Η μετάδοση των πληροφοριών με τη χρήση σταθμών φρυκτωριών συνεχίστηκε
και κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Την περίοδο αυτή δεν χρησιμοποιείται
πλέον η έκφραση φρυκτωρίες αλλά καμινοβιγλάτορες, λέξη η οποία
προέρχεται από την κάμινο (που διατηρούσε άσβηστο το «άγγαρον πυρ») και
τη βίγλα (παρατηρητήριο).
Το 532 μ.Χ. η αυτοκράτειρα Θεοδώρα με τη χρήση φωτεινών σημάτων
ειδοποίησε τον στρατηγό Βελισάριο για να καταστείλει τη στάση του Νίκα. Ο
Νικηφόρος Φωκάς στο έργο του «Περί Παραδρομής» περιγράφει το ρόλο των
καμινοβιγλατόρων και αναφέρει ότι τα κτίσματα αυτά εχρησιμοποιούντο για
να ειδοποιούν τον στρατηγό και τον άμαχο πληθυσμό σε περίοδο επικείμενης
επί θεσης.
Όπως αναφέρει ο Γ. Πορετσάνος για τον πύργο του Πυθίου της Θράκης,
γνωστή καμινοβίγλα που διατηρείται μέχρι σήμερα, φαίνεται ότι οι
καμινοβίγλες ήταν περισσότερο βελτιωμένες κατασκευές σε σχέση με τις
φρυκτωρίες.
Ωρονόμιο
Τα έτη 829-842 μ.Χ. ο Λέων ο Επίσκοπος Θεσσαλονίκης βελτίωσε το σύστημα
αποστολής πληροφοριών των φρυκτωριών με το «Ωρονόμιο», σύστημα
συγχρονισμένο με μηχανικά ωρολόγια υποδιαιρεμένα σε αντίστοιχες ώρες και
συνδυασμένα με αριθμογραφικό κώδικα των πιο σημαντικών ειδήσεων. Το
σύστημα αυτό διατηρήθηκε για πολλά χρόνια και το έτος 1204 οι
Σταυροφόροι δημιούργησαν μεγάλο δίκτυο «καμινοβιγλατόρων» από την
Κωνσταντιούπολη μέχρι τον Τάραντα της Ιταλίας με ενδιάμεσους σταθμούς
στη Θράκη – Θεσσαλονίκη- Δυτική Μακεδονία- Ήπειρο- Κέρκυρα – Οθωνούς .
Επίσης στη Μικρά Ασία υπήρχαν εννέα σταθμοί που είχαν ανταπόκριση με το
παλάτι του Φάρου και ήταν στις βουνοκορφές Λούλου, Αργαίου, Ισάμου,
Αιγίλου, Μάμας, Κυρίζου, Μωκίλου, Αγίου Αυξεντίου και Ηλιακού του Φάρου
στην Κωνσταντινούπολη.
Το σύστημα αυτό κάλυπτε απόσταση 670 χμ. και στα δύο άκρα της αλυσίδας
των εννέα σταθμών του Λούλου και του Φάρου στην Πόλη που είχαν
εγκατασταθεί τα ωρολόγια, τα οποία ήταν συγχρονισμένα και εφοδιασμένα με
σήματα τα οποία έδιναν διαφορετικά μηνύματα για την κάθε ώρα του
ρολογιού.
Έτσι , αν π.χ. στο ραντεβού της ένατης πρωινής η φρυκτωρία του Λούρου
ύψωνε μία φορά τον πυρσό κα αυτό σήμαινε π.χ. «εχθρός εν όψει» τότε με
την ύψωση ενός πυρσού η είδηση διαδοχικά έφτανε μέχρι την
Κωνσταντινούπολη.
Ένα ο πυρσός την ίδια ώρα υψωνόταν δύο φορές αυτό θα σήμαινε π.χ.
επίθεση και η είδηση από σταθμό σε σταθμό θα έφτανε στην Πόλη. Και κατ΄
αυτόν τον τρόπο, ανάλογα με το πλήθος ανύψωσης των πυρσών και την ώρα
που γινόταν ελαμβάνετο η προσυμφωνηθείσα συμφωνία.
Επίσης
και στην Κύπρο από την μυκηναϊκή εποχή υπήρχαν δίκτυα φρυκτωριών για
την καθοδήγηση των πλοίων. Σήμερα, τα δίκτυα αυτά διατηρούνται με τις
ονομασίες « πύργοι ή κολοσσοί (κουλέδες)» και βρίσκονται στα βυζαντινά ,
φράγκικα και ενετικά κάστρα της Λάρνακας , Λεμεσού, Αμμοχώστου και σε
άλλες κυπριακές πόλεις και είχαν ανταποκρίσεις με τον κεντρικό πύργο της
Λευκωσίας.
Παρόμοια δίκτυα διασώζονται σήμερα και στο Αιγαίο., τα οποία χρησίμευαν
και ως φρυκτωρίες και ως καμινοβίγλες κατά του βυζαντινούς χρόνους και
επειδή ήταν διάσπαρτα στα παράλια των νησιών ονομάστηκαν «Πύργοι του
Αιγαίου». Η δε παρουσία τέτοιων πύργων ήταν πυκνότερη στις Κυκλάδες.
Τέτοιους πύργους συναντάμε στη Θάσο, στις Σποράδες, στην Σκόπελο, στη
Σκύρο, στην Άνδρο, στην Τήνο, στη Νάξο, στη Κύθνο, στην Αμοργό, στην
Αστυπάλαια και στην Αίγινα.
Ο παλαιότερος όμως πύργος- φάρος είναι η φρυκτωρία του δράκοντα στην Ικαρία που χρονολογείται από τον 5ο αιώνα π.Χ.
Το πιο αξιοθέατο μνημείο αυτού του είδους που σώζεται μέχρι σήμερα
είναι ο κυκλικός πύργος του Αγίου Πέτρου στην Άνδρο. Άλλοι τον
χρονολογούν από τους μυκηναϊκούς χρόνους από τη μελέτη της κυκλώπειας
βάσης του και άλλοι τον χρονολογούν από τη βυζαντινή περίοδο. Η
Alexandra Briton στο βιβλίο της Αndros Island (σελ. 17) γράφει σχετικά: «
Δεν γνωρίζουμε για ποιο σκοπό κτίστηκε ο πύργος. Είναι πολύ μακριά από
τη θάλασσα για φάρος και πολύ μικρός για να είναι κάστρο. Ίσως χρησίμευε
για να στέλνει και να λαμβάνει οπτικά σήματα. Είναι πιο πιθανό να
χρησίμευε και ως καταφύγιο από τους πειρατές και για τη διαφύλαξη
σιτηρών ή μεταλλευτικών αποθεμάτων.
Μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα, περίοδο και την οποία βελτιώθηκε το
τηλεσκόπιο, οι επινοήσεις των αρχαίων Ελλήνων αποτελούσαν τη βάση για τη
μεταβίβαση κάθε πληροφορίας συμβάλλοντας τα μέγιστα στην εξέλιξη των
τηλεπικοινωνιών.