«Η μεγαλύτερη νίκη είναι αυτή που δεν απαιτεί καμία μάχη» (Sun Tzu, Η τέχνη του πολέμου).
Ανάλυση
Καμία σύγκρουση δεν ξεκινάει με πόλεμο και δεν τελειώνει με πόλεμο – αφού ουσιαστικά ο πόλεμος είναι μόνο ένα ενδιάμεσο στάδιο, το οποίο απλά σηματοδοτεί μία αδυναμία συμβιβασμού. Ο βασικός σκοπός του πολέμου είναι(α) είτε να δημιουργήσει νέες συνθήκες, οι οποίες να εξασφαλίζουν τη δυνατότητα συμβιβασμού,
(β) είτε να μην υπάρχει ανάγκη επίτευξης συμβιβασμού – κάτι που μπορεί να συμβεί, μόνο όταν η μία πλευρά ηττηθεί κατά κράτος, χάνοντας τον πόλεμο.
Περαιτέρω, ο πόλεμος τελειώνει όταν έλθει η ώρα του συμβιβασμού – όταν δηλαδή η πραγματική έκβαση της αντιπαράθεσης καθορίζεται από τους πολιτικούς και τους διπλωμάτες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Φυσικά δε, οι πολιτικές αποφάσεις δεν είναι συχνά κατανοητές από τους λαούς ή από το στρατό, επειδή δεν έχουν τις απαιτούμενες πληροφορίες – ενώ για να καταλάβει κανείς πότε και κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να τελειώσει η στρατιωτική σύγκρουση, θα πρέπει να γνωρίζει τι θέλουν οι πολιτικοί, καθώς επίσης το πώς βλέπουν τις συνθήκες του μεταπολεμικού συμβιβασμού.
Στα πλαίσια αυτά, στο θέμα της σύγκρουσης των Η.Π.Α. με τη Ρωσία, οφείλει κανείς να ερευνήσει για ποιο λόγο η στρατιωτική δράση μετατράπηκε σε έναν χαμηλής έντασης εμφύλιο πόλεμο, με σποραδικές εκεχειρίες, τόσο στην Ουκρανία, όσο και στη Συρία – επίσης, γιατί οι οικονομικές επιθέσεις της Δύσης περιορίσθηκαν, δεν διευρύνθηκαν καλύτερα, επιτρέποντας στη Ρωσία να αναπνεύσει.
Συνεχίζοντας, είναι προφανές πως οι απόψεις των ουκρανών πολιτικών δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον, αφού δεν αποφασίζουν για τίποτα – ενώ το γεγονός ότι οι ξένοι κυβερνούν την Ουκρανία, οι αμερικανοί κυρίως, δεν είναι πλέον μυστικό. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τα «αποσχιστικά κινήματα» στην ανατολική πλευρά της – αφού υπάρχουν και δραστηριοποιούνται μόνο επειδή τα υποστηρίζει η Ρωσία.
Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση υπό την ηγεσία της Γερμανίας, τυπικά μαζί με τη Γαλλία, η θέση της παρουσίαζε κάποιο ενδιαφέρον μέχρι το καλοκαίρι του 2014 – όπου ο πόλεμος θα μπορούσε να είχε προληφθεί ή να είχε σταματήσει στο ξεκίνημα του. Εάν τότε η ΕΕ είχε κρατήσει μία ηθική, αντιπολεμική στάση, εμποδίζοντας τις Η.Π.Α. να ξεκινήσουν τον πόλεμο, θα είχε μετατραπεί σε έναν σημαντικό, ανεξάρτητο γεωπολιτικό παίκτη – κάτι που όμως δεν συνέβη, οπότε χάθηκε η ευκαιρία, με την ΕΕ να συμπεριφέρεται ως πιστός υποτελής της υπερδύναμης.
Εύλογα λοιπόν υποθέτει κανείς πως η Ευρώπη θα μπορούσε να έχει την ίδια «οδυνηρή τύχη» με την Ουκρανία στο μέλλον, σε μεγαλύτερο όμως βαθμό, καθώς επίσης με μικρότερες πιθανότητες να αποκατασταθεί η τάξη – αφού βρίσκεται στα πρόθυρα του ξεσπάσματος μεγάλων εσωτερικών αναταραχών, οι οποίες πολύ δύσκολα θα αποφευχθούν.
Στην πραγματικότητα, η Ευρώπη έχει δύο επιλογές: είτε να παραμείνει υποτελής, ένα άβουλο εργαλείο δηλαδή των Η.Π.Α., είτε να πλησιάσει περισσότερο τη Ρωσία, επιδιώκοντας ένα είδος συνεργασίας ή συμμαχίας μαζί της. Ανάλογα με το τι θα αποφασίσει, θα εξαρτηθεί το μέλλον της – αν και, κρίνοντας από την απροθυμία της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ να συγκρουστεί με τις Η.Π.Α., καθώς επίσης από την υποταγή των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών (BND) στις αμερικανικές, φτάνοντας σε σημείο να κατασκοπεύουν ακόμη και τη Γαλλία κατ’ εντολή της υπερδύναμης, η διάλυση της Ευρωζώνης και η κατάρρευση της ΕΕ φαίνονται σχεδόν αναπόφευκτα.
Σε τελική ανάλυση επομένως, αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι οι δύο βασικοί «μονομάχοι», από τους οποίους εξαρτάται η τελική έκβαση του πολέμου και η μελλοντική τάξη πραγμάτων στη γεωπολιτική σκακιέρα: οι Η.Π.Α. και η Ρωσία, οι οποίες έχουν ήδη ξεκινήσει τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, παρά το ότι δεν γίνεται ευρέως αντιληπτό.
.
Οι Η.Π.Α.
Αφού συνέβη αυτό, το μόνο που μπορούν πλέον να επιτύχουν οι Η.Π.Α. είναι η παράταση της επιθανάτιας αγωνίας του συστήματος, μέσω της λεηλασίας των υπολοίπων χωρών – όπου προηγήθηκαν τα κράτη του τρίτου κόσμου, ακολούθησαν οι δυνητικοί ανταγωνιστές τους, ενώ δημιουργήθηκαν ήδη οι προϋποθέσεις για την εκμετάλλευση των συμμάχων και φίλων τους, μεταξύ άλλων με τη βοήθεια της ελληνικής (εισβολή στην Ευρωζώνη) και ουκρανικής κρίσης.
Η λεηλασία αυτή μπορεί να συνεχιστεί μόνο για όσο διάστημα οι Η.Π.Α. παραμένουν ο αδιαφιλονίκητος ηγεμόνας του πλανήτη – σε οικονομικό, χρηματοπιστωτικό, στρατιωτικό και ενεργειακό επίπεδο. Στα πλαίσια αυτά, όταν η Ρωσία προβάλλει το δικαίωμα της στη λήψη ανεξάρτητων πολιτικών αποφάσεων, σχεδιάζοντας και δρομολογώντας τη δημιουργία ενός παράλληλου οικονομικού κόσμου, αποδεσμευμένου από το δολάριο, καθώς επίσης από το δυτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη – ενώ πολύ δύσκολα μπορεί να καταλήξει σε μία συμβιβαστική ειρήνη.
Η αιτία είναι το ότι, ένας συμβιβασμός των Η.Π.Α. με τη Ρωσία θα σήμαινε την εκούσια παραίτηση τους από την ηγεμονία του πλανήτη – κάτι που θα οδηγούσε την υπερδύναμη σε μία μεγάλη πολιτική και οικονομική κρίση, στην παράλυση των Θεσμών και στην αδυναμία της κυβέρνησης να λειτουργήσει, οπότε στην ολοκληρωτική κατάρρευση της χώρας.
Αντίθετα, μία ήττα της Ρωσίας θα οδηγούσε στη δική της καταστροφή και κατάρρευση, ενισχύοντας παράλληλα την ηγεμονική θέση των Η.Π.Α. στον πλανήτη – αφού η Κίνα θα αναγκαζόταν να συμβιβαστεί, αδυνατώντας να αντιμετωπίσει μόνη της την υπερδύναμη. Οι άρχουσες τάξεις της Ρωσίας θα τιμωρούταν με την κατάσχεση όλων των περιουσιακών τους στοιχείων, καθώς επίσης με τα φυλάκιση τους, ο στρατός της χώρας θα διαλυόταν και τα εδάφη της θα κατακερματιζόταν – όπως στο παράδειγμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Επομένως, ο πόλεμος φαίνεται πως θα διαρκέσει μέχρι να κερδίσει η μία ή η άλλη πλευρά, ενώ η κάθε ενδιάμεση συμφωνία, όπως η σημερινή, οφείλει να θεωρείται μόνο ως μία χρονικά περιορισμένη ανακωχή – έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η ανασύνταξη των δυνάμεων των δύο μονομάχων, για να μπορέσουν να κινητοποιηθούν νέοι πόροι και να αναζητηθούν επί πλέον σύμμαχοι.
Η Ρωσία
Ο πρόεδρος Putin διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην οργάνωση και στη δομή της ρωσικής εξουσίας – η οποία δεν βασίζεται σε μία θεσμικά κατοχυρωμένη απολυταρχία, αλλά στην Αρχή εκείνου του ατόμου που δημιούργησε το σύστημα, καθώς επίσης που κάνει όλα όσα νομίζει πως πρέπει να κάνει, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά.
Κατά τη διάρκεια της 15ετούς παραμονής
του στην εξουσία ο ρώσος πρόεδρος, παρά τα μεγάλα προβλήματα που
αντιμετώπισε στο εξωτερικό και στο εσωτερικό της χώρας του, προσπάθησε
να μεγιστοποιήσει το ρόλο της κυβέρνησης, του κοινοβουλίου και των
τοπικών Αρχών – έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα σύστημα πλήρες, σταθερό και λειτουργικό, το οποίο να έχει εξασφαλίσει τη συνέχεια του, ανεξάρτητα από τον εκάστοτε ηγέτη που θα τοποθετείται στην κορυφή του.
Εν τούτοις, δεν έχει καταφέρει μέχρι
στιγμής να φέρει εις πέρας το βασικό έργο του – να μπορεί να λειτουργεί
δηλαδή το σύστημα χωρίς την εποπτεία του προέδρου του και ειδικά του
ίδιου. Το βασικό στοιχείο του συστήματος παραμένει η εμπιστοσύνη των Ρώσων στο πρόσωπο του – πολύ λιγότερο στη δομή της χώρας, έτσι όπως αυτή αντιπροσωπεύεται από τις δημόσιες Αρχές και τους μεμονωμένους οργανισμούς.
Στα πλαίσια αυτά, τόσο οι προσωπικές απόψεις, όσο και τα σχέδια του προέδρου είναι αποφασιστικά, σε τομείς όπως η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας – με αποτέλεσμα φράσεις του τύπου «Χωρίς τον Putin δεν υπάρχει Ρωσία» να είναι μεν υπερβολικές, αλλά μεταφραζόμενες στο «Ότι θέλει ο Putin, το θέλει και η Ρωσία», να αντανακλούν την κατάσταση με αρκετή ακρίβεια.
Βέβαια, κανένας στον κόσμο δεν αμφιβάλει για το ότι, ο ρώσος πρόεδρος καθοδήγησε πολύ προσεκτικά τη χώρα του, κατορθώνοντας να τη φέρει στη σημερινή της θέση, σε συνθήκες ηγεμονίας των Η.Π.Α. στον πλανήτη
– καθώς επίσης πως κατάφερε να κατανοήσει τόσο τη φύση του «αγώνα», όσο
και τον αντίπαλο του, αφού διαφορετικά δεν θα είχε μείνει τόσα χρόνια
στην εξουσία.
Η αύξηση δε της ισχύος της Ρωσίας δεν έγινε αντιληπτή από τις Η.Π.Α., επειδή οι αντιδράσεις της ήταν ανύπαρκτες – όπως κατά τη διάρκεια της πρώτης επανάστασης της Ουκρανίας (2000 – 2002), όπου παρέμεινε ουδέτερη.
Αργότερα, η Ρωσία πήρε μεν αντίθετη θέση
στα κινήματα της Γεωργίας (Νοέμβριος 2003 – Ιανουάριος 2004) και της
Ουκρανίας (Νοέμβριος 2004 – Ιανουάριος 2005), αλλά δεν παρενέβη ενεργά –
ενώ το 2008 χρησιμοποίησε τα στρατεύματα της στο πλευρό των Η.Π.Α., αντιδρώντας για πρώτη φορά ενεργά στο θέμα της Γεωργίας.
Μόλις πρόσφατα δε (2012), ο ρωσικός
στόλος εξέφρασε την πρόθεση του να αντιμετωπίσει τις Η.Π.Α. και τους
συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ, στο θέμα της Συρίας – ενώ μετά το ένοπλο κίνημα στο Κίεβο (Φεβρουάριος του 2014), η Ρωσία τέθηκε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με την υπερδύναμη, όπου επιδεινώθηκαν ταχύτατα οι σχέσεις των δύο χωρών, φτάνοντας σχεδόν αμέσως στο προηγούμενο στάδιο της πυρηνικής εποχής.
Από το γεγονός τώρα, σύμφωνα με το οποίο
ο Putin δεν περιορίζει σήμερα το επίπεδο της αντιπαράθεσης με τις
Η.Π.Α., συμπεραίνεται πως πιστεύει ότι, η Ρωσία μπορεί να κερδίσει τον πόλεμο των κυρώσεων, της πληροφορίας και των νεύρων, τον εμφύλιο πόλεμο της Ουκρανίας, καθώς επίσης γενικότερα τον οικονομικό πόλεμο της Δύσης.
Με δεδομένη δε τη σχολαστική, προσεκτική προσέγγιση του, θεωρείται βέβαιο πως όταν
πήρε την απόφαση να μην υποχωρήσει στις πιέσεις των Η.Π.Α. αλλά,
αντίθετα, να απαντήσει σε αυτές, θα είχε κάποιες συγκεκριμένες εγγυήσεις
της νίκης του – οι οποίες θα φανούν αργότερα, όπου προφανώς θα κριθεί εκ του αποτελέσματος.
.
Η ρωσική στρατηγική
Περαιτέρω, με αφετηρία τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, είναι προφανές πως οι Η.Π.Α. χάνουν συνεχώς δυνάμεις σε στρατιωτικό και οικονομικό κυρίως επίπεδο – ενώ η Ρωσία βελτιώνεται σημαντικά, ανεβάζοντας όμως αργά τον πήχη της σύγκρουσης με τις Η.Π.Α., χωρίς μεγάλες εξάρσεις.
Καθυστερεί δε όσο περισσότερο μπορεί, θεωρώντας πως ο χρόνος είναι υπέρ της – έχοντας την πεποίθηση πως η υπερδύναμη ευρίσκεται σε πορεία παρακμής, οι σύμμαχοι της επίσης (Ευρώπη, Ιαπωνία), ενώ οι δικοί της «συνεργάτες» (BRICS και ιδίως η Κίνα), βελτιώνονται διαρκώς.
Πιστεύει επίσης πως εάν δεν
υπάρξει μία κατά μέτωπο αντιπαράθεση, η περίοδος της παγκόσμιας
ηγεμονίας των Η.Π.Α. θα τελειώσει σύντομα, ενώ θα μεσολαβήσουν μεγάλες
αλλαγές (κοινωνικές αναταραχές) στο εσωτερικό τους – οπότε
προσπαθεί να το αποφύγει, επιδεικνύοντας μία αξιοθαύμαστη υπομονή. Κατά
τον ίδιο, το στρατιωτικό και βιομηχανικό, καθώς επίσης το
χρηματοπιστωτικό σύστημα της Δύσης, είναι καταδικασμένο να
αυτοκαταστραφεί – ενώ είναι απλά θέμα χρόνου (θεωρία του ώριμου
φρούτου).
Συμπεραίνεται λοιπόν πως ο πρόεδρος Putin θα προσπαθήσει να διατηρήσει τη ειρήνη ή την εντύπωση πως επικρατεί ειρήνη, όσο το δυνατόν περισσότερο
– ειδικά επειδή η συγκεκριμένη κατάσταση είναι επωφελής για τη χώρα του
λόγω του ότι, χωρίς μεγάλες δαπάνες, επιτυγχάνει το ίδιο αποτέλεσμα από
γεωπολιτικής πλευράς.
Εύστοχα επομένως περιγράφεται από τους
ειδικούς η στάση του κατά το γνωστό απόφθεγμα του στρατηγού Sun Tzu –
σύμφωνα με το οποίο «η μεγαλύτερη νίκη είναι αυτή που δεν απαιτεί καμία μάχη».
.
Επιμύθιο
Χωρίς καμία αμφιβολία η υπερδύναμη δεν
κυβερνάται από ηλιθίους – οπότε αντιλαμβάνεται πολύ καλά τη δύσκολη
κατάσταση, στην οποία βρίσκεται. Κατανοεί επίσης πως η Ρωσία δεν
σχεδιάζει να της δημιουργήσει προβλήματα, ενώ είναι πράγματι διατεθειμένη να συνεργασθεί μαζί της, αρκεί αυτή η συνεργασία να είναι σε ισότιμο επίπεδο
– όχι όπως η αντίστοιχη με την Ευρώπη, η οποία έχει αποδεχθεί την
υποτέλεια της, ακόμη και σε επιχειρηματικό πλαίσιο (συμφωνίες TTIP, TISA).
Η συνεργασία όμως αυτή δεν είναι αποδεκτή από τις Η.Π.Α. – επειδή η πολιτική και οικονομική ελίτ τους έχουν συνηθίσει την ιδιότητα τους, ως οι ιδιοκτήτες του πλανήτη,
τουλάχιστον τα τελευταία 25 χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής
Ένωσης. Αδυνατούν δε να κατανοήσουν πώς είναι δυνατόν να αμφισβητήσει
κανείς τα βασιλικά τους προνόμια – ενώ, σε αντίθεση με τη Ρωσία, θεωρούν
τον πόλεμο ως ζωτικής σημασίας για τις ίδιες, ειδικά επειδή ο πόλεμος
είναι αρχικά ένας αγώνας για την κατάκτηση πόρων.
Συνήθως δε ο νικητής είναι αυτός που
κερδίζει τους περισσότερους πόρους, εξασφαλίζοντας έτσι τη δυνατότητα να
κινητοποιήσει τελικά περισσότερα στρατεύματα, πλοία και αεροπλάνα –
ενώ, ακόμη και αν βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα με μία τακτική νίκη στο πεδίο του πολέμου.
Επειδή όμως οι πυρηνικές δυνάμεις δεν
μπορούν να αντιπαρατεθούν κατά πρόσωπο, οι μάχες για την έμμεση
κατάκτηση πόρων και συμμάχων είναι υψίστης σημασίας – όπου όμως η Ρωσία ευρίσκεται σε καλύτερη θέση, αφού
οι χώρες που ευθυγραμμίζονται μαζί της ελέγχουν περίπου το 60% του
παγκόσμιου ΑΕΠ, τα δύο τρίτα του πληθυσμού του πλανήτη, καθώς επίσης τα
τρία τέταρτα της επιφανείας του.
Επομένως οι Η.Π.Α., με συμμάχους ουσιαστικά μόνο την ΕΕ, την Ιαπωνία, τον Καναδά και την Αυστραλία, είναι
υποχρεωμένες να δράσουν άμεσα, αφού αρνούνται να αποδεχθούν τη
συνεργασία της Ρωσίας (οπότε και των συμμάχων της) σε ισότιμο επίπεδο – έχοντας δύο βασικές επιλογές τακτικής, τις οποίες θα αναλύσω σε επόμενο άρθρο.
Βιβλιογραφία: International Politics, Zero hedge
http://www.analyst.gr/2015/05/03/i-maxi-ton-maxon/1/