Πώς τιμωρούσαν τους παιδεραστές, τους κίναιδους και τους κτηνοβάτες. Οι μοιχαλίδες κλείνονταν σε μοναστήρια και ο απατημένος έπαιρνε όλη την περιουσία τους...
Ο τρόπος ζωής των Βυζαντινών είχαν στο επίκεντρο την εγκράτεια. Γι’ αυτό καυτηριαζόταν με πολύ σκληρό τρόπο το πάθος της παιδεραστίας και της ομοφυλοφιλίας, το οποίο θεωρούνταν δαιμόνιο, και μάλιστα το αισχρότερο όλων.
Κατά τους Βυζαντινούς τα είδη της «αρσενοκοιτίας» ήταν τρία: το πρώτο και ελαφρότερο ήταν «το παρ’ άλλων παθείν», το δεύτερο και βαρύτερο «το ποιήσαι εις έτερον» και το τρίτο και βαρύτατο «το παθείν παρ’ ετέρου και ποιήσαι εις έτερον».
Υπήρχε μάλιστα και σχετική παλαιά παροιμία, η εξής: «Καλύτερα να κρύψει κανείς πέντε ελέφαντες υπό μάλης παρά έναν κίναιδο». Στην ίδια λογική κινούνταν και η αντίληψη ότι αν συναντούσε κανείς πρωί κίναιδο στον δρόμο, ήταν κακός οιωνός. Τέλος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος μιλάει για αρσενικοθήλυκους άντρες, που δεν ήταν ούτε άντρες ούτε γυναίκες, αλλά άντρες για τις γυναίκες και γυναίκες για τους άντρες.
Ο Λέων ΣΤ’ με νόμο επέτρεψε στους ευνούχους να υιοθετούν παιδιά, αφού δεν μπορούσαν να έχουν δικά τους, ενώ με άλλη διάταξή καταπολέμησε τον ευνουχισμό. Ο Λέων Στ’ θέσπισε επίσης νόμο σύμφωνα με τον οποίο, στη σύζυγό που διέπραττε μοιχεία επιβαλλόταν ο εγκλεισμός της σε μοναστήρι και την περιουσία της την έπαιρνε ο απατημένος σύζυγος.
Με βάση άλλη νομοθετική διάταξη του Λέοντα ΣΤ’, η σύζυγος αιχμαλώτου δεν μπορούσε να παντρευτεί άλλον άντρα, αλλά όφειλε να περιμένει την επάνοδο του συζύγου της από την αιχμαλωσία. Ακόμα, καταργούνταν οι παλλακίδες.
Διαστροφή στο Βυζάντιο θεωρούνταν φυσικά και η κτηνοβασία, τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες. Η πολιτεία θεωρούσε τους κτηνοβάτες λεπρούς, δηλαδή ηθικά μολυσμένους και επέβαλλε σκληρές ποινές. Στα «Βασιλικά» (νόμοι των Μακεδόνων) αναφέρεται ρητά: «Οι αλογευόμενοι (κτηνοβάτες) καυλοκοπείσθωσαν» (να τους αφαιρείται το ανδρικό μόριο). Για την αλογευόμενη γυναίκα προβλεπόταν θανάτωση με ξίφος ή αν ήταν ελεύθερη γινόταν δούλη.
Πηγή
Ο τρόπος ζωής των Βυζαντινών είχαν στο επίκεντρο την εγκράτεια. Γι’ αυτό καυτηριαζόταν με πολύ σκληρό τρόπο το πάθος της παιδεραστίας και της ομοφυλοφιλίας, το οποίο θεωρούνταν δαιμόνιο, και μάλιστα το αισχρότερο όλων.
Κατά τους Βυζαντινούς τα είδη της «αρσενοκοιτίας» ήταν τρία: το πρώτο και ελαφρότερο ήταν «το παρ’ άλλων παθείν», το δεύτερο και βαρύτερο «το ποιήσαι εις έτερον» και το τρίτο και βαρύτατο «το παθείν παρ’ ετέρου και ποιήσαι εις έτερον».
Υπήρχε μάλιστα και σχετική παλαιά παροιμία, η εξής: «Καλύτερα να κρύψει κανείς πέντε ελέφαντες υπό μάλης παρά έναν κίναιδο». Στην ίδια λογική κινούνταν και η αντίληψη ότι αν συναντούσε κανείς πρωί κίναιδο στον δρόμο, ήταν κακός οιωνός. Τέλος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος μιλάει για αρσενικοθήλυκους άντρες, που δεν ήταν ούτε άντρες ούτε γυναίκες, αλλά άντρες για τις γυναίκες και γυναίκες για τους άντρες.
Ο Λέων ΣΤ’ με νόμο επέτρεψε στους ευνούχους να υιοθετούν παιδιά, αφού δεν μπορούσαν να έχουν δικά τους, ενώ με άλλη διάταξή καταπολέμησε τον ευνουχισμό. Ο Λέων Στ’ θέσπισε επίσης νόμο σύμφωνα με τον οποίο, στη σύζυγό που διέπραττε μοιχεία επιβαλλόταν ο εγκλεισμός της σε μοναστήρι και την περιουσία της την έπαιρνε ο απατημένος σύζυγος.
Με βάση άλλη νομοθετική διάταξη του Λέοντα ΣΤ’, η σύζυγος αιχμαλώτου δεν μπορούσε να παντρευτεί άλλον άντρα, αλλά όφειλε να περιμένει την επάνοδο του συζύγου της από την αιχμαλωσία. Ακόμα, καταργούνταν οι παλλακίδες.
Διαστροφή στο Βυζάντιο θεωρούνταν φυσικά και η κτηνοβασία, τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες. Η πολιτεία θεωρούσε τους κτηνοβάτες λεπρούς, δηλαδή ηθικά μολυσμένους και επέβαλλε σκληρές ποινές. Στα «Βασιλικά» (νόμοι των Μακεδόνων) αναφέρεται ρητά: «Οι αλογευόμενοι (κτηνοβάτες) καυλοκοπείσθωσαν» (να τους αφαιρείται το ανδρικό μόριο). Για την αλογευόμενη γυναίκα προβλεπόταν θανάτωση με ξίφος ή αν ήταν ελεύθερη γινόταν δούλη.
Πηγή