Προ του 1940 ένας ξενιτεμένος για χρόνια, επέστρεφε στο χωριό του, στην Άνω Βρόντου. Χαρές, γέλια, καλωσορίσματα, κεράσματα, για την επιστροφή του νοικοκύρη.
Ένα από τα πρώτα πράγματα πού ρώτησε, ήταν:
Τι κάνει ο παπα-Γιώργης;
Α, του είπαν, στην Εκκλησία θα είναι, στους Αγίους Θεοδώρους.
Ε, πάω να πάρω την ευχή του και ξαναγυρίζω.
Πηγαίνει στην Εκκλησία, ο δρόμος τον οδήγησε από το πίσω μέρος. Τα παράθυρα ήσαν ανοιχτά. Άκουε τις ζωηρές ομιλίες. Σκύβει λοιπόν από ένα παράθυρο λόγω περιέργειας και βλέπει μέσα στον Ναό.
Ό παπα-Γιώργης συζητούσε ζωηρά μ' έναν ωραιότατο νέο, υψηλό, παράξενα ντυμένο, και του έλεγε:
Α, όλα κι όλα! Θα μου κάνης αυτό πού σου ζητώ! Δεν ξέρω τι λογαριασμό έχεις εκεί πέρα, αλλά εμένα θα μου κάνης αυτό πού σου ζήτω!
Άφησε το παράθυρο γεμάτος απορία και πάει από
μπροστά, αλλά βρίσκει την πόρτα κλειστή. Χτυπά δυνατά...Τίποτα. Ξαναχτυπά και λέγει:
Παπα-Γιώργη, ξέρω ότι είσαι μέσα. Άνοιξε μου!
Ησυχία...Ξαναχτυπάει πάλι και του λέει:
Την ευχή σου θέλω μόνο παπα-Γιώργη, είμαι ο Σιδερης. Μόλις τώρα, ήρθα από το ταξίδι.
Τίποτα. Τελεία ησυχία... Σπρώχνει την πόρτα, ξανασπρώχνει... δεν άνοιγε. Απογοητευμένος κίνησε να φυγή. Ανεβαίνοντας το ανηφοράκι βλέπει να κατεβαίνη με την μαγγούρα του ο παπα-Γιώργης!
Βρε, βρε, καλώς τον!!! λέει ο παπα-Γιώργης
Άφωνος ο Σιδέρης.
-Ε, Σιδερή, του λέει. Μη δίνης σημασία σ' αυτά πού είδες στους Αγίους Θεοδώρους. Δεν πειράζει, παιδάκι μου, φαντασίες σου είναι, φαντασίες σου. Καλώς ώρισες!!! Αυτά τα διηγούντο στη Δράμα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΑΤΗΡ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ. ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ
Ένα από τα πρώτα πράγματα πού ρώτησε, ήταν:
Τι κάνει ο παπα-Γιώργης;
Α, του είπαν, στην Εκκλησία θα είναι, στους Αγίους Θεοδώρους.
Ε, πάω να πάρω την ευχή του και ξαναγυρίζω.
Πηγαίνει στην Εκκλησία, ο δρόμος τον οδήγησε από το πίσω μέρος. Τα παράθυρα ήσαν ανοιχτά. Άκουε τις ζωηρές ομιλίες. Σκύβει λοιπόν από ένα παράθυρο λόγω περιέργειας και βλέπει μέσα στον Ναό.
Ό παπα-Γιώργης συζητούσε ζωηρά μ' έναν ωραιότατο νέο, υψηλό, παράξενα ντυμένο, και του έλεγε:
Α, όλα κι όλα! Θα μου κάνης αυτό πού σου ζητώ! Δεν ξέρω τι λογαριασμό έχεις εκεί πέρα, αλλά εμένα θα μου κάνης αυτό πού σου ζήτω!
Άφησε το παράθυρο γεμάτος απορία και πάει από
μπροστά, αλλά βρίσκει την πόρτα κλειστή. Χτυπά δυνατά...Τίποτα. Ξαναχτυπά και λέγει:
Παπα-Γιώργη, ξέρω ότι είσαι μέσα. Άνοιξε μου!
Ησυχία...Ξαναχτυπάει πάλι και του λέει:
Την ευχή σου θέλω μόνο παπα-Γιώργη, είμαι ο Σιδερης. Μόλις τώρα, ήρθα από το ταξίδι.
Τίποτα. Τελεία ησυχία... Σπρώχνει την πόρτα, ξανασπρώχνει... δεν άνοιγε. Απογοητευμένος κίνησε να φυγή. Ανεβαίνοντας το ανηφοράκι βλέπει να κατεβαίνη με την μαγγούρα του ο παπα-Γιώργης!
Βρε, βρε, καλώς τον!!! λέει ο παπα-Γιώργης
Άφωνος ο Σιδέρης.
-Ε, Σιδερή, του λέει. Μη δίνης σημασία σ' αυτά πού είδες στους Αγίους Θεοδώρους. Δεν πειράζει, παιδάκι μου, φαντασίες σου είναι, φαντασίες σου. Καλώς ώρισες!!! Αυτά τα διηγούντο στη Δράμα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΑΤΗΡ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ. ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ