Η αποφυγή της πολιτικής εξουσίας από τους άξιους ανθρώπους, αφήνει τη διαχείρισή της στους φαύλους. Οι χριστιανοί, όπως είναι φυσικό, προτιμούν τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας να την έχουν πιστοί άνθρωποι.
Οι χριστιανοί όμως των πρώτων αιώνων δεν αναλάμβαναν κοσμικές εξουσίες, επειδή τις θεωρούσαν ασυμβίβαστες προς τον κύριο στόχο τους. Η ιδιότητα του καλού χριστιανού δε συνεπάγεται πάντα επιτυχία στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Σκοπός της πολιτικής εξουσίας είναι να ρυθμίζει την παρούσα ζωή και όχι τη μέλλουσα[32].
Ο Απ. Παύλος αναφέρει ότι η πειθαρχία στην κρατική εξουσία έχει τα όριά της. Νοείται ως υποταγή στις απαιτήσεις του κοινού καλού. Κάθε άνθρωπος οφείλει να υποτάσσεται στις ανώτερες εξουσίες, γιατί οι εξουσίες που υπάρχουν, έχουν τεθεί από το Θεό. Όποιος αντιτάσσεται στην εξουσία, αντιστέκεται στην τάξη που έβαλε ο Θεός κι όσοι αντιστέκονται είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την τιμωρία τους[33]. Όταν οι απαιτήσεις των κρατούντων έρχονται σε αντίθεση με το θέλημα του Θεού, ο χριστιανός οφείλει να πειθαρχεί στο Θεό και όχι στους ανθρώπους[34]. Το ιδεώδες του χριστιανού δεν είναι να γίνει «καλός και αγαθός» πολίτης, αλλά να τελειωθεί κατά το πρότυπο του Χριστού. Αυτό πραγματοποιείται όχι με τη συμμόρφωση προς το φυσικό ή το θετικό δίκαιο, αλλά με την τήρηση των εντολών που υπερβαίνουν κάθε δίκαιο[35].
Επομένως η υποταγή του ανθρώπου στην κρατική εξουσία είναι σχετική. Ο χριστιανός δεν είναι δούλος του κόσμου ή των αρχόντων του, αλλά παιδί του Θεού και πολίτης της βασιλείας του. Τελικός κριτής του είναι ο Θεός. Επίσης, ο Απ. Παύλος τονίζει ότι με τη συναίσθηση της αναφοράς στο Θεό βοηθείται ο φορέας της κρατικής εξουσίας να παραμένει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, ενώ χωρίς αυτήν οι πιθανότητες για κατάχρηση και απολυταρχική άσκηση της εξουσίας είναι προφανείς. Ο χριστιανός έχει ευθύνες και υποχρεώσεις στον κόσμο, αλλά είναι ελεύθερος. Η εξουσία των αρχόντων είναι περιορισμένη και συμβατική[36].
Οι χριστιανοί όμως των πρώτων αιώνων δεν αναλάμβαναν κοσμικές εξουσίες, επειδή τις θεωρούσαν ασυμβίβαστες προς τον κύριο στόχο τους. Η ιδιότητα του καλού χριστιανού δε συνεπάγεται πάντα επιτυχία στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Σκοπός της πολιτικής εξουσίας είναι να ρυθμίζει την παρούσα ζωή και όχι τη μέλλουσα[32].
Ο Απ. Παύλος αναφέρει ότι η πειθαρχία στην κρατική εξουσία έχει τα όριά της. Νοείται ως υποταγή στις απαιτήσεις του κοινού καλού. Κάθε άνθρωπος οφείλει να υποτάσσεται στις ανώτερες εξουσίες, γιατί οι εξουσίες που υπάρχουν, έχουν τεθεί από το Θεό. Όποιος αντιτάσσεται στην εξουσία, αντιστέκεται στην τάξη που έβαλε ο Θεός κι όσοι αντιστέκονται είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για την τιμωρία τους[33]. Όταν οι απαιτήσεις των κρατούντων έρχονται σε αντίθεση με το θέλημα του Θεού, ο χριστιανός οφείλει να πειθαρχεί στο Θεό και όχι στους ανθρώπους[34]. Το ιδεώδες του χριστιανού δεν είναι να γίνει «καλός και αγαθός» πολίτης, αλλά να τελειωθεί κατά το πρότυπο του Χριστού. Αυτό πραγματοποιείται όχι με τη συμμόρφωση προς το φυσικό ή το θετικό δίκαιο, αλλά με την τήρηση των εντολών που υπερβαίνουν κάθε δίκαιο[35].
Επομένως η υποταγή του ανθρώπου στην κρατική εξουσία είναι σχετική. Ο χριστιανός δεν είναι δούλος του κόσμου ή των αρχόντων του, αλλά παιδί του Θεού και πολίτης της βασιλείας του. Τελικός κριτής του είναι ο Θεός. Επίσης, ο Απ. Παύλος τονίζει ότι με τη συναίσθηση της αναφοράς στο Θεό βοηθείται ο φορέας της κρατικής εξουσίας να παραμένει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, ενώ χωρίς αυτήν οι πιθανότητες για κατάχρηση και απολυταρχική άσκηση της εξουσίας είναι προφανείς. Ο χριστιανός έχει ευθύνες και υποχρεώσεις στον κόσμο, αλλά είναι ελεύθερος. Η εξουσία των αρχόντων είναι περιορισμένη και συμβατική[36].