Ο
π. Σεραφείμ Δημόπουλος γεννήθηκε το έτος 1937 στο Ηράκλειο της Κρήτης
από τον Κωνσταντίνο και την Ειρήνη. Ήταν δεύτερος από επτά αδέλφια και
στην βάπτισή του ονομάσθηκε Χρήστος. Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από
την Σμύρνη και είχε μακρινή συγγένεια με τον Εθνομάρτυρα και Ιερομάρτυρα
άγιο Χρυσόστομο Σμύρνης.
Ανατράφηκε με αρχές χριστιανικές. Φάνηκε από νωρίς η αγάπη του προς την Εκκλησία και η κλίση του για την ιερωσύνη, καθώς και η προτίμησή του για την ασκητική ζωή.
Ανατράφηκε με αρχές χριστιανικές. Φάνηκε από νωρίς η αγάπη του προς την Εκκλησία και η κλίση του για την ιερωσύνη, καθώς και η προτίμησή του για την ασκητική ζωή.
Από
μικρός είχε ζητήσει από τους γονείς του ξεχωριστό δωμάτιο. Η μητέρα του
έδωσε, αλλά απεφάσισε να κοιμάται μαζί του στο ίδιο δωμάτιο.
Τότε της παρουσιάστηκε η Παναγία στον ύπνο και της είπε: «Άφησέ τον να αγωνίζεται». Έκτοτε ο μικρός Χρήστος μπορούσε να προσεύχεται τα βράδια ανενόχλητος.
Τότε της παρουσιάστηκε η Παναγία στον ύπνο και της είπε: «Άφησέ τον να αγωνίζεται». Έκτοτε ο μικρός Χρήστος μπορούσε να προσεύχεται τα βράδια ανενόχλητος.
Ήταν επιμελής στα μαθήματα και προσεκτικός στην ζωή του. Δεν έλειπε γιορτές και Κυριακές από την Εκκλησία και από το Κατηχητικό. Σπούδασε την ιερά επιστήμη της θεολογίας για να λάβη εφόδια να διακονήση ως ιερέας την Εκκλησία.
Ως
φοιτητής επεσκέπτετο Μοναστήρια. Συνδέθηκε ιδιαίτερα με το μοναστήρι
του Αγίου Σεραφείμ Δομπού Λειβαδιάς, με την Λογγοβάρδα και τον οσίας
μνήμης ηγούμενό της π. Φιλόθεο Ζερβάκο.
Αφού πήρε το πτυχίο της Θεολογικής, έκανε και την στρατιωτική του θητεία. Για
ένα διάστημα εμείνε στο Άγιον Όρος κοντά σ’ εναν Σέρβο ασκητή, τον π.
Γεώργιο, που μόναζε στο Παλαιομονάστηρο της Μονής του Αγίου
Παντελεήμονος, και μυήθηκε στην νοερά προσευχή. Δεν έγινε όμως μοναχός,
ούτε θέλησε να μείνη οριστικά στο Άγιον Όρος. Ο Θεός είχε άλλα σχέδια
γι’ αυτόν, αλλού τον κατηύθυνε.
Ο Γέροντας είχε μεγάλη ευλάβεια για το Περιβόλι της Παναγίας και έλεγε: «Αυτά που κάνουμε εμείς εδώ κηρύγματα, φιλανθρωπίες… είναι για τα νήπια. Το Άγιον Όρος είναι το Πανεπιστήμιο. Εκεί οι μοναχοί δεν κόβουν τα πάθη, αλλά γνωρίζουν μεθόδους που ξερριζώνουν τα πάθη μια για πάντα. Ο μοναχός πρέπει να κάθεται στο κελλί του κι ας μην κάνη πολλά πνευματικά. Εάν ο μοναχός βγαίνη έξω στον κόσμο δεν κάνει καμμία προκοπή».
Κάποιος του πήγε ενα βιβλίο για το Άγιον Όρος. Ο Γέροντας το πήρε στα χέρια του, έψαξε μία- μία τις φωτογραφίες με Αγιορείτες γέροντες, τις ασπάστηκε, τις εναγκαλίστηκε θερμά και αμέσως μετά επέστρεψε το βιβλίο λέγοντας «πάρτο τώρα».
Κάποτε τον ρώτησαν αν γνώρισε από κοντά τον γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη και είπε:
—Ναί,
τον συνάντησα 2-3 φορές. Σε κοίταζε βαθειά με τα διαπεραστικά του μάτια
και σε “διάβαζε”. Όταν είχα βαρειά άρρωστους, κυρίως καρκινοπαθείς, του
έστελνα γράμμα και όλοι τους έγιναν καλά, ούτε ένας δεν πέθανε.
—Γέροντα, πως απέκτησε τόση χάρι ο γέροντας Παΐσιος;
—Ξέρεις τι προσευχές έφτιαχνε ο γέροντας Παΐσιος; Άστα, εμείς δεν κάνουμε τίποτα. Όλα με την προσευχή γίνονται.
—Πως
γίνεται Γέροντα, όποιος άνθρωπος κι αν ανοίξη ενα βιβλίο του γέροντα
Παΐσιου, να μαγνητίζεται και να ζητάη να διαβάση το βιβλίο, ενώ για άλλα
βιβλία να μένη αδιάφορος;
—Ο
γέροντας Παΐσιος είχε πολλή χάρη και αυτή μεταφέρεται στα βιβλία του.
'Οποιος τα διαβάζει, πληροφορείται και αναπαύεται η ψυχή του. Είχε τόση
χάρι, που και τα βιβλία που γράφουν οι άλλοι για αυτόν τραβάνε σαν
μαγνήτης. Εμείς όμως τελικά τίποτα δεν ξέρουμε για τον γέροντα Παΐσιο.
Αυτά που νομίζουμε πως ξέρουμε είναι πολύ λίγα. Αυτός ζούσε μεγάλα
πράγματα και δεν τα είπε ποτέ σε κανέναν. Έε!… δεν λέγονται εύκολα αυτά.
Αλλά και ο γέροντας Παΐσιος εκτιμούσε ιδιαίτερα τον π. Σεραφείμ.
Σε μία παρέα νέων από την Λάρισα, που τον επισκέφθηκαν στην Παναγούδα, τους είπε: «Γιατί έρχεστε σε μένα; Εσείς εκεί στην Λάρισα έχετε έναν άγιο άνθρωπο, τον π. Σεραφείμ».
Όμως την επόμενη φορά που οι νέοι αυτοί επισκέφθηκαν την Παναγούδα ανέφεραν στον γέροντα Παΐσιο ότι δεν υπάρχει κανένας π. Σεραφείμ στις ενορίες της Λάρισας. Βέβαια ο π. Σεραφείμ δεν είχε δική του ενορία, αλλά πήγαινε σε χωριά και όπου αλλού τον έστελνε η Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης, γιατί ήταν ιεροκήρυκας. Ο γέροντας Παΐσιος απάντησε: «Εκεί είναι, αλλά κρύβεται σαν τον λαγό πίσω από τους θάμνους, ψάξτε λίγο και θα τον βρείτε».
Γνωστός θεολόγος Λαρισαίος (Αθανασόπουλος Κωνσταντίνος, πρώην Διευθυντής Ακαδημίας Λάρισας) επεσκέπτετο πολύ συχνά τον π. Παΐσιο. Πάντα τον ρωτούσε να μάθη νέα για τον π. Σεραφείμ και όταν έφευγε, του έλεγε να του μεταφέρη τους χαιρετισμούς του.
Του
ανέφερε κάποιος ότι ένας Αγιορείτης Γέροντας μιλούσε υποτιμητικά για
τον γέροντα Παΐσιο, λέγοντας πως δεν ξέρουμε αν είναι άγιος.
Ο π. Σεραφείμ στενοχωρέθηκε και με έναν παιδικό αυθορμητισμό απάντησε: «Τί να κάνουμε; Αφού είναι Άγιος». Είχε την φωτογραφία του γέροντος Παϊσίου στον τοίχο πάνω από το κρεββάτι του, δείγμα ιδιαίτερης ευλαβείας, μαζί με τον Εσταυρωμένο, εικόνες της Παναγίας και την Αποκαθήλωση.
Ο π. Σεραφείμ στενοχωρέθηκε και με έναν παιδικό αυθορμητισμό απάντησε: «Τί να κάνουμε; Αφού είναι Άγιος». Είχε την φωτογραφία του γέροντος Παϊσίου στον τοίχο πάνω από το κρεββάτι του, δείγμα ιδιαίτερης ευλαβείας, μαζί με τον Εσταυρωμένο, εικόνες της Παναγίας και την Αποκαθήλωση.
Ασκητής
Αγόρασε ένα χωράφι έξω από την Λάρισα κοντά στις φυλακές και έχτισε το ασκητήριό του. Ο Γέροντας επέλεξε να ζήση στην συγκεκριμένη περιοχή, μέσα στα χωράφια, γιατί εκεί εσχηματίζετο το τρίγωνο του πόνου. Δηλ. από την μία μεριά είχε τις φυλακές, από την άλλη πλευρά το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο και από την άλλη το Κοιμητήριο (Νεκροταφείο).
Στο σπίτι του επί χρόνια δεν είχε νερό και το κουβαλούσε από απόσταση.
Για θέρμανση είχε μία ξυλόσομπα που σπάνια την άναβε. Οι επισκέπτες του τον χειμώνα έτρεμαν από την παγωνιά, ενώ εκείνος εστέκετο απαθής στο ψύχος. Πολλές φορές με κρύο οι μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα ήταν ορθάνοιχτα.
Το
σπίτι του έδειχνε εγκαταλελειμμένο, πολλά πράγματα ήταν πεταμένα δεξιά
και αριστερά, η αυλή ήταν χορταριασμένη με σκουπίδια ενώ τα ποντίκια
κυκλοφορούσαν άφοβα.
Γνωστός
του μαραγκός πήγε να επιδιορθώση την πόρτα του σπιτιού του στον επάνω
όροφο και είδε ότι δεν είχε κρεββάτι. Είχε κάτω στο τσιμέντο στρωμένες
παλαιές κουβέρτες, ένα παλαιό παλτό για σκέπασμα, ένα σακκάκι τυλιγμένο
ρολό για προσκέφαλο, και δίπλα βιβλία.
Στο μικρό του κουζινάκι έβραζε μέσα σ’ ένα σαρδελοκούτι μία πιπεριά. Αυτό ήταν το φαγητό της ημέρας.
Διηγείται
πνευματικό του τέκνο: «Εξομολογιόμουν μία φορά τον χρόνο, όταν
επισκεπτόμουν το Άγιον Όρος. Ο Πνευματικός μου, κάποια στιγμή, με
συμβούλευσε να αναζητήσω εξομολόγο στην πόλη μου την Λάρισα για να
βοηθηθώ καλύτερα. Ενώ έψαχνα να βρω έναν καλό Πνευματικό, άκουσα σε
συζήτηση ότι στην Λάρισα υπάρχει ένας Πνευματικός, ρακένδυτος και
ατημέλητος, που μένει λίγο πιο κάτω από τις δικαστικές φυλακές σε ένα
σπιτάκι, που είναι μέσα στα χωράφια, και στην βεράντα έχει μία σημαία
Βυζαντινή. Αναπαύτηκα σε αυτά τα λόγια και σκέφτηκα να τον επισκεφτώ,
αλλά γρήγορα το ξέχασα και αμέλησα.
Πέρασαν 7-8 μήνες από τότε και μου παρουσιάστηκε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Φεύγοντας από τον γιατρό ταραγμένος, κατά το μεσημέρι, μου ήρθε μία έντονη επιθυμία να πάω να βρω αυτόν τον Γέροντα, που ούτε το όνομά του δεν θυμόμουν με βεβαιότητα.
Εντόπισα εύκολα το σπίτι, και μία γυναίκα που περίμενε απ’ έξω μου επιβεβαίωσε ότι εκεί μένει ο π. Σεραφείμ. Ήταν ένα μικρό σπίτι με ισόγειο και πρώτο όροφο. Στην βεράντα είχε δύο μπαλκονόπορτες με χοντρά κάθετα σίδερα που θύμιζαν φυλακή. Ο μικρός προαύλειος χώρος είχε συρματόπλεγμα. Χορταριασμένος, με σκουπίδια και 3-4 πλαστικές καρέκλες. Όλα έδιναν μία εικόνα εγκατάλειψης.
Πέρασαν 7-8 μήνες από τότε και μου παρουσιάστηκε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Φεύγοντας από τον γιατρό ταραγμένος, κατά το μεσημέρι, μου ήρθε μία έντονη επιθυμία να πάω να βρω αυτόν τον Γέροντα, που ούτε το όνομά του δεν θυμόμουν με βεβαιότητα.
Εντόπισα εύκολα το σπίτι, και μία γυναίκα που περίμενε απ’ έξω μου επιβεβαίωσε ότι εκεί μένει ο π. Σεραφείμ. Ήταν ένα μικρό σπίτι με ισόγειο και πρώτο όροφο. Στην βεράντα είχε δύο μπαλκονόπορτες με χοντρά κάθετα σίδερα που θύμιζαν φυλακή. Ο μικρός προαύλειος χώρος είχε συρματόπλεγμα. Χορταριασμένος, με σκουπίδια και 3-4 πλαστικές καρέκλες. Όλα έδιναν μία εικόνα εγκατάλειψης.
»Άρχισα να φωνάζω: “Πάτερ Σεραφείμ! Πάτερ Σεραφείμ!”.
Ένας αναμαλλιασμένος, μαυριδερός Γέροντας βγήκε στην μπαλκονόπορτα και είπε: “Γειά σου… (το όνομά μου). Τί κάνεις;”. Ξαφνιάστηκα που είπε το όνομά μου, αλλά τον ρώτησα, αν μπορούμε να μιλήσουμε και είπε: “Φύγε, φύγε…”.
Ένας αναμαλλιασμένος, μαυριδερός Γέροντας βγήκε στην μπαλκονόπορτα και είπε: “Γειά σου… (το όνομά μου). Τί κάνεις;”. Ξαφνιάστηκα που είπε το όνομά μου, αλλά τον ρώτησα, αν μπορούμε να μιλήσουμε και είπε: “Φύγε, φύγε…”.
—Πότε να έρθω;
—Φύγε και να μην ξανάρθης.
»Την
επομένη το πρωί ξαναπήγα. Οι πόρτες (αυλόπορτα και κεντρική) ήταν τώρα
ανοιχτές. Ήταν σαν να με περίμενε: “Έλα, έλα μέσα”, μου είπε, και μπήκα
σε ένα μικρό δωμάτιο, όπου υπήρχε μεγάλη ακαταστασία. Πάνω σε ένα
τραπέζι ριγμένα κάθε είδους πράγματα. Αλλά σκεπτόμενος το πρόβλημά μου,
δεν έδωσα καμία σημασία. Ένιωθα απολογούμενος εμπρός στον θρόνο του
Θεού. Κατέβαλα κόπο να πνίξω τα δάκρυά μου και ο Γέροντας απέναντί μου,
ρακένδυτος, ηλιοκαμένος, χωρίς δόντια, με αστραφτερές ματιές με έπειθε
ότι τα ξέρει όλα. Με διακριτικό τρόπο άρχισε να λέη τις αμαρτίες μου:
“Είναι μερικοί άνθρωποι που κάνουν αυτό… κάποιοι άλλοι κάνουν εκείνο…
και ζούνε έτσι…”.
Όταν τελείωσε πήρε το πετραχήλι, το φόρεσε και εγώ γονάτισα χωρίς να πω λέξη. Φεύγοντας μου χάρισε ένα βιβλίο του, το Λαυσαϊκόν.
Όταν τελείωσε πήρε το πετραχήλι, το φόρεσε και εγώ γονάτισα χωρίς να πω λέξη. Φεύγοντας μου χάρισε ένα βιβλίο του, το Λαυσαϊκόν.
»Ποτέ
δεν του ανέφερα το πρόβλημα υγείας μου, το οποίο σιγά-σιγά υπεχώρησε,
ενώ στις επόμενες συναντήσεις μας ξαλάφρωνα από το βάρος των πολλών μου
αμαρτιών.
»Έκτοτε άρχισα να επισκέπτομαι όλο και συχνότερα τον Γέροντα.
Είχα την βεβαιότητα ότι είχα μπροστά μου έναν άγιο άνθρωπο και κάθε συνάντηση με συγκινούσε ιδιαίτερα. Πρώτη φορά συναντούσα άνθρωπο που ήταν ολοκληρωτικά δοσμένος στον Θεό. Καμία φροντίδα για τον χώρο όπου ζούσε, καμία έγνοια για τον εαυτό του, καμία φιλοδοξία για καριέρα και μάταιη δόξα. Μία ψυχή εκατό τοις εκατό παραδομένη στην αγάπη του Θεού.
Άρχισα να αναλογίζομαι αν αξίζει να στενοχωριέμαι για όλα αυτά τα μάταια για τα οποία έτρεχα από το πρωί έως το βράδυ. Αναθεωρούσα καθημερινά τις απόψεις μου, σκεπτόμενος πως για την ψυχή μου δεν δούλεψα καθόλου. Τρόμαζα μπροστά στο ενδεχόμενο ενός αιφνίδιου θανάτου και μιας αιώνιας καταδίκης. Με τον Γέροντα ανακάλυψα έναν άλλο κόσμο, μία άλλη πορεία που με συνάρπαζε κάθε μέρα περισσότερο.
Είχα την βεβαιότητα ότι είχα μπροστά μου έναν άγιο άνθρωπο και κάθε συνάντηση με συγκινούσε ιδιαίτερα. Πρώτη φορά συναντούσα άνθρωπο που ήταν ολοκληρωτικά δοσμένος στον Θεό. Καμία φροντίδα για τον χώρο όπου ζούσε, καμία έγνοια για τον εαυτό του, καμία φιλοδοξία για καριέρα και μάταιη δόξα. Μία ψυχή εκατό τοις εκατό παραδομένη στην αγάπη του Θεού.
Άρχισα να αναλογίζομαι αν αξίζει να στενοχωριέμαι για όλα αυτά τα μάταια για τα οποία έτρεχα από το πρωί έως το βράδυ. Αναθεωρούσα καθημερινά τις απόψεις μου, σκεπτόμενος πως για την ψυχή μου δεν δούλεψα καθόλου. Τρόμαζα μπροστά στο ενδεχόμενο ενός αιφνίδιου θανάτου και μιας αιώνιας καταδίκης. Με τον Γέροντα ανακάλυψα έναν άλλο κόσμο, μία άλλη πορεία που με συνάρπαζε κάθε μέρα περισσότερο.
»Όταν
έβλεπα τον Γέροντα, το άγχος, οι φοβίες, και οι στενοχώριες έφευγαν
αμέσως, σε βαθμό που ξεχνούσα για ποιο λόγο πήγαινα και τι ήθελα να τον
ρωτήσω. Από την συζήτηση όμως, σκεπτόμενος καθώς έφευγα, έβρισκα τις
απαντήσεις. Αυτά που λίγο πριν φάνταζαν σπουδαία τώρα μου φαίνονταν
ασήμαντα. Κάποιες φορές που δεν μπορούσε να με δεχτή, μου αρκούσε που
τον έβλεπα και έφευγα ξαλαφρωμένος. Έτσι άρχισα να καταλαβαίνω πως
συνήθως γνώριζε τον λόγο της επίσκεψής μου».
Ο Συνταγματάρχης Διαμαντόπουλος Ευστάθιος αναφέρει: «Αναζητούσα έναν Πνευματικό με βαθειά πίστη για να εξομολογηθώ. Το 2005 επισκέφθηκα το Άγιον Όρος και στη Νέα Σκήτη άκουσα γέροντα Ασκητή να μου μιλά για τον π. Σεραφείμ που μένει στην Λάρισα, την πατρίδα μου, με μεγάλη πνευματικότητα και σπάνια χαρίσματα.
Έτσι κάποια ημέρα έφθασα στο σπιτάκι του για να εξομολογηθώ. Εκεί ήταν ακόμη οκτώ άτομα που τον περίμεναν. Μόλις ήρθε ο Γέροντας παρακάλεσε ευγενικά τους άλλους να αποχωρήσουν και κράτησε μόνο εμένα. Μου είπε να καθίσω σε μία καρέκλα χωμένη μέσα στα αγριόχορτα της αυλής, και ο ίδιος κάθισε κοντά μου, φορώντας ένα παλαιό πετραχήλι. Μου έκανε νεύμα και άρχισα να εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου, χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Ο Γέροντας κάλυπτε με τις παλάμες του το πρόσωπό του, αποφεύγοντας να με κοιτάζει κατάματα. Αφού τελείωσα την εξομολόγηση, μου έδωσε κάποιες συμβουλές και πνευματικές οδηγίες, αποκαλώντας με με το όνομά μου κατ’ επανάληψη, χωρίς να με γνωρίζει. Μου αναπτέρωσε το ηθικό, με αναζωογόνησε, με γέμισε ελπίδες για την ζωή, με γέμισε θάρρος και δύναμη για να αγωνιστώ, και με συγκίνησε».
Τον κόσμο συνήθως τον εδέχετο απογευματινές ώρες. Τότε έβγαινε με ένα 300άρι κομποσκοίνι στην αυλή, καθόταν σε μία πλαστική καρέκλα και κοιτούσε προς την Ανατολή. Μιλούσε ελάχιστα και αινιγματικά. Μερικές φορές τον ρωτούσαν κάτι και εκείνος έμενε για λίγο σιωπηλός, κάτι ψιθύριζαν τα χείλη του, ίσως την ευχή “Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, και σε λίγο επανήρχετο και απαντούσε. Κάποτε είπε: «Αν δεν έχω πληροφορία, δεν μιλώ, ούτε μου αρέσει να κάνω τον δάσκαλο. Διδάσκαλος ήταν ένας, ο Κύριος».
Ήταν από τους λίγους Πνευματικούς που μπορούσε να δηλώσει την άγνοιά του και σε ερωτήματα να απαντάει: «Δεν ξέρω».
Επίσης,
εστενοχωρείτο για την πνευματική στασιμότητα των ανθρώπων που
εξομολογούντο. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Έρχονται και λένε τα ίδια και τα
ίδια, δεν έχουν πνευματική πρόοδο».
Επανειλημμένα είχε ζητήσει από γνωστούς του να μη μιλούν σε τρίτους για τον ίδιο.
—Γέροντα, να σας φέρω κάποιους γνωστούς μου να τους εξομολογήσετε;
—Όχι, τόσοι Πνευματικοί είναι, να πάνε αλλού. Να μη λες τίποτα σε άλλους για μένα.
Ο χρόνος του Γέροντα αφιερώνετο κυρίως στην προσευχή και στην εξομολόγηση. Τα τελευταία χρόνια η φήμη του εξαπλώθηκε και ερχόταν κόσμος και εκτός Νομού. Σχηματίζετο μία μεγάλη ουρά αυτοκινήτων και άνθρωποι κάθε ηλικίας ήθελαν να τον δουν. Αυτός με διάκριση προσπαθούσε να βλέπει όσους είχαν πραγματική ανάγκη. Επειδή όμως πολλοί εγίνοντο πιεστικοί και φορτικοί, ο Γέροντας έχανε την ησυχία του και σπαταλούσε άσκοπα τον χρόνο του.
Έτσι
κρέμασε ένα σημείωμα στην εξώπορτα όπου έλεγε: «Όχι εξομολογήσεις, όχι
επισκέψεις». Οι άνθρωποι όμως δεν έφευγαν. Θορυβούσαν συζητώντας και ο
Γέροντας κατέφευγε κάποιες φορές στον παιδικό σταθμό «τα μικρά
χελιδονάκια», για ησυχία, μελέτη και προσευχή.
Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄,έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012