Ο τρόπος που ο Ερντογάν προσεγγίζει τις τεκτονικού χαρακτήρα εξελίξεις που συντελούνται στη Μέση Ανατολή αποτυπώνεται στη φράση που είπε στο Υπουργικό Συμβούλιο πριν ένα περίπου χρόνο: “όταν τελειώσει αυτή η ιστορία η Τουρκία ή θα έχει μεγαλώσει ή θα έχει μικρύνει”. Προφανώς ο ίδιος δεν έχει πρόθεση να μικρύνει τη χώρα του. Και το είπε άλλωστε.
Άλλοι ηγέτες θα επέλεγαν να επικεντρωθούν στο μέτωπο εκείνο που κινδυνεύουν περισσότερο. Στην περίπτωση της Τουρκίας είναι οι αυτόνομες κουρδικές περιοχές στη βόρειο Συρία, το αντάρτικο στις κουρδικές περιοχές της νοτιοανατολικής Τουρκίας και βεβαίως το δημοψήφισμα για τη δρομολόγηση της ανεξαρτησίας του αυτόνομου κουρδικού κρατιδίου στο βόρειο Ιράκ. Ο Ερντογάν, ωστόσο, έχει επιλέξει να ανοίξει σχεδόν όλα τα μέτωπα.
Στο εσωτερικό μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των πραξικοπηματιών και των οπαδών του Γκιουλέν έχει επιδοθεί σε μία εκστρατεία καταστολής του κουρδικού κόμματος (HDP). Τουρκικά στρατεύματα σταθμεύουν παρανόμως στη Συρία, ενώ εκτοξεύει ευθείες απειλές εναντίον του Μπαρζανί για ένα ζήτημα που αφορά το Ιράκ και όχι την Τουρκία.
Παραλλήλως, ο Ερντογάν έχει ανοίξει μέτωπο με την ΕΕ, ειδικά με το Βερολίνο, ενώ οι σχέσεις του με την Ουάσιγκτον είναι στο κατώτερο επίπεδο. Ο Τούρκος πρόεδρος προχωρά όλα τα πράγματα ένα βήμα παραπέρα από εκεί που είχαμε συνηθίσει επί χρόνια.
Μιλά για τα “σύνορα της καρδιάς του” και αμφισβητεί ευθέως τη συνθήκη της Λωζάννης. Αναφέρει τα Ίμια ως τουρκικό έδαφος, ούτε καν σαν “γκρίζα ζώνη”, για την οποία Ελλάδα και Τουρκία πρέπει να συζητήσουν. Από το 1996 και την Τανσού Τσιλέρ είχαμε να ακούσουμε αυτή τη ρητορική.
Σύνδρομο εθνικού μεγαλείου Μιλά για μία μεγάλη Τουρκία και ως πρώτο βήμα ορέγεται να ενσωματώσει τα Κατεχόμενα στην Κύπρο, δείχνοντας ότι διαφέρει από τους κεμαλικούς προκατόχους του. Στις διασκέψεις για το Κυπριακό τήρησε ανελαστική στάση, τινάζοντας τις σχετικές διαπραγματεύσεις στον αέρα. Σκοπό του ήταν όχι να περιορίσει η Τουρκία την παρουσία και επιρροή της στην Κύπρο, αλλά να τη νομιμοποιήσει, εδραιώσει και επεκτείνει.
Τα υπόλοιπα τουρκικά κόμματα ουσιαστικά τον ακολουθούν. Τα δύο εναπομείναντα κόμματα της αντιπολιτεύσεως (οι κεμαλικοί Ρεπουμπλικανοί και οι Γκρίζοι Λύκοι), άλλωστε, εμφορούνται απολύτως από τις ίδιες εθνικιστικές απόψεις. Είναι προφανές ότι ο Ερντογάν εκτιμά ως εξαιρετικά υψηλή τη γεωστρατηγική σημασία της Τουρκίας.
Παράλληλα, είναι πλημμυρισμένος από τη βεβαιότητα του μεγαλείου της χώρας του, την οποία θεωρεί περιφερειακή υπερδύναμη. Ουσιαστικά λέει ευθέως ότι για να συνεχίζει η χώρα του να σέβεται τα δυτικά συμφέροντα στην περιοχή θα πρέπει και η Δύση να σέβεται όλες τις ιδιαιτερότητες της Τουρκίας.
Στην Ελλάδα επιβάλλεται πλέον να ανησυχούμε, χωρίς όμως πανικούς. Χάρη σε προηγούμενες πολιτικές ηγεσίες η χώρα μας συμμετέχει στις ισχυρότερες παγκόσμιες συμμαχίες και έχει –παρά την κρίση- αξιόμαχο στρατό. Και τα δύο λειτουργούν αποτρεπτικά. Πρωτίστως πρέπει να αποφύγουμε διχαστικές αντιλήψεις, όπως αυτές που ξεπήδησαν με αφορμή τις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό και τις διαφοροποιήσεις Αθηνών-Λευκωσίας. Στο παρελθόν το πληρώσαμε ακριβά.
Άλλοι ηγέτες θα επέλεγαν να επικεντρωθούν στο μέτωπο εκείνο που κινδυνεύουν περισσότερο. Στην περίπτωση της Τουρκίας είναι οι αυτόνομες κουρδικές περιοχές στη βόρειο Συρία, το αντάρτικο στις κουρδικές περιοχές της νοτιοανατολικής Τουρκίας και βεβαίως το δημοψήφισμα για τη δρομολόγηση της ανεξαρτησίας του αυτόνομου κουρδικού κρατιδίου στο βόρειο Ιράκ. Ο Ερντογάν, ωστόσο, έχει επιλέξει να ανοίξει σχεδόν όλα τα μέτωπα.
Στο εσωτερικό μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των πραξικοπηματιών και των οπαδών του Γκιουλέν έχει επιδοθεί σε μία εκστρατεία καταστολής του κουρδικού κόμματος (HDP). Τουρκικά στρατεύματα σταθμεύουν παρανόμως στη Συρία, ενώ εκτοξεύει ευθείες απειλές εναντίον του Μπαρζανί για ένα ζήτημα που αφορά το Ιράκ και όχι την Τουρκία.
Παραλλήλως, ο Ερντογάν έχει ανοίξει μέτωπο με την ΕΕ, ειδικά με το Βερολίνο, ενώ οι σχέσεις του με την Ουάσιγκτον είναι στο κατώτερο επίπεδο. Ο Τούρκος πρόεδρος προχωρά όλα τα πράγματα ένα βήμα παραπέρα από εκεί που είχαμε συνηθίσει επί χρόνια.
Μιλά για τα “σύνορα της καρδιάς του” και αμφισβητεί ευθέως τη συνθήκη της Λωζάννης. Αναφέρει τα Ίμια ως τουρκικό έδαφος, ούτε καν σαν “γκρίζα ζώνη”, για την οποία Ελλάδα και Τουρκία πρέπει να συζητήσουν. Από το 1996 και την Τανσού Τσιλέρ είχαμε να ακούσουμε αυτή τη ρητορική.
Σύνδρομο εθνικού μεγαλείου Μιλά για μία μεγάλη Τουρκία και ως πρώτο βήμα ορέγεται να ενσωματώσει τα Κατεχόμενα στην Κύπρο, δείχνοντας ότι διαφέρει από τους κεμαλικούς προκατόχους του. Στις διασκέψεις για το Κυπριακό τήρησε ανελαστική στάση, τινάζοντας τις σχετικές διαπραγματεύσεις στον αέρα. Σκοπό του ήταν όχι να περιορίσει η Τουρκία την παρουσία και επιρροή της στην Κύπρο, αλλά να τη νομιμοποιήσει, εδραιώσει και επεκτείνει.
Τα υπόλοιπα τουρκικά κόμματα ουσιαστικά τον ακολουθούν. Τα δύο εναπομείναντα κόμματα της αντιπολιτεύσεως (οι κεμαλικοί Ρεπουμπλικανοί και οι Γκρίζοι Λύκοι), άλλωστε, εμφορούνται απολύτως από τις ίδιες εθνικιστικές απόψεις. Είναι προφανές ότι ο Ερντογάν εκτιμά ως εξαιρετικά υψηλή τη γεωστρατηγική σημασία της Τουρκίας.
Παράλληλα, είναι πλημμυρισμένος από τη βεβαιότητα του μεγαλείου της χώρας του, την οποία θεωρεί περιφερειακή υπερδύναμη. Ουσιαστικά λέει ευθέως ότι για να συνεχίζει η χώρα του να σέβεται τα δυτικά συμφέροντα στην περιοχή θα πρέπει και η Δύση να σέβεται όλες τις ιδιαιτερότητες της Τουρκίας.
Στην Ελλάδα επιβάλλεται πλέον να ανησυχούμε, χωρίς όμως πανικούς. Χάρη σε προηγούμενες πολιτικές ηγεσίες η χώρα μας συμμετέχει στις ισχυρότερες παγκόσμιες συμμαχίες και έχει –παρά την κρίση- αξιόμαχο στρατό. Και τα δύο λειτουργούν αποτρεπτικά. Πρωτίστως πρέπει να αποφύγουμε διχαστικές αντιλήψεις, όπως αυτές που ξεπήδησαν με αφορμή τις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό και τις διαφοροποιήσεις Αθηνών-Λευκωσίας. Στο παρελθόν το πληρώσαμε ακριβά.
του Άγγελου Συρίγου, SLpress.gr