Δυο συγκλονιστικά θαύματα του Αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου. Στο πρώτο, το πιο συγκλονιστικό για μένα, αναστήθηκε μία νεκρή ψυχή. Στο δεύτερο, αναστήθηκε ένα νεκρό σώμα
σσ.
Από την εκπομπή «Γράμματα Σπουδάματα» με τον Δημήτριο Νατσιό και προσκεκλημένη την Αθηνά Σιδέρη.
Πολύ ωραίο ραντεβού είχαμε, έχω πολλά λεφτά μαζί μου, θα μπορούσα να στα δώσω .. μόνο που εγώ δεν θέλω να ξενοιαστώ από σένα ..
Αθηνά Σιδέρη: Ήμουν σε μία αποστολή και θα έφευγα να πήγαινα σε μία άλλη. Εκεί, μου δώσαν για το έργο της άλλης αποστολής πολλά χρήματα. Μου είπανε, αυτά τα διαθέτουμε εκεί, πάρε τα κυρία Σιδέρη να τα πας αμέσως εκεί. Θα πήγαινα βέβαια, είχα τελειώσει την πρωινή μου αποστολή και έπρεπε μιάμιση ώρα το μεσημέρι να βρίσκομαι στον άλλον τομέα που ήταν στην άλλη άκρη της Αττικής.
Καινούριο το αυτοκίνητό μου. Οδηγούσα τώρα, βγαίνω, κίνηση η αττική οδός, λέω θα πάρω παραδρόμους να φτάσω στο σπίτι μου μια ώρα γρηγορότερα. Μπαίνω σε παράδρομο που ήτανε εξίσου με πολλή κίνηση, δεν ήταν ότι ήταν απόμεροι οι δρόμοι, και σβήνει ξαφνικά το αυτοκίνητό μου.
Δημήτρης Νατσιός: Αν και καινούριο.
Αθηνά Σιδέρη: Αν και καινούριο. Το παρκάρω κάπως με κάποιον κόπο έτσι στην άκρη, όλοι να φεύγουν κανείς να μην δίνει σημασία. Κατέβηκα, παίρνω τηλέφωνο τον σύζυγό μου. Λέω αυτό κι αυτό μου κάνει το αυτοκίνητο, δεν παίρνει μπρος. Μου είπε τι να κάνω. Τέλος πάντων προσπάθησα, δεν έπαιρνε μπρος. Μου λέει, μόλις δεις και δεν σου πάρει θα έρθω εγώ να το τακτοποιήσω μην ανησυχείς, ξανατηλεφώνησέ μου.
Όμως δεν πρόλαβα να τηλεφωνήσω διότι από το δάσος μέσα ερχότανε κάποιος έτσι άνθρωπος, τον οποίο εντάξει μπορεί να τον είδα δεν μπορώ να πω ότι φοβήθηκα, παρόλο που η όλη του όψις όντως σε προκαλούσε να φοβηθείς. Παρόλα αυτά εγώ είχα την έννοια του αυτοκινήτου μου ..
Εντούτοις, με προλαβαίνει με την πόρτα ανοιχτή. Αρπάζει την πόρτα, αρχίζει την κουνάει και μου λέει, δεν ξέρω τι θα κάνεις τώρα, ό,τι έχεις και δεν έχεις θα τα δώσεις.
Λέω, πολύ ωραίο ραντεβού είχαμε γιατί όντως έχω πολλά λεφτά μαζί μου σήμερα.
Δημήτρης Νατσιός: Βρήκατε το θάρρος δηλαδή, δεν τα χάσατε.
Αθηνά Σιδέρη: Αυτό ήτανε από τον Γέροντα. Φώναξα αμέσως τον Γέροντα. Ήταν η όλη του η όψις, ένας άνθρωπος μέχρι κει πάνω.
Δημήτρης Νατσιός: Απειλητικές διαθέσεις.
Αθηνά Σιδέρη: Ναι. Ο άνθρωπος μου συστήθηκε. Γνωστός, αλλά είχε αποφυλακιστεί και δεν μπορούσε να ενταχθεί. Δεν τον δεχόταν η οικογένεια και είχε βρεθεί σε κάποια δάση ας πούμε.
Μου λέει δεν έχω να φάω, προτιμώ να γυρίσω ξανά πίσω.
Μιλιά εγώ, δεν ήξερα τι να του πω. Κράτησα την ηρεμία, οπότε με αρπάζει, με κουνάει τρανταχτά δυο φορές όπως ήμουνα στο τιμόνι και μου λέει, εγώ σου μιλάω και δεν μιλάς.
Του λέω, δε σου μιλώ γιατί δεν θέλω να σε αποφύγω. Παρακαλούσα τον Γέροντα να μου βάζει λόγια. Δεν θέλω να σε αποφύγω. Θα μπορούσα να ξενοιάσω, να σου δώσω. Nα, τη βλέπεις την τσάντα, είναι πάνω στο κάθισμα και έχει πολλά λεφτά. Να στα δώσω, αλλά δε θέλω να ξενοιάσω από σένα. Θέλω να σε δω να ενταχθείς στην κοινωνία του λέω, και σήμερα παρόλο που έχω αλλού ιεραποστολή θα μείνω μαζί σου.
Να, του λέω, και βγάζω απ’ το ασφάλιστρο το εικονάκι του Γέροντα. Προσκαλώ τον άγιο αυτόν Γέροντα, έχει κοιμηθεί, του λέω. Θα στον προσφέρω, θα το βάλεις στο τσεπάκι του πουκαμίσου σου και μαζί σου θα μείνω σήμερα. Θα σε βοηθήσω να πιάσεις δουλειά. Δεν θα φύγω από κοντά σου.
Το παίρνει, το διαβάζει. Μου λέει,
Tον ήξερες;
Πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά. Εκείνος θα σε βοηθήσει, του λέω. Θα ενταχθείς αθόρυβα, μυστικά, απαλά και θα γίνεις ένας οικογενειάρχης καταπληκτικός. Θα τα αφήσεις όλα στο παρελθόν.
Δεν ξέρω κύριε Δημήτρη τι του είπα. Τι άλλο του είπα, δεν ξέρω. Εκείνη τη σκηνή που θυμάμαι, είναι ότι κατέρρευσε αυτό το θεριό, γονάτισε κάτω. Έκλαιγε εκείνος, να κλαίω κι εγώ, και να μου πει στο τέλος ότι μου διηγήθηκε και μου είπε μυστικά που δεν τα ‘χε πει ούτε στους δικηγόρους του.
Είχε επέλθει μετάνοια. Τι ωραίο πράγμα!
Του λέω, κρίμα, με βλέπεις και μένα έκλαψα μαζί σου και θα κλαίω κάθε φορά που θα σε θυμάμαι. Εύχομαι να σε θυμάμαι με χαρά και να κλαίω από χαρά. Λυπάμαι μόνο που δεν ήταν ένας παπάς εδώ μωρέ, του λέω, έναν παπά θέλαμε τώρα, ένα πετραχήλι. Αυτά που μου ‘πες εμένα να τα ‘λεγες σε ένα πετραχήλι. Θα έριχνε απάνω σου το πετραχήλι κι απ’ τον πίνακα της ζωής σου όλα θα είχανε σβήσει, όλα, και θ’ άρχιζες μία καινούρια ζωή.
Γιατί; Εσύ εξομολογείσαι; μου λέει.
Ε βέβαια, του λέω. Θα ήμουν άνθρωπος αν δεν εξομολoγιώμουν; Δεν θα ήμουν άνθρωπος. Και σου δόθηκε η ευκαιρία, του λέω. Σου δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία. Σου χτύπαγε ο ιερέας το κελί σου, και δεν του άνοιγες.
Το ξέρω, μου λέει.
Δεν μπορείς να επαναλάβεις αυτά τα λόγια; Μπες μέσα στο αυτοκίνητο, του λέω.
Δημήτρης Νατσιός: Το ξέχασε και το ποσό, ξέχασε και τον σκοπό του, όλα, μέσα σε λίγα λεπτά έγινε αυτή η αλλοίωση. Ο λύκος έγινε αρνάκι.
Αθηνά Σιδέρη: Όλα.. Του λέω, εγώ σήμερα θα μείνω, θα πάμε σε ένα σουπερμάρκετ, θα πάρουμε σκούπα και φαράσι και σάκους απορριμμάτων. Εγώ θα χτυπώ τις πόρτες των σπιτιών κι εσύ θα σκουπίζεις το πεζοδρόμιο και θα τους λέω, παρακαλώ πολύ, ο κύριος σας σκουπίζει το πεζοδρόμιο, πληρώστε τον. Τι σε νοιάζει εσένα, θα βγάλεις μεροκάματο σήμερα γιατί αν στα δώσω αυτά, αύριο δεν θα ΄χεις.
Του λέω, είσαι έτοιμος να σε πάω να τα πεις αυτά όπως μου τα πες εμένα; Όπως μου τα ‘πες.
Ήταν η ωραιότερη εξομολόγηση, δεν έχω κάνει εγώ τέτοια εξομολόγηση.
Μου λέει, και πού να πάω;
.. και του ανέφερα τον πατέρα Μάρκο τον Μανώλη που ήταν ιερέας των φυλακών. Aιωνία του η μνήμη.
Οπότε μου λέει, θα πάω, γράψε μου τη διεύθυνση.
Του λέω, θα σε πάω εγώ.
Όχι, δεν θέλω να με πας εσύ. Θα χρησιμοποιήσω το Peugeot το 2.
Σας τα λέω όπως μου το ‘πε· τα ποδαράκια μου. Του γράφω τη διεύθυνση, του λέω είναι η καταλληλότερη ώρα να φτάσεις, πήγαινε σε παρακαλώ.
Καλά εσύ τώρα, άρχισε να πονάει εμένα, πως σταμάτησες εδώ;
Λέω, γιατί μας έκλεισε το ραντεβού ο Κύριος. Βλέπεις ότι είναι καινούριο το αυτοκίνητο. .. Έσβησε ξαφνικά.
Δημήτρης Νατσιός: Πρώτη φορά έσβησε έτσι.
Αθηνά Σιδέρη: Πρώτη φορά και χωρίς λόγο.
Μου λέει, να σε σπρώξω.
Τώρα θα πάρει μόνο του μπρος, του λέω. Έχω τόση χαρά μέσα μου που σε γνώρισα, που δε λέγεται.
Του λέω, θα πας;
Θα πάω.
Βγάζω να του δώσω χίλιες δραχμές. Δεν μου τις δέχτηκε. Δεν παίρνω τίποτα μου λέει. Ρε αμάν, έχω εισιτήρια για το λεωφορείο. Τίποτα μου λέει. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, έλα να σε σπρώξω.
Του λέω περίμενε. Βάζω μπρος, το αυτοκίνητο πήρε.
Ο χρόνος που κύλησε ήταν πάρα πολύς, μα πάρα πολύς. .. του λέω να κάνουμε τώρα εμείς μαζί μία προσευχή εδώ, μέσα στο δάσος. Έπρεπε να ήμουν μιάμιση ώρα στο τάδε σημείο. Πηγαίνω εκεί, και του το ‘πα που πήγαινα. Αλλά θα παρακαλέσουμε μαζί τον Γέροντα, θα γυρίσει τα ρολόγια πίσω και εγώ θα έχω συνέπεια. Να το πιστέψεις αυτό που σου λέω.
Αλήθεια έ!
Έτσι θα γίνει, του λέω, στη μιάμιση η ώρα θα είμαι εκεί, κι ας είναι περισσότερο από μιάμιση εδώ.
Πραγματικά φεύγει, χωρίσαμε, εν ομονοία, εν αγάπη, εν ειρήνη και φεύγουμε και πάω εγώ στον σκοπό μου. Τηλεφωνώ στον σύζυγο ότι όλα ήταν ok και ήμουν πεπεισμένη, δεν είχα αμφιβολία, ότι πήγε στον πατέρα Μάρκο τον Μανώλη.
Πέρασαν τρεις μήνες από τότε, παρόλο που τον συναντούσα πολύ συχνά τον πατέρα Μάρκο, δεν τον ρώτησα ποτέ μα ποτέ τι έγινε με αυτόν τον άνθρωπο. Αφού το είχα πιστέψει ότι είχε πάει, γιατί να το σχολιάσω.
Δημήτρης Νατσιός: Να μη δρέψετε δάφνες, καταλαβαίνω, από διακριτικότητα ..
Αθηνά Σιδέρη: Στους τρεις μήνες, χρειάστηκε να τον μεταφέρω να κοινωνήσει κάποιον, και όταν επιστρέψαμε μου λέει στο δρόμο,
– Κυρία Αθηνά, δε θα με ρωτήσετε κάτι;
– Πατέρα, φοβάμαι μην μπω σε οικόπεδα περιέργειας, αλλά είναι να δοξάζει κανείς τον Κύριο και την πρόνοιά Του. Υπάρχει πρόνοια πάτερ έ;
– Όντως, και λειτουργεί με μαθηματική ακρίβεια.
Δεν είπαμε τίποτε. Μεγάλα τα της πίστεως κατορθώματα μου είπε. Δε μιλήσαμε καθόλου, ήμουν πεπεισμένη ότι όλα είχαν αλλάξει στη ζωή του.
Έξι μήνες μετά. Μεταξύ Κηφισίας, κατεβαίνοντας από τα Δικαστήρια κατέβαινε η μακαριστή μου η Ματίνα στο αυτοκίνητό της. Στα φανάρια της Κηφισιάς ένας κύριος ωραία ντυμένος, πολιτισμένος, ξυρισμένος, πουλούσε αναπτήρες, χαρτομάντηλα, κουτιά για το αυτοκίνητο κτλπ. Της χτυπάει το τζάμι, της λέει, θα πάρετε κάτι; Εκείνη του λέει, ευχαριστώ πολύ.
Είχε όμως στο ταμπλό του αυτοκινήτου τον Άγιο Γέροντα. Της λέει, δεν πειράζει κοπέλα μου που δεν παίρνεις, έχω όμως πολλή χαρά που σε φυλάει ο Γέροντας ο Πορφύριος. Ανοίγει το παράθυρο αυτό ενθουσιασμένη και λέει, τον ξέρετε κι εσείς;
Λέει, εγώ κοπέλα μου που με βλέπεις είμαι ο τάδε, και μου τον γνώρισε η κυρία Αθηνά η Σιδέρη. Και μ’ έκανε άνθρωπο.
Και σήμερα είναι ένας θαυμάσιος οικογενειάρχης.
[Σε μας οφείλεται να μην κατακρίνουμε τους διπλανούς μας, ό,τι και να ‘χουν κάνει .. γιατί έλεγε ο Γέροντας, έτσι και τους κατακρίνουμε, θα βρεθούμε εμείς σ’ αυτή τη θέση. – Αθηνά Σιδέρη]
(Αξίζει πραγματικά να το ακούσετε: 28:30 έως 40:00)
***
Δημήτρης Νατσιός: Μου αναφέρατε, και εγώ είμαι περίεργος, και με συγχωρείτε έτσι που το λέω δημοσίως, για αναστάσεις κεκοιμημένων. .. Αυτό που έλεγε ο Κύριος ότι θα κάνουν θαύματα οι άγιοι μεγαλύτερα από τα δικά μου.
Αθηνά Σιδέρη: Βεβαίως. Αυτό μου έχει τύχει πολλές φορές αλλά επιλεκτικά θα πάρω ένα έτσι επειδή έχει κοιμηθεί τώρα, έχει συμβεί, αλλά πέρασαν αρκετά χρόνια.
Στο νοσοκομείο που εργαζόμουν εθελοντικά, κάναμε κατά καιρούς διάφορες εκδηλώσεις για τους ασθενείς. Ένα απόγευμα λοιπόν αποκριάς, είχαμε κατεβάσει τους ασθενείς απ’ τα δωμάτιά τους. Απόγευμα μετά τις τρεις δηλαδή, ώρα κατάλληλη για τους ασθενείς, να τους προσφέρουμε ένα απογευματινό. Ήτανε και οι γιατροί καλεσμένοι.
Μία κυρία την οποίαν εγώ δεν ήξερα, δικαστικός στο επάγγελμα, γνώριζε μία πολύ στενή μου φίλη και με παίρνει τηλέφωνο. Είχε μάθει για την εκδήλωση αυτή και μου λέει, κυρία Σιδέρη θα μπορέσω να παραστώ και εγώ που δεν είμαι εντός της ομάδος, είμαι εκτός; Δέχεστε και ξένο κόσμο; Λέω πολύ ευχαρίστως να έρθετε. Μου φάνηκε πολύ τρυφερός άνθρωπος, ευγενικός άνθρωπος ..
Όντως ήρθε. Παρακολούθησε όλη την εκδήλωση, συγκινήθηκε, αλλά λεπτή ψυχή όπως ήτο, ζήτησε να πει στο τέλος τις δικές της εντυπώσεις σε στίχους. Την ώρα λοιπόν που σηκώθηκε να απαγγείλει τους στίχους από τα μηνύματα που είχε πάρει, κατέρρευσε. Μπροστά οι γιατροί και πέφτει μπροστά στους γιατρούς.
Σαν λιποθυμία εμείς νομίσαμε, αλλά την ανέλαβαν οι γιατροί. Επήγαμε τους ασθενείς στα δωμάτια. Μπαίνω στους γιατρούς, λέω τι γίνεται; Μου λέει, ειδοποιήστε τους δικούς της διότι η κυρία πέθανε, κοιμήθηκε, είναι θάνατος διεγνωσμένος.
Την ώρα δε που έπεσε, και γονάτισα έτσι από πάνω, του λέω, Παππούλη μου ανέστησέ την να την στείλουμε στο σπίτι, και μετά ας είναι στην οικογένειά της. Εδώ δε θέλω να τη δω νεκρή. Αυτό μέσα μου το είπα εκ βάθους καρδίας.
Λέω στους γιατρούς λοιπόν, σας παρακαλώ, κάντε κάτι, εξαντλήστε ό,τι μπορείτε να κάνετε. Μα δε γίνεται κυρία Σιδέρη.
Έγινε η έρευνα .. δεν είχε και περιβάλλον, μόνη της ήτανε, αλλά ήρθε η κοπέλα που την συνόδευε και μας είπε ότι είχε καρδιοπάθεια και καλέσαμε τον καρδιολόγο της. Ωστόσο όμως, την έβαλαν στην εντατική. Τους λέω, θα τη βάλετε στην εντατική, θα της κάνετε ηλεκτροσόκ, τι κάνετε ας πούμε. Ωστόσο βρήκαμε και τον γιατρό της τον προσωπικό, έρχεται και ο γιατρός.
Την ώρα εγώ που μπήκα στην εντατική μέσα, έτρεξα στην τσάντα μου, παίρνω ένα εικονάκι και της το βάζω μέσα, στο μέρος της καρδιάς της. Ένα εικονάκι του Γέροντα. Την εξέτασε και ο γιατρός της, και τον βλέπουμε, βγαίνει έξω από την εντατική, είχε την εικόνα της Παναγιάς, και υψώνει τα χέρια και Της λέει, Παναγιά μου, η επιστήμη το έκανε το χρέος της. Αν θέλεις, κάνε κάτι.
Ειδοποιώ το σπίτι μου και τους λέω, δεν θα ‘ρθω, θα μείνω στο νοσοκομείο σήμερα να της κάνω παρέα, δεν μπορούσα και να φύγω και έμεινα μαζί της. Νεκρή. Νεκρή.
Μα κυρία Σιδέρη πρέπει να την κατεβάσουμε στο νεκροθάλαμο. Κρατήστε την μια νύχτα. Τι σας πειράζει, θα κάτσω κι εγώ παρέα. Κρατήστε την. Καλά παιδιά οι άνθρωποι. Δεν ζήτησε κανένας άλλος το κρεβάτι. Την κράτησαν εκεί.
Στις έξι η ώρα μπαίνω μέσα.
Της μιλώ. Της λέω, τι κάνεις χαρά μου είσαι καλά;
Μου έδωσε την αίσθηση, χωρίς να δω κάτι συγκεκριμένο, ότι είχε συνέλθει. Ειδοποιώ τους γιατρούς, λέω, για ελάτε να τη δείτε. Μία εσωτερική πληροφορία ήτανε; Νόμισα ότι κάτι ανέπνεε το δέρμα της; Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Δεν ήτανε δικό μου πάντως. Κι έρχονται οι γιατροί και έχει συνέλθει.
Η κυρία είχε ξυπνήσει. Με βλέπει όρθια δίπλα της. Ήρθαν και οι γιατροί, την ενίσχυσαν με τα μηχανήματα. Όμως, συνήλθε και μιλούσε. Την ώρα που μιλούσε μπαίνω μέσα και είχα στην τσέπη μου, στην ρόμπα μου, ένα εικονάκι του Γέροντα και το βγάζω και της λέω,
Τον γνωρίζεις; Και τι μου λέει;
Μου έκανε παρέα. Μαζί είμαστε. Είμαστε μαζί με αυτόν τον παπά που μου δείχνεις. Δεν ήξερε ότι το έχει στο στήθος της.
Να μην σας τα πολυλογώ, τρεις μέρες έμεινε μετά και σηκώθηκε, και γύρισε, πήγε στους δικούς της στην οικογένειά της. Την πήραν τα ανίψια της και έζησε για πάρα πολλά χρόνια.
***
Δημήτρης Νατσιός: Αυτά να τα ακούμε, και εμείς και οι τηλεθεατές, γιατί απογοητευόμαστε και εκνευριζόμαστε με το παραμικρό σήμερα. Ένα μικρό πρόσχωμα και εμπόδιο μπροστά μας αμέσως ο κόσμος τα χάνει. ..
Αθηνά Σιδέρη: Ακριβώς, έτσι είναι. Θα μου πείτε ότι εντάξει, τώρα ίσως επηρεαστούν οι τηλεθεατές και να νομίζουν ότι εγώ το κάνω αυτό. Όχι. Αυτά είναι του Θεού. Τα παραχωρεί ο Θεός.
Δημήτρης Νατσιός: Πίστη.
Αθηνά Σιδέρη: Η πίστις χρειάζεται και να εμπιστευόμαστε το Θεό, γιατί δεν μπορεί να Του προσευχόμαστε να μας χαρίσει κάτι και παράλληλα να λέμε, άραγε θα μου το κάνεις; Γκρεμίσαμε την πίστη μας. Και η πίστις όπως έχουμε πει είναι καρπός πνεύματος και χαρίζεται από τον Θεό μας. Αν εμείς δεν Του χαριστούμε, αν εμείς δεν Του αφεθούμε, αν εμείς δεν Του ανοίξουμε την καρδιά μας, πως Εκείνος θα στείλει τους καρπούς του πνεύματος;
Δημήτρης Νατσιός: Και προσφέρει και παρηγορία.
Αθηνά Σιδέρη: Πολύ μεγάλη παρηγορία.
(από 40:12 έως 47:04)
Πηγή
σσ.
Από την εκπομπή «Γράμματα Σπουδάματα» με τον Δημήτριο Νατσιό και προσκεκλημένη την Αθηνά Σιδέρη.
Πολύ ωραίο ραντεβού είχαμε, έχω πολλά λεφτά μαζί μου, θα μπορούσα να στα δώσω .. μόνο που εγώ δεν θέλω να ξενοιαστώ από σένα ..
Αθηνά Σιδέρη: Ήμουν σε μία αποστολή και θα έφευγα να πήγαινα σε μία άλλη. Εκεί, μου δώσαν για το έργο της άλλης αποστολής πολλά χρήματα. Μου είπανε, αυτά τα διαθέτουμε εκεί, πάρε τα κυρία Σιδέρη να τα πας αμέσως εκεί. Θα πήγαινα βέβαια, είχα τελειώσει την πρωινή μου αποστολή και έπρεπε μιάμιση ώρα το μεσημέρι να βρίσκομαι στον άλλον τομέα που ήταν στην άλλη άκρη της Αττικής.
Καινούριο το αυτοκίνητό μου. Οδηγούσα τώρα, βγαίνω, κίνηση η αττική οδός, λέω θα πάρω παραδρόμους να φτάσω στο σπίτι μου μια ώρα γρηγορότερα. Μπαίνω σε παράδρομο που ήτανε εξίσου με πολλή κίνηση, δεν ήταν ότι ήταν απόμεροι οι δρόμοι, και σβήνει ξαφνικά το αυτοκίνητό μου.
Δημήτρης Νατσιός: Αν και καινούριο.
Αθηνά Σιδέρη: Αν και καινούριο. Το παρκάρω κάπως με κάποιον κόπο έτσι στην άκρη, όλοι να φεύγουν κανείς να μην δίνει σημασία. Κατέβηκα, παίρνω τηλέφωνο τον σύζυγό μου. Λέω αυτό κι αυτό μου κάνει το αυτοκίνητο, δεν παίρνει μπρος. Μου είπε τι να κάνω. Τέλος πάντων προσπάθησα, δεν έπαιρνε μπρος. Μου λέει, μόλις δεις και δεν σου πάρει θα έρθω εγώ να το τακτοποιήσω μην ανησυχείς, ξανατηλεφώνησέ μου.
Όμως δεν πρόλαβα να τηλεφωνήσω διότι από το δάσος μέσα ερχότανε κάποιος έτσι άνθρωπος, τον οποίο εντάξει μπορεί να τον είδα δεν μπορώ να πω ότι φοβήθηκα, παρόλο που η όλη του όψις όντως σε προκαλούσε να φοβηθείς. Παρόλα αυτά εγώ είχα την έννοια του αυτοκινήτου μου ..
Εντούτοις, με προλαβαίνει με την πόρτα ανοιχτή. Αρπάζει την πόρτα, αρχίζει την κουνάει και μου λέει, δεν ξέρω τι θα κάνεις τώρα, ό,τι έχεις και δεν έχεις θα τα δώσεις.
Λέω, πολύ ωραίο ραντεβού είχαμε γιατί όντως έχω πολλά λεφτά μαζί μου σήμερα.
Δημήτρης Νατσιός: Βρήκατε το θάρρος δηλαδή, δεν τα χάσατε.
Αθηνά Σιδέρη: Αυτό ήτανε από τον Γέροντα. Φώναξα αμέσως τον Γέροντα. Ήταν η όλη του η όψις, ένας άνθρωπος μέχρι κει πάνω.
Δημήτρης Νατσιός: Απειλητικές διαθέσεις.
Αθηνά Σιδέρη: Ναι. Ο άνθρωπος μου συστήθηκε. Γνωστός, αλλά είχε αποφυλακιστεί και δεν μπορούσε να ενταχθεί. Δεν τον δεχόταν η οικογένεια και είχε βρεθεί σε κάποια δάση ας πούμε.
Μου λέει δεν έχω να φάω, προτιμώ να γυρίσω ξανά πίσω.
Μιλιά εγώ, δεν ήξερα τι να του πω. Κράτησα την ηρεμία, οπότε με αρπάζει, με κουνάει τρανταχτά δυο φορές όπως ήμουνα στο τιμόνι και μου λέει, εγώ σου μιλάω και δεν μιλάς.
Του λέω, δε σου μιλώ γιατί δεν θέλω να σε αποφύγω. Παρακαλούσα τον Γέροντα να μου βάζει λόγια. Δεν θέλω να σε αποφύγω. Θα μπορούσα να ξενοιάσω, να σου δώσω. Nα, τη βλέπεις την τσάντα, είναι πάνω στο κάθισμα και έχει πολλά λεφτά. Να στα δώσω, αλλά δε θέλω να ξενοιάσω από σένα. Θέλω να σε δω να ενταχθείς στην κοινωνία του λέω, και σήμερα παρόλο που έχω αλλού ιεραποστολή θα μείνω μαζί σου.
Να, του λέω, και βγάζω απ’ το ασφάλιστρο το εικονάκι του Γέροντα. Προσκαλώ τον άγιο αυτόν Γέροντα, έχει κοιμηθεί, του λέω. Θα στον προσφέρω, θα το βάλεις στο τσεπάκι του πουκαμίσου σου και μαζί σου θα μείνω σήμερα. Θα σε βοηθήσω να πιάσεις δουλειά. Δεν θα φύγω από κοντά σου.
Το παίρνει, το διαβάζει. Μου λέει,
Tον ήξερες;
Πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά. Εκείνος θα σε βοηθήσει, του λέω. Θα ενταχθείς αθόρυβα, μυστικά, απαλά και θα γίνεις ένας οικογενειάρχης καταπληκτικός. Θα τα αφήσεις όλα στο παρελθόν.
Δεν ξέρω κύριε Δημήτρη τι του είπα. Τι άλλο του είπα, δεν ξέρω. Εκείνη τη σκηνή που θυμάμαι, είναι ότι κατέρρευσε αυτό το θεριό, γονάτισε κάτω. Έκλαιγε εκείνος, να κλαίω κι εγώ, και να μου πει στο τέλος ότι μου διηγήθηκε και μου είπε μυστικά που δεν τα ‘χε πει ούτε στους δικηγόρους του.
Είχε επέλθει μετάνοια. Τι ωραίο πράγμα!
Του λέω, κρίμα, με βλέπεις και μένα έκλαψα μαζί σου και θα κλαίω κάθε φορά που θα σε θυμάμαι. Εύχομαι να σε θυμάμαι με χαρά και να κλαίω από χαρά. Λυπάμαι μόνο που δεν ήταν ένας παπάς εδώ μωρέ, του λέω, έναν παπά θέλαμε τώρα, ένα πετραχήλι. Αυτά που μου ‘πες εμένα να τα ‘λεγες σε ένα πετραχήλι. Θα έριχνε απάνω σου το πετραχήλι κι απ’ τον πίνακα της ζωής σου όλα θα είχανε σβήσει, όλα, και θ’ άρχιζες μία καινούρια ζωή.
Γιατί; Εσύ εξομολογείσαι; μου λέει.
Ε βέβαια, του λέω. Θα ήμουν άνθρωπος αν δεν εξομολoγιώμουν; Δεν θα ήμουν άνθρωπος. Και σου δόθηκε η ευκαιρία, του λέω. Σου δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία. Σου χτύπαγε ο ιερέας το κελί σου, και δεν του άνοιγες.
Το ξέρω, μου λέει.
Δεν μπορείς να επαναλάβεις αυτά τα λόγια; Μπες μέσα στο αυτοκίνητο, του λέω.
Δημήτρης Νατσιός: Το ξέχασε και το ποσό, ξέχασε και τον σκοπό του, όλα, μέσα σε λίγα λεπτά έγινε αυτή η αλλοίωση. Ο λύκος έγινε αρνάκι.
Αθηνά Σιδέρη: Όλα.. Του λέω, εγώ σήμερα θα μείνω, θα πάμε σε ένα σουπερμάρκετ, θα πάρουμε σκούπα και φαράσι και σάκους απορριμμάτων. Εγώ θα χτυπώ τις πόρτες των σπιτιών κι εσύ θα σκουπίζεις το πεζοδρόμιο και θα τους λέω, παρακαλώ πολύ, ο κύριος σας σκουπίζει το πεζοδρόμιο, πληρώστε τον. Τι σε νοιάζει εσένα, θα βγάλεις μεροκάματο σήμερα γιατί αν στα δώσω αυτά, αύριο δεν θα ΄χεις.
Του λέω, είσαι έτοιμος να σε πάω να τα πεις αυτά όπως μου τα πες εμένα; Όπως μου τα ‘πες.
Ήταν η ωραιότερη εξομολόγηση, δεν έχω κάνει εγώ τέτοια εξομολόγηση.
Μου λέει, και πού να πάω;
.. και του ανέφερα τον πατέρα Μάρκο τον Μανώλη που ήταν ιερέας των φυλακών. Aιωνία του η μνήμη.
Οπότε μου λέει, θα πάω, γράψε μου τη διεύθυνση.
Του λέω, θα σε πάω εγώ.
Όχι, δεν θέλω να με πας εσύ. Θα χρησιμοποιήσω το Peugeot το 2.
Σας τα λέω όπως μου το ‘πε· τα ποδαράκια μου. Του γράφω τη διεύθυνση, του λέω είναι η καταλληλότερη ώρα να φτάσεις, πήγαινε σε παρακαλώ.
Καλά εσύ τώρα, άρχισε να πονάει εμένα, πως σταμάτησες εδώ;
Λέω, γιατί μας έκλεισε το ραντεβού ο Κύριος. Βλέπεις ότι είναι καινούριο το αυτοκίνητο. .. Έσβησε ξαφνικά.
Δημήτρης Νατσιός: Πρώτη φορά έσβησε έτσι.
Αθηνά Σιδέρη: Πρώτη φορά και χωρίς λόγο.
Μου λέει, να σε σπρώξω.
Τώρα θα πάρει μόνο του μπρος, του λέω. Έχω τόση χαρά μέσα μου που σε γνώρισα, που δε λέγεται.
Του λέω, θα πας;
Θα πάω.
Βγάζω να του δώσω χίλιες δραχμές. Δεν μου τις δέχτηκε. Δεν παίρνω τίποτα μου λέει. Ρε αμάν, έχω εισιτήρια για το λεωφορείο. Τίποτα μου λέει. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, έλα να σε σπρώξω.
Του λέω περίμενε. Βάζω μπρος, το αυτοκίνητο πήρε.
Ο χρόνος που κύλησε ήταν πάρα πολύς, μα πάρα πολύς. .. του λέω να κάνουμε τώρα εμείς μαζί μία προσευχή εδώ, μέσα στο δάσος. Έπρεπε να ήμουν μιάμιση ώρα στο τάδε σημείο. Πηγαίνω εκεί, και του το ‘πα που πήγαινα. Αλλά θα παρακαλέσουμε μαζί τον Γέροντα, θα γυρίσει τα ρολόγια πίσω και εγώ θα έχω συνέπεια. Να το πιστέψεις αυτό που σου λέω.
Αλήθεια έ!
Έτσι θα γίνει, του λέω, στη μιάμιση η ώρα θα είμαι εκεί, κι ας είναι περισσότερο από μιάμιση εδώ.
Πραγματικά φεύγει, χωρίσαμε, εν ομονοία, εν αγάπη, εν ειρήνη και φεύγουμε και πάω εγώ στον σκοπό μου. Τηλεφωνώ στον σύζυγο ότι όλα ήταν ok και ήμουν πεπεισμένη, δεν είχα αμφιβολία, ότι πήγε στον πατέρα Μάρκο τον Μανώλη.
Πέρασαν τρεις μήνες από τότε, παρόλο που τον συναντούσα πολύ συχνά τον πατέρα Μάρκο, δεν τον ρώτησα ποτέ μα ποτέ τι έγινε με αυτόν τον άνθρωπο. Αφού το είχα πιστέψει ότι είχε πάει, γιατί να το σχολιάσω.
Δημήτρης Νατσιός: Να μη δρέψετε δάφνες, καταλαβαίνω, από διακριτικότητα ..
Αθηνά Σιδέρη: Στους τρεις μήνες, χρειάστηκε να τον μεταφέρω να κοινωνήσει κάποιον, και όταν επιστρέψαμε μου λέει στο δρόμο,
– Κυρία Αθηνά, δε θα με ρωτήσετε κάτι;
– Πατέρα, φοβάμαι μην μπω σε οικόπεδα περιέργειας, αλλά είναι να δοξάζει κανείς τον Κύριο και την πρόνοιά Του. Υπάρχει πρόνοια πάτερ έ;
– Όντως, και λειτουργεί με μαθηματική ακρίβεια.
Δεν είπαμε τίποτε. Μεγάλα τα της πίστεως κατορθώματα μου είπε. Δε μιλήσαμε καθόλου, ήμουν πεπεισμένη ότι όλα είχαν αλλάξει στη ζωή του.
Έξι μήνες μετά. Μεταξύ Κηφισίας, κατεβαίνοντας από τα Δικαστήρια κατέβαινε η μακαριστή μου η Ματίνα στο αυτοκίνητό της. Στα φανάρια της Κηφισιάς ένας κύριος ωραία ντυμένος, πολιτισμένος, ξυρισμένος, πουλούσε αναπτήρες, χαρτομάντηλα, κουτιά για το αυτοκίνητο κτλπ. Της χτυπάει το τζάμι, της λέει, θα πάρετε κάτι; Εκείνη του λέει, ευχαριστώ πολύ.
Είχε όμως στο ταμπλό του αυτοκινήτου τον Άγιο Γέροντα. Της λέει, δεν πειράζει κοπέλα μου που δεν παίρνεις, έχω όμως πολλή χαρά που σε φυλάει ο Γέροντας ο Πορφύριος. Ανοίγει το παράθυρο αυτό ενθουσιασμένη και λέει, τον ξέρετε κι εσείς;
Λέει, εγώ κοπέλα μου που με βλέπεις είμαι ο τάδε, και μου τον γνώρισε η κυρία Αθηνά η Σιδέρη. Και μ’ έκανε άνθρωπο.
Και σήμερα είναι ένας θαυμάσιος οικογενειάρχης.
[Σε μας οφείλεται να μην κατακρίνουμε τους διπλανούς μας, ό,τι και να ‘χουν κάνει .. γιατί έλεγε ο Γέροντας, έτσι και τους κατακρίνουμε, θα βρεθούμε εμείς σ’ αυτή τη θέση. – Αθηνά Σιδέρη]
(Αξίζει πραγματικά να το ακούσετε: 28:30 έως 40:00)
***
Δημήτρης Νατσιός: Μου αναφέρατε, και εγώ είμαι περίεργος, και με συγχωρείτε έτσι που το λέω δημοσίως, για αναστάσεις κεκοιμημένων. .. Αυτό που έλεγε ο Κύριος ότι θα κάνουν θαύματα οι άγιοι μεγαλύτερα από τα δικά μου.
Αθηνά Σιδέρη: Βεβαίως. Αυτό μου έχει τύχει πολλές φορές αλλά επιλεκτικά θα πάρω ένα έτσι επειδή έχει κοιμηθεί τώρα, έχει συμβεί, αλλά πέρασαν αρκετά χρόνια.
Στο νοσοκομείο που εργαζόμουν εθελοντικά, κάναμε κατά καιρούς διάφορες εκδηλώσεις για τους ασθενείς. Ένα απόγευμα λοιπόν αποκριάς, είχαμε κατεβάσει τους ασθενείς απ’ τα δωμάτιά τους. Απόγευμα μετά τις τρεις δηλαδή, ώρα κατάλληλη για τους ασθενείς, να τους προσφέρουμε ένα απογευματινό. Ήτανε και οι γιατροί καλεσμένοι.
Μία κυρία την οποίαν εγώ δεν ήξερα, δικαστικός στο επάγγελμα, γνώριζε μία πολύ στενή μου φίλη και με παίρνει τηλέφωνο. Είχε μάθει για την εκδήλωση αυτή και μου λέει, κυρία Σιδέρη θα μπορέσω να παραστώ και εγώ που δεν είμαι εντός της ομάδος, είμαι εκτός; Δέχεστε και ξένο κόσμο; Λέω πολύ ευχαρίστως να έρθετε. Μου φάνηκε πολύ τρυφερός άνθρωπος, ευγενικός άνθρωπος ..
Όντως ήρθε. Παρακολούθησε όλη την εκδήλωση, συγκινήθηκε, αλλά λεπτή ψυχή όπως ήτο, ζήτησε να πει στο τέλος τις δικές της εντυπώσεις σε στίχους. Την ώρα λοιπόν που σηκώθηκε να απαγγείλει τους στίχους από τα μηνύματα που είχε πάρει, κατέρρευσε. Μπροστά οι γιατροί και πέφτει μπροστά στους γιατρούς.
Σαν λιποθυμία εμείς νομίσαμε, αλλά την ανέλαβαν οι γιατροί. Επήγαμε τους ασθενείς στα δωμάτια. Μπαίνω στους γιατρούς, λέω τι γίνεται; Μου λέει, ειδοποιήστε τους δικούς της διότι η κυρία πέθανε, κοιμήθηκε, είναι θάνατος διεγνωσμένος.
Την ώρα δε που έπεσε, και γονάτισα έτσι από πάνω, του λέω, Παππούλη μου ανέστησέ την να την στείλουμε στο σπίτι, και μετά ας είναι στην οικογένειά της. Εδώ δε θέλω να τη δω νεκρή. Αυτό μέσα μου το είπα εκ βάθους καρδίας.
Λέω στους γιατρούς λοιπόν, σας παρακαλώ, κάντε κάτι, εξαντλήστε ό,τι μπορείτε να κάνετε. Μα δε γίνεται κυρία Σιδέρη.
Έγινε η έρευνα .. δεν είχε και περιβάλλον, μόνη της ήτανε, αλλά ήρθε η κοπέλα που την συνόδευε και μας είπε ότι είχε καρδιοπάθεια και καλέσαμε τον καρδιολόγο της. Ωστόσο όμως, την έβαλαν στην εντατική. Τους λέω, θα τη βάλετε στην εντατική, θα της κάνετε ηλεκτροσόκ, τι κάνετε ας πούμε. Ωστόσο βρήκαμε και τον γιατρό της τον προσωπικό, έρχεται και ο γιατρός.
Την ώρα εγώ που μπήκα στην εντατική μέσα, έτρεξα στην τσάντα μου, παίρνω ένα εικονάκι και της το βάζω μέσα, στο μέρος της καρδιάς της. Ένα εικονάκι του Γέροντα. Την εξέτασε και ο γιατρός της, και τον βλέπουμε, βγαίνει έξω από την εντατική, είχε την εικόνα της Παναγιάς, και υψώνει τα χέρια και Της λέει, Παναγιά μου, η επιστήμη το έκανε το χρέος της. Αν θέλεις, κάνε κάτι.
Ειδοποιώ το σπίτι μου και τους λέω, δεν θα ‘ρθω, θα μείνω στο νοσοκομείο σήμερα να της κάνω παρέα, δεν μπορούσα και να φύγω και έμεινα μαζί της. Νεκρή. Νεκρή.
Μα κυρία Σιδέρη πρέπει να την κατεβάσουμε στο νεκροθάλαμο. Κρατήστε την μια νύχτα. Τι σας πειράζει, θα κάτσω κι εγώ παρέα. Κρατήστε την. Καλά παιδιά οι άνθρωποι. Δεν ζήτησε κανένας άλλος το κρεβάτι. Την κράτησαν εκεί.
Στις έξι η ώρα μπαίνω μέσα.
Της μιλώ. Της λέω, τι κάνεις χαρά μου είσαι καλά;
Μου έδωσε την αίσθηση, χωρίς να δω κάτι συγκεκριμένο, ότι είχε συνέλθει. Ειδοποιώ τους γιατρούς, λέω, για ελάτε να τη δείτε. Μία εσωτερική πληροφορία ήτανε; Νόμισα ότι κάτι ανέπνεε το δέρμα της; Δεν ξέρω, δεν ξέρω. Δεν ήτανε δικό μου πάντως. Κι έρχονται οι γιατροί και έχει συνέλθει.
Η κυρία είχε ξυπνήσει. Με βλέπει όρθια δίπλα της. Ήρθαν και οι γιατροί, την ενίσχυσαν με τα μηχανήματα. Όμως, συνήλθε και μιλούσε. Την ώρα που μιλούσε μπαίνω μέσα και είχα στην τσέπη μου, στην ρόμπα μου, ένα εικονάκι του Γέροντα και το βγάζω και της λέω,
Τον γνωρίζεις; Και τι μου λέει;
Μου έκανε παρέα. Μαζί είμαστε. Είμαστε μαζί με αυτόν τον παπά που μου δείχνεις. Δεν ήξερε ότι το έχει στο στήθος της.
Να μην σας τα πολυλογώ, τρεις μέρες έμεινε μετά και σηκώθηκε, και γύρισε, πήγε στους δικούς της στην οικογένειά της. Την πήραν τα ανίψια της και έζησε για πάρα πολλά χρόνια.
***
Δημήτρης Νατσιός: Αυτά να τα ακούμε, και εμείς και οι τηλεθεατές, γιατί απογοητευόμαστε και εκνευριζόμαστε με το παραμικρό σήμερα. Ένα μικρό πρόσχωμα και εμπόδιο μπροστά μας αμέσως ο κόσμος τα χάνει. ..
Αθηνά Σιδέρη: Ακριβώς, έτσι είναι. Θα μου πείτε ότι εντάξει, τώρα ίσως επηρεαστούν οι τηλεθεατές και να νομίζουν ότι εγώ το κάνω αυτό. Όχι. Αυτά είναι του Θεού. Τα παραχωρεί ο Θεός.
Δημήτρης Νατσιός: Πίστη.
Αθηνά Σιδέρη: Η πίστις χρειάζεται και να εμπιστευόμαστε το Θεό, γιατί δεν μπορεί να Του προσευχόμαστε να μας χαρίσει κάτι και παράλληλα να λέμε, άραγε θα μου το κάνεις; Γκρεμίσαμε την πίστη μας. Και η πίστις όπως έχουμε πει είναι καρπός πνεύματος και χαρίζεται από τον Θεό μας. Αν εμείς δεν Του χαριστούμε, αν εμείς δεν Του αφεθούμε, αν εμείς δεν Του ανοίξουμε την καρδιά μας, πως Εκείνος θα στείλει τους καρπούς του πνεύματος;
Δημήτρης Νατσιός: Και προσφέρει και παρηγορία.
Αθηνά Σιδέρη: Πολύ μεγάλη παρηγορία.
(από 40:12 έως 47:04)
Πηγή