Σάββατο, 2 Οκτωβρίου 1998. Ο παπαΒαγγέλης καθηλωμένος στο κρεββάτι του πόνου, στο δεύτερο σπίτι του, στο θεραπευτήριο "Κυανούς Σταυρός".
Η όψη του, που είχε αλλοιωθεί από τους τρομερούς πόνους, άρχιζε σιγά σιγά να ηρεμεί, να γαληνεύει. Κατάλαβα οτι ήδη ετοιμάζεται για να το... ταξίδι!
Μερικές ημέρες πριν, μου είχε καταθέσει τις τελευταίες του επιθυμίες, που έφθαναν μέχρι και τα της ταφής του στον τόπο που τόσο αγάπησε, στον μαρτυρικό Έβρο.
Τον φίλησα, γνωρίζοντας οτι ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα "εν ζωή" και ανεχώρησα γιατί την άλλη ημέρα το πρωί θα είχα την Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία.
Όλο το βράδυ δεν μπόρεσα να αποκοιμηθώ.
Ο νους μου στον καλό μου φίλο και αδελφό που έδινε την τελευταία εκείνη μάχη, που είχε ξεκινήσει πριν από 3 περίπου χρόνια.
Σηκώθηκα ξημερώματα Κυριακής, κατάκοπος από την "αγρυπνία" και περίμενα από στιγμή σε στιγμή να ακούσω το τηλέφωνο να κτυπά. Με βαριά και αργά βήματα και ψιθυρίζοντας την Ευχή του Ιησού έφθασα στον Ναό του Αγίου Γεωργίου.
Εισήλθα στο Ιερό Βήμα και αφού ασπάσθηκα την Αγία Τράπεζα, κατευθύνθηκα στην ιματιοθήκη. Άρχισα να χαϊδεύω τα κόκκινα βελούδινα χρυσοκέντητα άμφιά του (δώρο των ενοριτών μας). Πήρα "καιρό" μαζί με τους συλλειτουργούς και εισήλθα εκ νέου στο Άγιο Βήμα. Πριν ξεκινήσω την ένδυση των Αμφίων, χτύπησε το τηλέφωνο.
Ο φίλος μου και αδελφός, 28 ετών, είχε οδηγηθεί στο Επουράνιο Θυσιαστήριο, αφήνοντας πίσω του την πρεσβυτέρα οτυ και την 4χρονη κορούλα τους.
Κυριακή 3 Οκτωβρίου 1998, ώρα 06:55.
Την ώρα που χτυπούσαν οι καμπάνες για την εορτή του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, επισκόπου και πολιούχου Αθηνών. Αδελφέ μου, καλή αντάμωση!