιο Γεώργιο, τον άγιο Νικόλαο…”. Άλλη φορά, είπε ο όσιος στον ψάλτη του: Είχα τόσους αγίους σήμερα, που δεν είχα μέρος να τους βάλω. Τον άγιο Παντελεήμονα τον βάλαμε σε μία γωνία, γιατί δεν υπήρχε χώρος…Την παραμονή του πολέμου με τους Ιταλούς, έκλαιγε συνεχώς. Του είπαν: «Τι έχεις, Γέροντα, και κλαις;» Απάντησε: «Έμεινα ορφανός». Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος είπε: «Έφυγε η Παναγία με τον άγιο Γεώργιο στο μέτωπο».
Ο Πρεσβύτερος Αθανασιάδης Χρήστος από το Μαυρόβατο Δράμας το 1959 διηγείται: «Όταν αρρώστησε ο γέροντας εξυπηρετούσα και εδώ το μοναστήρι. Τρείς φορές λειτούργησα με τον Άγιο συνλειτουργό βέβαια. Οι πιστοί ήταν λαοθάλασσα και δεν καταλάβαινες εάν πρόκειται για εορτή ή όχι. Ο κόσμος έψαχνε θεραπεία και βοήθεια και πάντοτε την έβρισκε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, λέει ο πρεσβύτερος, την πρώτη συνλειτουργία. Εκείνες οι στιγμές ήταν συγκλονιστικές. Ένιωσα φόβο να πώ; Ναι θυμάμαι πως έτρεμα όταν έκανα την Μεγάλη Είσοδο, δεν τον είδα να περπατάει, θαρρείς και τον προωθούσε ένας αέρας. Όταν μπήκαμε στο Ιερό γύρισα να δώ πως μνημονεύει και τότε είδα να κλαίει. Εγώ νόμιζα ότι είχε κάποια ζωντανή επαφή, ότι κάποιος τον έβλεπε και συνομιλούσε. Όταν σήκωνε το βλέμμα του έβλεπε, δεν ξέρω όμως τι έβλεπε. Με εκείνον τον φόβο έλεγα θεέ μου να τελειώσει το μυστήριο. Αυτός ο άνθρωπος ήταν εν ζωή Άγιος.»
Ο Γέροντας ήταν πολύ αυστηρός την ώρα της θείας λειτουργίας και γενικά σε όλα τα μυστήρια. Την ώρα της θείας κοινωνίας δεν μιλούσε, έκανε μόνο νοήματα. Μέσα στην εκκλησία ήθελε απόλυτη ησυχία. Απέφευγε συνήθως να λειτουργεί με ιερείς, τους οποίους δεν τους γνώριζε καλά.
Συνήθιζε να λέει «ο παπάς όταν λειτουργεί δεν πρέπει να βλέπει άνθρωπο, πρέπει να βλέπει τον εαυτό του και την ψυχή του, πόσους αγγέλους έχει γύρω του. Ποτέ ένας παπάς δεν λειτουργεί μόνος του. Έχει ουράνιο επισκέπτη».
Κάποτε, ενώ ο γέροντας μνημόνευε ονόματα στην αγία πρόθεση, μία χριστιανή άκουγε αδύνατες και άσχημες φωνές να επαναλαμβάνουν κοροϊδευτικά τα ονόματα.
Ήταν οι δαίμονες, πού θορυβούσαν για να σταματήσει η μνημόνευση, στην προσκομιδή διάβαζε πολλά ονόματα.
Ορισμένα τα σημείωνε, είτε ζωντανών είτε νεκρών, κι ενημέρωνε διακριτικά τούς συγγενείς τους για τα προβλήματά τους ή για τον τρόπο πού πέθαναν, ώστε να τελέσουν μνημόσυνα, λειτουργίες και ελεημοσύνες.
«Όταν πηγαίνετε στην εκκλησία να φροντίσετε να πηγαίνετε όσον μπορείτε πρωί και μόλις μπείτε στην εκκλησία να κλείνετε το στόμα σας και σιγά-σιγά να ανάβετε το κερί σας και να στέκεσθε πάντα στην ίδια θέση. Ούτε να κάθεστε την ώρα της θείας λειτουργίας χωρίς λόγο. Ο νους σας να μην ξεφεύγει εδώ κι εκεί. Από την ώρα που θα μπαίνετε στην εκκλησία μέχρι να τελειώση, να το παίρνετε απόφαση, μια ώρα θα μείνετε, να την διαθέσετε για προσευχή».
«Όταν τελειώση η θεία λειτουργία να πλησιάσετε με την σειρά και με σεβασμό στην Ωραία Πύλη, να πάρετε αντίδωρο με ενωμένα τα χέρια και στο δεξί χέρι να πάρετε το αντίδωρο. Αφού το φάτε, να μην ρίξετε τα ψίχουλα , που θα τύχη να σας μείνουν στα χέρια σας. Θα τα ρίξετε μέσα στην άμμο, που είναι στα μανουάλια και μετά θα πείτε καλημέρα».
Πρέπει κανονικά ως τις τρεις τη νύχτα να προσευχόμεθα, γιατί ως τις τρεις οι ουρανοί είναι ανοικτοί και η προσευχή μας εισακούεται.
Κάποτε κάποιες κυρίες από την Νικήσιανη επισκέφθηκαν το μοναστήρι [Ιερά Μονή Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες, (Σίψα) Δράμας]. Κουρασμένες και πεινασμένες πήγαν εκεί και ανέμεναν τη γνωστή πλούσια φιλοξενία του οσίου [Γεωργίου Καρσλίδη].
Ο όσιος τις κατάλαβε, τις υποδέχθηκε με καλοσύνη και αγάπη και έστρωσε το τραπέζι για φαγητό. Αγωνιούσαν να δουν ποια θα ήταν η φιλοξενία του, μια που είχαν ακούσει πως όλους τους φιλοξενούσε αβραμιαία.
Εκείνος τότε έβαλε μπροστά στην κάθε μία από μισή φέτα ψωμί. Οι γυναίκες περίμεναν και τη συνέχεια.
– Λοιπόν, τρώτε, τις είπε ο όσιος Γέρων.
Τότε η κάθε μία μέσα της σκέφτηκε: “Ε, Γέροντα με μισή φέτα ψωμί και τόση πεζοπορία που κάναμε, πώς να χορτάσουμε”. Δεν τόλμησαν όμως να πούνε τίποτε, για να μην το στενοχωρήσουν. Εκείνος εκεί κοντά περίμενε να δει τι θα κάνουν και τι θα πουν. Συγκλονισμένες διηγήθηκαν:
– Φάγαμε και χορτάσαμε· σαν μάννα από τον ουρανό ήταν εκείνο ψωμί, χορταστικό κι ευλογημένο.
Κάποιες δεν μπόρεσαν να το φάνε όλο και το πήραν μαζί τους για ευλογία.
– Είχε, όπως είπαν, αυτός ο λεπτοκαμωμένος Γέροντας να χορταίνει και σωματικά και και ψυχικά τον κάθε άνθρωπο.
«Αν θέλουμε να είμαστε πραγματικά Χριστιανοί, πρέπει να ακολουθήσουμε τα χνάρια του Χριστού μας. Πρέπει πάντα να συγχωρούμε και όχι να βλαστημούμε αυτούς, που μας έφταιξαν». «Ούτε τα πλούτη να σας κάνουν εντύπωση, ούτε οι δόξες, αλλά πάντοτε να βαδίζετε δίκαια».
«Παιδιά μου, ο κόσμος έχει φύγει από την αθωότητα κι από την καλωσύνη. Κάθε μέρα και προς το κακό φροντίζει να βαδίζη. Όσο περνούν τα χρόνια βαδίζουμε στην καταστροφή και ο Θεός αυτά δεν τα θέλει. Πόση διαφορά υπάρχει (σήμερα) από πριν πενήντα χρόνια».
Όταν αναχωρούσαν οι Βούλγαροι και χαιρόταν ο κόσμος, είπε ο όσιος: «Μη χαίρεσθε, θα έλθει καιρός που θα πείτε Βουλγαρία, Βουλγαρία… Γιατί οι μανάδες γέννησαν λύκους και οι λύκοι θα πιούν αίμα ανθρώπινο. Θα σκοτώσει πατέρας τον γυιό, αδελφός τον αδελφό…». Όπως κι έγινε στον εμφύλιο σπαραγμό…
Ο όσιος προφητικά έλεγε: «Την Ελλάδα η Ρωσία θα την υποστηρίξει. Η κόκκινη φυλή θα βοηθήσει την Ελλάδα. Θα γίνει πόλεμος στην Κωνσταντινούπολη και η κόκκινη φυλή θα φωνάξει τον βασιλιά, για να’ ρθει και να καθίσει στην Πόλη…».
Άλλοτε βγαίνοντας από την εκκλησία της μονής και βλέποντας συναγμένο κόσμο, τους είπε: «Εσείς καλά θα πεθάνετε, αλλά αυτά τα μικρά παιδιά τι έχουν να δουν! Οι Τούρκοι θα φθάσουν ως εδώ, αλλά ύστερα θα γυρίσουν πίσω και τότε μέσα στην Κωνσταντινούπολη εφτά μηνών μοσχάρι θα κολυμπάει μέσα στο αίμα…».
https://iconandlight.wordpress.com/category/%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B1/