Κάποιος Χριστιανός από την Κωνσταντινούπολη μεταβαίνοντας στην πανηγύρι του Αγίου Μηνά, κατέλυσε σ’ ένα ξενοδοχείο. Ο ξενοδόχος, που τον αντελήφθη ότι είχε χρήματα μαζί του, σηκώθηκε κατά τα μεσάνυχτα και τον σκότωσε. Έπειτα, αφού κομμάτιασε τα μέλη του, τα έβαλε σ’ ένα ζεμπίλι και τα κρέμασε, αναμένοντας να ξημερώσει, για να τα εξαφανίσει.
Ενώ όμως ο φονιάς βρισκόταν σε αγωνία και μέριμνα, πώς, πού και πότε να εξαφανίσει τα μέλη του σκοτωμένου χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς, νάσου και του παρουσιάζεται ο Άγιος Μηνάς ως στρατιώτης καβαλάρης και τον ρωτά τί έγινε ο ξένος που κατέλυσε στο πανδοχείο του τη νύκτα. Ο ξενοδόχος προσποιείται παντελή άγνοια. Τότε ο Άγιος καταβαίνοντας από το άλογο μπήκε στο εσωτερικό της οικίας και πήγε ίσια προς το ζεμπίλι. Αφού το κατέβασε, κοίταξε με άγριο βλέμμα τον φονιά και του είπε.
Ποιός είναι αυτός;
Έντρομος ο ξενοδόχος έμεινε άφωνος και ρίχτηκε σαν πτώμα ελεεινό στα πόδια του Αγίου. Ο Άγιος, αφού συνάρμοσε όλα τα μέλη του σκοτωμένου, προσευχήθηκε και τον ανέστησε.
Ο νεκρός σηκωμένος σαν από ύπνο βαθύ, θυμήθηκε όσα έπαθε από τον ξενοδόχο. Δόξασε τον Θεό που τον έφερε στη ζωή και προσκυνούσε ευχαριστώντας τον φαινόμενο στρατιώτη, σαν αιτία της αναστάσεώς του. Αφού σηκώθηκε στα πόδια του και ο φονιάς, ο Άγιος του πήρε τα κλεμμένα χρήματα και δίνοντάς τα πίσω στον αναστημένο, του είπε: – Πήγαινε, αδελφέ, στο ταξίδι σου.
Κατόπιν, αφού στράφηκε προς τον φονιά, τον έδειρε όπως του άξιζε. Εκείνος, πεσμένος στα πόδια του Αγίου, τον παρακαλούσε να τον συγχωρήσει. Τελικά ο Άγιος, αφού τον νουθέτησε αρκετά, τον συγχώρησε. Προσευχήθηκε επί τόπου εκεί για λογαριασμό του, ανέβηκε ύστερα στο άλογο κι έγινε άφαντος. Τότε αντιλήφθητε ο ξενοδόχος πως ήταν ο Άγιος Μηνάς, στο πανηγύρι του οποίου πήγαινε να προσκυνήσει ο ξένος.
Πηγή: Τα θαύματα αυτά είναι σταχυολογημένα από τον Ιερό Συναξαριστή και μεταγλωττισμένα στη νεοελληνική γλώσσα.
Ενώ όμως ο φονιάς βρισκόταν σε αγωνία και μέριμνα, πώς, πού και πότε να εξαφανίσει τα μέλη του σκοτωμένου χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς, νάσου και του παρουσιάζεται ο Άγιος Μηνάς ως στρατιώτης καβαλάρης και τον ρωτά τί έγινε ο ξένος που κατέλυσε στο πανδοχείο του τη νύκτα. Ο ξενοδόχος προσποιείται παντελή άγνοια. Τότε ο Άγιος καταβαίνοντας από το άλογο μπήκε στο εσωτερικό της οικίας και πήγε ίσια προς το ζεμπίλι. Αφού το κατέβασε, κοίταξε με άγριο βλέμμα τον φονιά και του είπε.
Ποιός είναι αυτός;
Έντρομος ο ξενοδόχος έμεινε άφωνος και ρίχτηκε σαν πτώμα ελεεινό στα πόδια του Αγίου. Ο Άγιος, αφού συνάρμοσε όλα τα μέλη του σκοτωμένου, προσευχήθηκε και τον ανέστησε.
Ο νεκρός σηκωμένος σαν από ύπνο βαθύ, θυμήθηκε όσα έπαθε από τον ξενοδόχο. Δόξασε τον Θεό που τον έφερε στη ζωή και προσκυνούσε ευχαριστώντας τον φαινόμενο στρατιώτη, σαν αιτία της αναστάσεώς του. Αφού σηκώθηκε στα πόδια του και ο φονιάς, ο Άγιος του πήρε τα κλεμμένα χρήματα και δίνοντάς τα πίσω στον αναστημένο, του είπε: – Πήγαινε, αδελφέ, στο ταξίδι σου.
Κατόπιν, αφού στράφηκε προς τον φονιά, τον έδειρε όπως του άξιζε. Εκείνος, πεσμένος στα πόδια του Αγίου, τον παρακαλούσε να τον συγχωρήσει. Τελικά ο Άγιος, αφού τον νουθέτησε αρκετά, τον συγχώρησε. Προσευχήθηκε επί τόπου εκεί για λογαριασμό του, ανέβηκε ύστερα στο άλογο κι έγινε άφαντος. Τότε αντιλήφθητε ο ξενοδόχος πως ήταν ο Άγιος Μηνάς, στο πανηγύρι του οποίου πήγαινε να προσκυνήσει ο ξένος.
Πηγή: Τα θαύματα αυτά είναι σταχυολογημένα από τον Ιερό Συναξαριστή και μεταγλωττισμένα στη νεοελληνική γλώσσα.