«Ένας από τους τελευταίους» Γέροντας Ευθύμιος Αγιορείτης.(Ι.Μ.Κωσταμινίτου, Βίγλα - Ι.Μ.Μ.Λαύρας) 1915 -2004
Ἅγιο «αὐτομίσος»
Ὁ Γέροντας βαθμιαῖα ἔχασε τήν ἀκοή καί τήν ὅρασή του στήν Λαύρα. Ὅταν τοῦ ἔλεγαν νά φροντίσει γιά τά μάτια του ἔλεγε:
-«Δέν θέλω νά βλέπω ἐδῶ ἀλλά ἐκεῖ, στόν οὐρανό».
[ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΘΩΝΙΤΗΣ]
Ζοῦσε μέ τό ὅραμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶχε νεκρωθεῖ γιά τόν κόσμο καί εἶχε «μισήσει ἑαυτόν», σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «Ὅποιος δέν μισήσει τόν πατέρα του καί τήν μητέρα, καί τήν γυναίκα καί τά τέκνα καί τούς ἀδελφούς καί τίς ἀδελφές, ἀκόμη δέ καί τήν ψυχή του, δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής μου»[1].
Μερικοί τόν κατέκριναν λέγοντας ὅτι πλανήθηκε. Γιαυτό, ἔλεγαν, δέν θέλησε νά βγεῖ ἔξω, ὥστε νά πάει στούς γιατρούς καί νά θεραπευθεῖ.
-«Θά μποροῦσε» συμπλήρωναν «νά συγκατέβαινε λίγο. Νά ἄφηνε κάπως τήν ἄσκησή του, γιά νά μήν τυφλωθεῖ καί νά μήν ταλαιπωροῦνται οἱ διακονηταί ἐξαιτίας τοῦ δικοῦ του πείσματος».
Ἐκεῖνος ὅμως ἀποκάλυψε σέ κάποιον ἀπό τούς πατέρες τά ἑξῆς:
-«Τόν καιρό πού ἀρρώστησα, ἀρρώστησε καί ὁ τότε ἡγούμενος ὁ π. Φίλιππος. Τά καλογέρια ἦταν ἀπασχολημένα μέ τόν ἡγούμενο. Ἔπρεπε νά τόν πᾶνε «ἔξω»[2], νά φροντίσουν γιά τήν θεραπεία του. Αὐτό εἶχε σάν συνέπεια νά μήν ἔχουν καιρό καί ψυχική δύναμη νά ἀσχοληθοῦν μέ ἐμένα»[3]
Ὁ Γέροντας τότε ἔκανε ὑπομονή «ἀπό ἀρχοντιά». Ἡ λεπτή εὐγενική ψυχή του, τοῦ ἔλεγε νά προτιμήσει τό συμφέρον τοῦ ἡγουμένου, ἀπό τό δικό του. Γιαυτό δέν βγῆκε «ἔξω»... Ὄχι γιατί δέν ἤθελε, ἀπό πεῖσμα.
-«Ἤθελα νά βγῶ «ἔξω»» ἔλεγε, «ἀλλά τά καλογέρια ἦταν ἀπορροφημένα ἀπό τήν ἀσθένεια τοῦ
ἡγουμένου».
Μαζί μέ τήν τύφλωση καί τήν κώφωση, ὁ γέροντας εἶχε καί πρόβλημα μέ τόν γοφό του. Αὐτό τόν ἀνάγκαζε νά παραμένει συνεχῶς κλινήρης. Τήν νύκτα διανυκτέρευε μόνος, ἀφοῦ προηγουμένως δεχόταν τήν βραδυνή περιποίηση τοῦ διακονητῆ του.
Δέν ἄφησε παρόλα ταῦτα τήν νηστεία.
Ἦταν ξαπλωμένος συνήθως στό κρεββάτι, πετσί καί κόκκαλο.
Εἶχε πάντα ἐκεῖνο τό βλέμμα τό σπινθηροβόλο καί πεντακάθαρο σάν τήν Ἁγιορείτικη θάλασσα.
Εἶχε ἐπίσης διατηρήσει μέχρι τέλους ἐκείνη τήν ἀξιοθαύμαστη νοητική διαύγεια καί τήν ἐπίσης χαριτωμένη ζωντάνια, πού τήν φανέρωναν οἱ κινήσεις του καθώς καί ἡ βροντερή - διαπεραστική φωνή του.
Ἡ εἴσοδος τῆς Ἱ. Μ.Μ. Λαύρας
Χαριτωμένες στιγμές χαριτωμένων ἀνθρώπων.
Ἐπειδή πλέον δέν ἄκουγε σχεδόν καθόλου, χρησιμοποιοῦσε ἕνα πλαστικό σωλήνα, μέ ἕνα χωνί στήν ἄκρη - σάν μικρόφωνο γιά τό συνομιλητή του - γιά νά ἀκούει. Ἡ μία ἄκρη τοῦ σωλήνα ἦταν κοντά στό στόμα τοῦ συνομιλητῆ καί ἡ ἄλλη ἔμπαινε στό αὐτί τοῦ Γερο-Εὐθύμιου. Γιά νά συνεννοηθεῖ φώναζε πολύ δυνατά.
Στά τελευταῖα του χρόνια εἶχε χάσει πλέον τελείως καί τό φῶς του. Ὅταν κάποιος τόν πλησίαζε ἅπλωνε τά χέρια του καί τόν ψηλαφοῦσε στό πρόσωπο, σάν ἕνα μωρό καί ἔτσι τόν «ἐγνώριζε».
Κάποιος Ρῶσος, πού τώρα ἀσκητεύει στά Καρούλια, πήγαινε καί -ἔτσι γιά ἀστεῖο- τόν ἔπιανε στό κεφάλι χωρίς νά τοῦ μιλᾶ. Τότε ὁ γερο-Εὐθύμιος προσπαθοῦσε νά βρεῖ ποιός εἶναι. Ἔλεγε:
-«Ποιός εἶσαι!!!;»
«...»
-«Εἶσαι ὁ... τάδε...»
-«...»
Ἱερά Μονή Μεγίστης Λαύρας
-«Εἶσαι ὁ...δεῖνα...» καί σιγά-σιγά μ’ αὐτόν τόν ἀστεῖο-χαριτωμένο τρόπο εὕρισκε ποιός ἦταν.
Ἦταν ἕνας ἀπόλυτα κοινωνικός, ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος, ὅπως ὅλοι οἱ ἀληθινοί ἀσκηταί καί ἐρημίται. Γιά τόν κόσμο ἦταν ἄγνωστος.
Μόνο οἱ πατέρες, πού τόν γνώριζαν, ὁδηγοῦσαν κάποιους κοσμικούς κοντά του, γιά νά πάρουν τήν εὐλογία του. Ἔσκυβαν στό στῆθος του, γιατί δέν ἄκουγε, οὔτε ἔβλεπε· ἔτσι μόνο τούς «ἀναγνώριζε» καί εὐλογοῦσε τήν κεφαλή τους διά τῆς ἀφῆς. Ὅταν ἔφευγαν «τραβοῦσε ἕνα κομποσχοίνι» γιά τόν καθένα κάνοντας καί τούς καθιερωμένους σταυρούς, παρόλο πού ἦταν ξαπλωμένος.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο: Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου: Ἕνας ἀπό τούς τελευταίους.
[1] Λκ. 14, 26.
[2] Δηλ. στόν κόσμο.
[3] Δηλ. μέ τόν π. Εὐθύμιο καί τήν δική του ἐπικείμενη τύφλωση.
hristospanagia.blogspot.com
Ἅγιο «αὐτομίσος»
Ὁ Γέροντας βαθμιαῖα ἔχασε τήν ἀκοή καί τήν ὅρασή του στήν Λαύρα. Ὅταν τοῦ ἔλεγαν νά φροντίσει γιά τά μάτια του ἔλεγε:
-«Δέν θέλω νά βλέπω ἐδῶ ἀλλά ἐκεῖ, στόν οὐρανό».
[ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΘΩΝΙΤΗΣ]
Ζοῦσε μέ τό ὅραμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶχε νεκρωθεῖ γιά τόν κόσμο καί εἶχε «μισήσει ἑαυτόν», σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «Ὅποιος δέν μισήσει τόν πατέρα του καί τήν μητέρα, καί τήν γυναίκα καί τά τέκνα καί τούς ἀδελφούς καί τίς ἀδελφές, ἀκόμη δέ καί τήν ψυχή του, δέν μπορεῖ νά εἶναι μαθητής μου»[1].
Μερικοί τόν κατέκριναν λέγοντας ὅτι πλανήθηκε. Γιαυτό, ἔλεγαν, δέν θέλησε νά βγεῖ ἔξω, ὥστε νά πάει στούς γιατρούς καί νά θεραπευθεῖ.
-«Θά μποροῦσε» συμπλήρωναν «νά συγκατέβαινε λίγο. Νά ἄφηνε κάπως τήν ἄσκησή του, γιά νά μήν τυφλωθεῖ καί νά μήν ταλαιπωροῦνται οἱ διακονηταί ἐξαιτίας τοῦ δικοῦ του πείσματος».
Ἐκεῖνος ὅμως ἀποκάλυψε σέ κάποιον ἀπό τούς πατέρες τά ἑξῆς:
-«Τόν καιρό πού ἀρρώστησα, ἀρρώστησε καί ὁ τότε ἡγούμενος ὁ π. Φίλιππος. Τά καλογέρια ἦταν ἀπασχολημένα μέ τόν ἡγούμενο. Ἔπρεπε νά τόν πᾶνε «ἔξω»[2], νά φροντίσουν γιά τήν θεραπεία του. Αὐτό εἶχε σάν συνέπεια νά μήν ἔχουν καιρό καί ψυχική δύναμη νά ἀσχοληθοῦν μέ ἐμένα»[3]
Ὁ Γέροντας τότε ἔκανε ὑπομονή «ἀπό ἀρχοντιά». Ἡ λεπτή εὐγενική ψυχή του, τοῦ ἔλεγε νά προτιμήσει τό συμφέρον τοῦ ἡγουμένου, ἀπό τό δικό του. Γιαυτό δέν βγῆκε «ἔξω»... Ὄχι γιατί δέν ἤθελε, ἀπό πεῖσμα.
-«Ἤθελα νά βγῶ «ἔξω»» ἔλεγε, «ἀλλά τά καλογέρια ἦταν ἀπορροφημένα ἀπό τήν ἀσθένεια τοῦ
ἡγουμένου».
Μαζί μέ τήν τύφλωση καί τήν κώφωση, ὁ γέροντας εἶχε καί πρόβλημα μέ τόν γοφό του. Αὐτό τόν ἀνάγκαζε νά παραμένει συνεχῶς κλινήρης. Τήν νύκτα διανυκτέρευε μόνος, ἀφοῦ προηγουμένως δεχόταν τήν βραδυνή περιποίηση τοῦ διακονητῆ του.
Δέν ἄφησε παρόλα ταῦτα τήν νηστεία.
Ἦταν ξαπλωμένος συνήθως στό κρεββάτι, πετσί καί κόκκαλο.
Εἶχε πάντα ἐκεῖνο τό βλέμμα τό σπινθηροβόλο καί πεντακάθαρο σάν τήν Ἁγιορείτικη θάλασσα.
Εἶχε ἐπίσης διατηρήσει μέχρι τέλους ἐκείνη τήν ἀξιοθαύμαστη νοητική διαύγεια καί τήν ἐπίσης χαριτωμένη ζωντάνια, πού τήν φανέρωναν οἱ κινήσεις του καθώς καί ἡ βροντερή - διαπεραστική φωνή του.
Ἡ εἴσοδος τῆς Ἱ. Μ.Μ. Λαύρας
Χαριτωμένες στιγμές χαριτωμένων ἀνθρώπων.
Ἐπειδή πλέον δέν ἄκουγε σχεδόν καθόλου, χρησιμοποιοῦσε ἕνα πλαστικό σωλήνα, μέ ἕνα χωνί στήν ἄκρη - σάν μικρόφωνο γιά τό συνομιλητή του - γιά νά ἀκούει. Ἡ μία ἄκρη τοῦ σωλήνα ἦταν κοντά στό στόμα τοῦ συνομιλητῆ καί ἡ ἄλλη ἔμπαινε στό αὐτί τοῦ Γερο-Εὐθύμιου. Γιά νά συνεννοηθεῖ φώναζε πολύ δυνατά.
Στά τελευταῖα του χρόνια εἶχε χάσει πλέον τελείως καί τό φῶς του. Ὅταν κάποιος τόν πλησίαζε ἅπλωνε τά χέρια του καί τόν ψηλαφοῦσε στό πρόσωπο, σάν ἕνα μωρό καί ἔτσι τόν «ἐγνώριζε».
Κάποιος Ρῶσος, πού τώρα ἀσκητεύει στά Καρούλια, πήγαινε καί -ἔτσι γιά ἀστεῖο- τόν ἔπιανε στό κεφάλι χωρίς νά τοῦ μιλᾶ. Τότε ὁ γερο-Εὐθύμιος προσπαθοῦσε νά βρεῖ ποιός εἶναι. Ἔλεγε:
-«Ποιός εἶσαι!!!;»
«...»
-«Εἶσαι ὁ... τάδε...»
-«...»
Ἱερά Μονή Μεγίστης Λαύρας
-«Εἶσαι ὁ...δεῖνα...» καί σιγά-σιγά μ’ αὐτόν τόν ἀστεῖο-χαριτωμένο τρόπο εὕρισκε ποιός ἦταν.
Ἦταν ἕνας ἀπόλυτα κοινωνικός, ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος, ὅπως ὅλοι οἱ ἀληθινοί ἀσκηταί καί ἐρημίται. Γιά τόν κόσμο ἦταν ἄγνωστος.
Μόνο οἱ πατέρες, πού τόν γνώριζαν, ὁδηγοῦσαν κάποιους κοσμικούς κοντά του, γιά νά πάρουν τήν εὐλογία του. Ἔσκυβαν στό στῆθος του, γιατί δέν ἄκουγε, οὔτε ἔβλεπε· ἔτσι μόνο τούς «ἀναγνώριζε» καί εὐλογοῦσε τήν κεφαλή τους διά τῆς ἀφῆς. Ὅταν ἔφευγαν «τραβοῦσε ἕνα κομποσχοίνι» γιά τόν καθένα κάνοντας καί τούς καθιερωμένους σταυρούς, παρόλο πού ἦταν ξαπλωμένος.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο: Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου: Ἕνας ἀπό τούς τελευταίους.
[1] Λκ. 14, 26.
[2] Δηλ. στόν κόσμο.
[3] Δηλ. μέ τόν π. Εὐθύμιο καί τήν δική του ἐπικείμενη τύφλωση.
hristospanagia.blogspot.com